Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου. Γνωστός και με το παρατσούκλι Ψαρόνικος, ή “Αρχάγγελος της Κρήτης” έκανε σπουδαία καριέρα.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Ήταν ένας λαμπρός λυράρης και τραγουδιστής αλλά έφυγε σε ηλικία μόλις 44 ετών, χτυπημένος από τον καρκίνο.
Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι Γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν.
Οι κάτοικοι του εν λόγω χωριού εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.
Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.
Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του. Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη.
Το 1953 ο 17χρονος Νίκος αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο. Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρά του. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.
Σε μια αποκριάτικη γιορτή ο Νίκος Ξυλούρης βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Ουρανία για να δείξει την ανταπόκριση της στα επίμονα βλέμματα του Νίκου ήταν να χορεύει ασταμάτητα υπό τους ήχους της λύρας του. Αν και η νεαρή κοπέλα γοητεύτηκε από τον Ξυλούρη, ανάμεσα τους υπήρχε ένα μεγάλο εμπόδιο. Το επάγγελμα του λυράρη τότε ήταν υποτιμημένο και τα κέρδη ελάχιστα. Ο Ξυλούρης ήταν φτωχός και η κοπέλα από ευκατάστατη οικογένεια. Το χάσμα φαινόταν αγεφύρωτο, αλλά ο Ξυλούρης δεν το έβαλε κάτω. Επί δύο χρόνια πολιορκούσε την Ουρανία με το μοναδικό μέσο που είχε. Την καντάδα.
Αν και ο νεαρός εκφραζόταν καλύτερα με μαντινάδες, όταν συνάντησε τυχαία στο δρόμο την κοπέλα, της εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Η ανταπόκριση της κοπέλας ήταν άμεση, αλλά το πρόβλημα που τους χώριζε, παρέμενε άλυτο. Τότε ο νεαρός λυράρης αποφάσισε να ακολουθήσει μια συνήθη για την εποχή τακτική. Να την «κλέψει». Η Ουρανία άφησε ένα γράμμα στους δικούς της για να μην ανησυχούν και στις 21 Μάιου του 1958 έφυγε με τον αγαπημένο της. Η κ. Ουρανία θυμάται μέχρι σήμερα την ημερομηνία εκείνη, καθώς την επόμενη μέρα το «παράνομο» ζευγάρι παντρεύτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ξυλούρη, στα Ανώγεια.
Ο γάμος έγινε με δυσκολία, καθώς ακόμα και ο παπάς σεβόμενος τα αυστηρά ήθη της εποχής, δεν ήθελε στην αρχή να ευλογήσει τον «παράνομο» γάμο. Οι δύο νέοι με την πράξη τους δεν είχαν προσβάλει μόνο την οικογένεια της Ουρανίας, αλλά και ολόκληρη την τοπική κοινωνία του Βενεράτου.
Ο έρωτας όμως του ζευγαριού ήταν τόσο δυνατός, ώστε μετά από λίγο καιρό πείστηκαν ακόμα και οι πιο δύσπιστοι. Ο πατέρας της Ουρανίας υπέγραψε τα χαρτιά του γάμου, δίνοντας επίσημα τη συγκατάθεσή του. Παρότι υπέγραψε, συνέχισε να μη μιλάει στην κόρη του και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αποκατασταθεί η σχέση τους….
Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ.
Στο μεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται. Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες μέρες.
Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 1969 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει την πρώτη δοκιμαστική εμφάνισή του στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι», και ο κόσμος τον αποθεώνει. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ένα από εκείνα τα βράδια, επισκέπτεται το μαγαζί ο σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός. Γνωρίζονται και γίνονται αχώριστοι φίλοι.
Ο Θαλασσινός μιλάει γι’ αυτόν στον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μία ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος – αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης, για τον οποίο βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ «Λήδρα» στην πλάκα.
Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης… «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»).
