Ντίνος Ηλιόπουλος, ο σπουδαίος Έλληνας ηθοποιός. Θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1915, από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας του καταγόταν από την Πελοπόννησο–Κυπαρισσία και η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Υεμένη.
Ο έμπορος πατέρας του καταστρέφεται οικονομικά από το κραχ του 1929 και υποχρεώνεται να μετακομίσει μαζί με την γυναίκα και τα παιδιά του (δύο αγόρια και τρία κορίτσια) στη Μασσαλία. Εκεί ο μικρός Ντίνος γράφτηκε στο Δημοτικό. Τελείωσε το σχολείο πετυχαίνοντας με άριστα στις εξετάσεις για το απολυτήριο Λυκείου. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε είχε μεγαλύτερη ευχέρεια στη Γαλλική που είχε γίνει η πρώτη του γλώσσα.
Το 1935 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και γράφτηκε στο«Berkshire High Commercial School», που υπήρχε τότε στην Αθήνα. Εκεί σπουδάζει εμπορικές επιστήμες για να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του.
Αφού πήρε το πτυχίο του και εκπλήρωσε την, παρατεταμένη λόγω πολέμου, στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα σε μια αντιπροσωπεία. Αναζητώντας συνεχώς κάτι διαφορετικό, συνέχισε να αλλάζει δουλειές «σαν τα ξυραφάκια του» όπως έλεγε και ο ίδιος. Μέχρι που ανακάλυψε την αγάπη και την κλίση του προς το θέατρο.
Ντίνος Ηλιόπουλος : Απέτυχε στις εξετάσεις του Εθνικού θεάτρου
Η προσπάθειά του να φοιτήσει στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με ένα ποίημα του Καβάφη, στέφθηκε με αποτυχία. Θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο, για την εποχή, στόμφο και το ανάλογο παράστημα.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος δεν απογοητεύτηκε, διέθετε πείσμα και υπομονή, έτσι, γράφτηκε στην ιδιωτική σχολή του διεθνούς φήμης διευθυντή του Θεάτρου «Σάρα Μπερνάρ», Γιαννούλη Σαραντίδη. Είχε έρθει στην Αθήνα πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να σκηνοθετήσει μερικά έργα της Μαρίκας Κοτοπούλη και να επιστρέψει πάλι στο Παρίσι.
Δυστυχώς, το ξέσπασμα του πολέμου δεν του επέτρεψε να φύγει κι έτσι ίδρυσε τη Δραματική σχολή «Γιαννούλη Σαραντίδη». Εκεί ο Ηλιόπουλος είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει δίπλα στους Γιώργο Βακαλό, Θράσο Καστανάκη, Μ. Καραγάτση, Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Σιδέρη, Αντώνη Γιαννίδη.
Θα κάνει το ξεκίνημά του στο θεατρικό σανίδι το 1944, με το θίασο της κυρίας Κατερίνας, στο έργο του Λέο Λεντς, «Κυρία, σας αγαπώ». Αργότερα θα παίξει στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν κ.ά. Θα αποκομίσει θετικά σχόλια για τις ερμηνείες του. Χαρακτηριστικά, ο σπουδαίος ηθοποιός της εποχής Βασίλης Λογοθετίδης είχε πει για το νεαρό, τότε, Ηλιόπουλο: «Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!».
“Εκατό χιλιάδες λίρες” η πρώτη ταινία του Ντίνου Ηλιόπουλου
Η πρώτη από τις πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές του Ηλιόπουλου θα γίνει το 1948 με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Το κινηματογραφικό κοινό πολύ γρήγορα τον αγκάλιασε και η αναγνωρισιμότητά του. Του επέτρεψε να ηγηθεί από το 1953 και θεατρικού θιάσου (με επιχειρηματία τον Χέλμη) στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Εκεί παρουσίασε την κωμωδία: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», με πρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Οι περιοδείες του σε όλη την Ελλάδα και οι ταινίες του, που γυρίζονται η μία μετά την άλλη, γνωρίζουν τεράστια επιτυχία.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του θεάτρου και γενικότερα της Τέχνης. Υπήρξε δε, ένας από τους ευγενέστερους ανθρώπους που πέρασαν ποτέ από τον καλλιτεχνικό χώρο. Έλαμπε και ξεχώριζε από τη φινέτσα και την αυθόρμητη απλότητα της ερμηνείας του. Συνεργάστηκε με όλους τους ηθοποιούς της ελληνικής σκηνής, μεγάλους και μικρούς, τους αγάπησε και τον αγάπησα. Τους σεβάστηκε και τον σεβάστηκαν, αλλά, ο φίλος της καρδιάς του ήταν ο Βαγγέλης Πλοιός.
Ο Ηλιόπουλος λατρεύει τις γυναίκες, ερωτεύεται και τον ερωτεύονται, αλλά ο μεγάλος έρωτας της ζωής του είναι η γυναίκα του, η πανέμορφη Χίλντεγκαρντ, αυστριακής καταγωγής. Την Χίλντεγκαρντοποία παντρεύεται το 1964. Αποκτούν δυο κόρες, την Εβίτα και τη Χίλντα και τρία εγγόνια, τη Νικήτα της Εβίτας, την Έλλη και τον Ντίνο, της Χίλντας.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος και το κακόγουστο παιχνίδι της μοίρας
Έμεινε «πανί με πανί». Το μοναδικό «περιουσιακό» του στοιχείο ήταν το σπουδαίο όνομα που είχε φτιάξει στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ταπί και ψύχραιμος ξενιτεύτηκε στην Αμερική, για να καταφέρει να ξεπληρώσει τα χρέη που είχε δημιουργήσει και τελικά τα κατάφερε.
