Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του παλιού ελληνικού Κινηματογράφου και ακόμη και σήμερα, μέσα από τις ελληνικές ταινίες που πρωταγωνιστούσε, μας χαρίζει μοναδικές στιγμές γέλιου, αφήνοντας το ανεξίτηλο σημάδι του.
Ο λάτρης του ελληνικού κινηματογράφου και συλλέκτης σπάνιων φωτογραφικών ντοκουμέντων από τη «χρυσή εποχή» του σινεμά και των πρωταγωνιστών του, Άρης Λουπάσης, μοιράστηκε στο Instagram μία φωτογραφία του Ντίνου Ηλιόπουλου από τα μαθητικά του χρόνια, όταν ακόμη ήταν μαθητής -και μάλιστα αριστούχος- στη Γαλλία.
«Ο υπέροχος Ντίνος Ηλιόπουλος στα μαθητικά του χρόνια (αριστερά) μέσα της δεκαετίας του ’20 στην Μασσαλία, όπου οι εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του οδηγούν την οικογένεια στην Νότια Γαλλία. Εκεί θα τελειώσει το Γυμνάσιο με άριστα και το ’35 θα επιστρέψει οικογενειακώς στην Ελλάδα και θα σπουδάσει οικονομικά.
Τέλη της δεκαετίας του ’30 θα υπηρετήσει στο Πεζικό (δεξιά) και μετά την απόλυση του καλείται για μετεκπαίδευση ως Ασυρματιστής Πυροβολικού για ένα μήνα. Επιστρέφει σπίτι του στις 27 Οκτωβρίου του ’40 και ξημερώματα της επόμενης μέρας οι σειρήνες του πολέμου θα τον καλέσουν για τρίτη φορά στο στρατό να υπηρετήσει την πατρίδα του. Με μεγάλη αγάπη για το θέατρο από την παιδική του ηλικία, θα δώσει εξετάσεις στο Εθνικό όπου απαγγέλωντας ένα ποίημα του Καβάφη θα απορριφθεί και θα γραφτεί στην δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη.
Η πρώτη θεατρική του εμφάνιση γίνεται το ’44 και η πρώτη κιν/φική το ’48, με μια μεγαλειώδη πορεία στην συνέχεια γεμάτη σπουδαίους ρόλους που του επιτρέπουν το ’63 στο απόγειο της καριέρας του να ηγηθεί ως θιασάρχης και παραγωγός στο θέατρο “Γκλόρια” ανεβάζοντας με επιτυχία έργα μεγάλων ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Καλοκαίρι του ’54 στην παράσταση “Ζητείται ψεύτης” θα γνωρίσει και θα παντρευτεί νεαρή θαυμάστρια του με την οποία θα χωρίσει επτά μήνες αργότερα. Το ’63 στο πρόσωπο της Αυστριακής καλλονής Χίλντεγκραντ Βίντσερ θα βρει τον μεγάλο έρωτα, ένας γάμος και δύο υπέροχες κόρες στην συνέχεια και τα ωραιότερα χρόνια της ζωής του μαζί της μέχρι το τέλος.
Η οικονομική καταστροφή που θα υποστεί το ’66 από το ανέβασμα μιας σουρεαλιστικής και προχωρημένης για την εποχή παράστασης με τίτλο “Κονσέρτο για τρομπόνι”, θα τον αναγκάσει να αφήσει για δύο χρόνια την οικογένεια του και να περιοδεύσει σε Αμερική και Καναδά για να ορθοποδήσει και με την επιστροφή του θα συνεχίσει να γράφει την δική του ιστορία.
Συγκαταλέγεται επάξια στο Πάνθεον των κορυφαίων κωμικών, με απίστευτες χορευτικές ικανότητες, φινέτσα και στυλ ευρωπαϊκών προδιαγραφών και μια φυσική ευγένεια, στοιχεία που τον κάνουν ξεχωριστό και στο είδος του απλά αξεπέραστο», έγραψε ο Άρης Λουπάσης.
Έμεινε «πανί με πανί». Το μοναδικό «περιουσιακό» του στοιχείο ήταν το σπουδαίο όνομα που είχε φτιάξει στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ταπί και ψύχραιμος ξενιτεύτηκε στην Αμερική, για να καταφέρει να ξεπληρώσει τα χρέη που είχε δημιουργήσει και τελικά τα κατάφερε.