Το καλοκαίρι του 1973 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει το ντεμπούτο του στο σανίδι. Κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον», με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα, που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επίσημες παρουσίες στο χώρο, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Τώρα λέει και πάλι «τραγούδια ζωής». Όμως, η ζωή του επιφυλάσσει μία δυσάρεστη έκπληξη…
Το 1979 είναι μια δύσκολη χρονιά για τον Νίκο Ξυλούρη. Αν και η καριέρα του βρίσκεται στο απόγειό της, ο ίδιος υποφέρει από έντονους πόνους στο κεφάλι και στο θώρακα. Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη και εισάγεται για εξετάσεις στο Memorial Hospital, όπου διαπιστώνεται ότι πάσχει από καρκίνο. Έπειτα από πολλαπλές εγχειρήσεις επιστρέφει στο σπίτι ενός φίλου του στο Πόρτο Ράφτη και προσπαθεί να νικήσει την επάρατο νόσο.
Την Τετάρτη, 6 Φεβρουαρίου του 1980, μπαίνει στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς για νέες εξετάσεις. Την επόμενη μέρα, όμως, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται και το βράδυ της Πέμπτης πέφτει σε κώμα. Οι γιατροί κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά όλα είναι μάταια. Τα χαράματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου φεύγει για πάντα από κοντά μας. Το τραγούδι που κάποτε τραγούδησε βγήκε αληθινό…
Μια μέρα, μια Παρασκευή
θα πέσω να πεθάνω
και μια Λαμπρή θ αναστηθώ
από το χώμα απάνω.
Στις 9 Φεβρουαρίου χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, αποχαιρετούν τον «Αρχάγγελο της Κρήτη» με δάκρυα στα μάτια και τραγουδούν:
Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά
και ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά…
Είπαν γι’ αυτόν
“Τώρα που η φυσική και επιβλητική παρουσία του Ξυλούρη έφυγε από κοντά μας μπορούμε να εκτιμήσουμε την ανθρωπιά του. Σε μια εποχή που η “επιστροφή στις ρίζες” του δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού χρησίμευε σαν άλλοθι για μια ύποπτη γραφικότητα και μια εύκολη λαϊκότητα, ο τραγουδιστής της Κρήτης μας δίδαξε την λιτότητα και την απλότητα του πραγματικού λαϊκού ανθρώπου. Ας τον χαιρετίσουμε λοιπόν απλά και λιτά όλοι εμείς που ξέρουμε ότι η φωνή του δεν θα πάψει ποτέ να μας συντροφέψει”.
“Είμαστε μαζί από παιδιά, στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο σχολειό. Μαζί κάναμε τα πρώτα βήματα στα σοκάκια του Κάστρου. Σαν γίναμε παλικάρια εκείνος ήταν ο αρχηγός στις νυχτερινές μας καντάδες κάτω από τα κλειστά παράθυρα των κοριτσιών. Ήμουν δίπλα του στα πρώτα βήματα της καριέρας του. Στις πρώτες του δειλές εμφανίσεις στα κέντρα της Αθήνας και έπειτα στις μπουάτ της Πλάκας. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο του δοκιμαστικό συμβόλαιο για 40 μέρες στην “Λήδρα” και την επιτυχία του στην άγνωστη μέχρι εκείνη την ώρα γι’ αυτόν δουλειά. Θυμάμαι τη συναυλία στο “Σπόρτιγκ” που έδωσε ο σύλλογος Κρητών το Μάιο του ’72 και τον Νίκο να τραγουδά την Ξαστεριά και να δακρύζει . Δεν είχε εχθρούς, είχε μόνο φίλους. Δεν θύμωνε ποτέ, γελούσε πάντα . Το τελευταίο μας γλέντι έγινε το καλοκαίρι του ’78, σε ένα γάμο στ’ Ανώγεια. Εκεί έπαιξε την τελευταία του “κοντυλιά” και εγώ χόρεψα”.
“Ο θάνατος του ήταν μεγάλη απώλεια για την ελληνική μουσική και την Κρήτη”.
“Για μένα ήταν η πιο αντιπροσωπευτική ελληνική φωνή. Η φωνή του χαρακτήριζε τη φυλή μας. Ήταν από τους πιο καλούς ανθρώπους στο επάγγελμα. Πιστεύω ότι θ’ αφήσει δυσαναπλήρωτο κενό και ότι θα περάσουν πολλές γενιές για να ξαναβγεί μια τέτοια φωνή”.