Το χρονικό της πτώχευσης
Το 1963 ο Έλληνας «Φρεντ Αστέρ» πήρε την απόφαση να αποκτήσει δικό του θέατρο. Ήταν το «Γκλόρια», στο οποίο ήλπιζε ότι θα πραγματοποιούσε όλες τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες.
Όμως, η σχέση του με το χρήμα ήταν τραγική, παρά το γεγονός ότι είχε σπουδάσει οικονομικά. Έτσι, διεύθυνε το θέατρο μόνο με το φιλότιμο και όχι με οικονομικό σχεδιασμό.
Για παράδειγμα, όταν ανέβαζε παραστάσεις που απαιτούσαν 5-6 ηθοποιούς, αυτός προσλάμβανε 15, ώστε να δώσει μεροκάματο σε κάποιον άνεργο συνάδελφο ή φίλο του. Επίσης, ως θιασάρχης ελεύθερου θεάτρου πλήρωνε πάντα τις πρόβες και το φαγητό των ηθοποιών. Όταν σχεδόν κανένας άλλος επιχειρηματίας του χώρου δεν το έκανε.
Την ίδια λογική είχε και όταν διαπραγματευόταν την αμοιβή του, για τη συμμετοχή του σε μια εμπορική ταινία. Η γυναίκα του πάντα του έλεγε «πήρες λίγα». Διαπίστωση που έκανε και ο ίδιος σε συνέντευξη που έδωσε το 1993 στο περιοδικό «Ε» της Ελευθεροτυπίας. «Αισθάνομαι ότι πάντα λείπει ένα μηδενικό από την αξία μου. Στο τέλος του αριθμού της αμοιβής μου».
Η αποτυχημένη παράσταση
Το 1966 ο Ηλιόπουλος ανέβασε το θεατρικό έργο «Κονσέρτο για Τρομπόνι». Το κοινό είδε έναν άλλο ηθοποιό από αυτόν που είχε αγαπήσει. Στην παράσταση σουρεαλιστικού περιεχομένου, που έπεφτε «βαριά» για τα δεδομένα της εποχής.
Ο δημοφιλής ηθοποιός εμφανιζόταν φορώντας ξανθιά περούκα με μπούκλες. Κανείς δεν ήθελε να βλέπει αυτόν τον «διαφορετικό» Ηλιόπουλο. Η αποτυχία ήρθε άμεσα. Κάθε παράσταση πήγαινε χειρότερα από την προηγούμενη. O Ντίνος Ηλιόπουλος πλήρωνε τους ηθοποιούς και άφραγκος γυρνούσε σπίτι με τα πόδια. Είχε πλέον πτωχεύσει και η οικογένειά του υπέφερε οικονομικά. Ο ελληνικός κινηματογράφος «είχε πάρει την κάτω βόλτα». Σε κάποια μεγάλα στούντιο της εποχής δεν ήταν αρεστός. Γι’ αυτό αναγκαζόταν να παίζει στα θέατρα ακόμη δεύτερους ή τρίτους ρόλους. Δίπλα σε άγνωστες σταρλετίτσες της δεκαετίας του ’70.
Για τον μεγάλο ηθοποιό υπήρχε μόνο μια λύση. Να ξενιτευτεί στην Αμερική και τον Καναδά για να καταφέρει να «ξελασπώσει» οικονομικά. Άφησε πίσω του δύο μωρά παιδιά, τη γυναίκα, τους φίλους του. Όλα όσα είχε αγαπήσει όταν πρωτοήρθε από τη Μασσαλία στην Ελλάδα.
Με τον θίασο που σχημάτισε, έπαιξε σε 60 πολιτείες τα έργα «Θεσμοφοριάζουσες», «Ζητείται Ψεύτης», «Το Δικαστήριο των Γυναικών», «Ο Αριστοφάνης συναντά το Ζορμπά» και «Ο κόσμος ανάποδα». Στα σχεδόν δύο χρόνια που έλειψε, κατάφερε να ισορροπήσει οικονομικά.
Γυρνώντας στην Ελλάδα, συνέχισε και πάλι τη σπουδαία καριέρα του, δίπλα στα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ο άνθρωπος που χάρισε απλόχερα το γέλιο, πρωταγωνίστησε στο πιο κακόγουστο αστείο της μοίρας. Στην πτώχευσή του.
Ο θάνατός του
Απεβίωσε στις 4 Ιουνίου 2001, στην Αθήνα, μετά από μακρά νοσηλεία σε διάφορα νοσοκομεία. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στις 6 Ιουνίου 2001 στο Α΄ Νεκροταφείο και στο μνήμα του υπάρχει μια πλάκα, που γράφει κατ’ απαίτησή του: «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δεν μπορώ να σηκωθώ».
Για την μεγάλη του προσφορά στο θέατρο τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’.
Επίσης του απενεμήθη το 1999 το Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών από τον Δήμο Αθηναίων, αλλά και τιμητική πλακέτα το 2000, από τον Δήμο Πειραιά.