Το 1963, ο Έλληνας «Φρεντ Αστέρ» πήρε την απόφαση να αποκτήσει δικό του θέατρο. Ήταν το «Γκλόρια», στο οποίο ήλπιζε ότι θα πραγματοποιούσε όλες τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Όμως, η σχέση του με το χρήμα ήταν τραγική, παρά το γεγονός ότι είχε σπουδάσει οικονομικά.
Έτσι, διεύθυνε το θέατρο μόνο με το φιλότιμο και όχι με οικονομικό σχεδιασμό. Για παράδειγμα, όταν ανέβαζε παραστάσεις που απαιτούσαν 5-6 ηθοποιούς, αυτός προσλάμβανε 15, ώστε να δώσει μεροκάματο σε κάποιον άνεργο συνάδελφο ή φίλο του.
Επίσης, ως θιασάρχης ελεύθερου θεάτρου, πλήρωνε πάντα τις πρόβες και το φαγητό των ηθοποιών, όταν σχεδόν κανένας άλλος επιχειρηματίας του χώρου δεν το έκανε. Την ίδια λογική είχε και όταν διαπραγματευόταν την αμοιβή του, για τη συμμετοχή του σε μια εμπορική ταινία.
Η γυναίκα του πάντα του έλεγε «πήρες λίγα», διαπίστωση που έκανε και ο ίδιος σε συνέντευξη που έδωσε το 1993 στο περιοδικό «Ε» της Ελευθεροτυπίας. «Αισθάνομαι ότι πάντα λείπει ένα μηδενικό από την αξία μου, στο τέλος του αριθμού της αμοιβής μου».
Το 1966 ο Ηλιόπουλος ανέβασε το θεατρικό έργο «Κονσέρτο για Τρομπόνι». Το κοινό είδε έναν άλλο ηθοποιό από αυτόν που είχε αγαπήσει. Στην παράσταση σουρεαλιστικού περιεχομένου, που έπεφτε «βαριά» για τα δεδομένα της εποχής, ο δημοφιλής ηθοποιός εμφανιζόταν φορώντας ξανθιά περούκα με μπούκλες. Κανείς δεν ήθελε να βλέπει αυτόν τον «διαφορετικό» Ηλιόπουλο. Η αποτυχία ήρθε άμεσα. Κάθε παράσταση πήγαινε χειρότερα από την προηγούμενη. O Ντίνος Ηλιόπουλος πλήρωνε τους ηθοποιούς και άφραγκος γυρνούσε σπίτι με τα πόδια. Είχε πλέον πτωχεύσει και η οικογένειά του υπέφερε οικονομικά. Ο ελληνικός κινηματογράφος «είχε πάρει την κάτω βόλτα» και σε κάποια μεγάλα στούντιο της εποχής δεν ήταν αρεστός. Γι’ αυτό αναγκαζόταν να παίζει στα θέατρα ακόμη δεύτερους ή τρίτους ρόλους, δίπλα σε άγνωστες σταρλετίτσες της δεκαετίας του ’70.
Για τον μεγάλο ηθοποιό υπήρχε μόνο μια λύση. Να ξενιτευτεί στην Αμερική και τον Καναδά για να καταφέρει να «ξελασπώσει» οικονομικά. Άφησε πίσω του δύο μωρά παιδιά, τη γυναίκα, τους φίλους του και όλα όσα είχε αγαπήσει όταν πρωτοήρθε από τη Μασσαλία στην Ελλάδα. Με τον θίασο που σχημάτισε, έπαιξε σε 60 πολιτείες τα έργα Θεσμοφοριάζουσες, Ζητείται Ψεύτης, Το Δικαστήριο των Γυναικών, Ο Αριστοφάνης συναντά το Ζορμπά και Ο κόσμος ανάποδα. Στα σχεδόν δύο χρόνια που έλειψε, κατάφερε να ισορροπήσει οικονομικά.
Γυρνώντας στην Ελλάδα, συνέχισε και πάλι τη σπουδαία καριέρα του, δίπλα στα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ο άνθρωπος που χάρισε απλόχερα το γέλιο, πρωταγωνίστησε στο πιο κακόγουστο αστείο της μοίρας. Στην πτώχευσή του.