“Για μένα άνοιγε το στόμα του και τραγουδούσε η Ελλάδα. Ο χαμός του δεν είναι χαμός του τροβαδούρου, αλλά ενός συμβόλου”.
” Ήταν η προσωποποίηση της αγνής έκφρασης στο τραγούδι. Η φωνή του ήταν ένα τραγούδι ακόμα κι όταν μιλούσε. Υπήρξε λεβέντης. Κρητικός και στην τέχνη του και στην καρδία και στο ήθος”.
“Μέχρι τον τελευταίο χρόνο δουλεύαμε μαζί. Οι σχέσεις μας δεν ήταν εκείνες οι τυπικές των συνεργατών. Ο Νίκος ήθελε ν’ ανοίγει το σπίτι του και την αγκαλιά του σε φίλους και συνεργάτες σα γνήσιος Κρητικός. Ήταν πάνω απ’ όλα άνθρωπος, το σπιτικό του δεν θύμιζε ποτέ “σπίτι φιρμάδικο” , κάτι πολύ συνηθισμένο στις μέρες μας. Δεν είδε ποτέ τον εαυτό του σα βεντέτα, τον ενδιέφερε μόνο η σωστή δουλειά. Ο Νίκος Ξυλούρης δεν είχε μόνο μια σπουδαία φωνή, αλλά κι ένα μοναδικό ένστικτο για να δίνει την σωστότερη ερμηνεία. Πάντα έλεγε : “Πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε για να μη χαθεί το ελληνικό τραγούδι”. Χάνοντας τον Νίκο Ξυλούρη, χάσαμε τον πιο σημαντικό πρεσβευτή του ελληνικού τραγουδιού”.
“Χάθηκε ένας πολύ μεγάλος τραγουδιστής κι ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Ήταν λεβέντης σε όλα του ο Νίκος, ο φιλαράκος με την πιο γλυκιά καρδιά του κόσμου”.
“Δεν τον γνώριζα προσωπικά, όμως έχω ακούσει ωραία λόγια γι’ αυτόν. Πάντως είναι ένας συνάδελφος που αφήνει κενό πίσω του”.
“Δεν υπήρξα φίλη του Νίκου αλλά είχαμε συνεργαστεί αρκετές φορές. Είναι κάπως δύσκολο να μιλήσω με δυο λόγια για τον καλλιτέχνη και κυρίως για τον άνθρωπο Ξυλούρη. Ήταν ευθύς, γνήσιος , με λίγα λόγια αυτό που λέμε “λεβέντης”. Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα από τον Νίκο είναι το μόνιμο χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και την έξυπνη ματιά του. Δεν νομίζω ότι το ελληνικό τραγούδι θα ξαναγεννήσει έναν Ξυλούρη”.
“Ο θάνατος του μ’ έχει συγκλονίσει. Φίλος καλός κι ακόμα πιο καλός συνεργάτης ήταν ο Νίκος Ξυλούρης. Η εντελώς ιδιότυπη φωνή του άφησε τη σφραγίδα της στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ όλες τις συνεργασίες που είχαμε, είτε στην Αθήνα είτε σε περιοδείες, ο Νίκος ήταν κάτι περισσότερο από καλός συνάδελφος, ήταν ένας λεβέντης. Θα τον έχω για πάντα στ’ αυτιά μου και στη καρδιά μου”.
“Ήταν από τα ωραιότερα και τα πιο αγνά πλάσματα που έχω συναντήσει . Όσο καθάρια και όσο συγκλονιστική ήταν η φωνή του, άλλο τόσο ήταν και στη ζωή του γνήσιος και καθάριος. Ήταν σαν αρχάγγελος. Κι ίσως γι’ αυτό πέθανε τόσο νέος. Κι εγώ κι ο Κώστας θυμόμαστε πάντα την συνεργασία μας και τώρα θα τη θυμόμαστε με περισσότερη συγκίνηση”.
“Ο θάνατος του Νίκου δεν μας βρήκε απροετοίμαστους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ο πόνος μας είναι μικρότερος. Όσοι το γνωρίσανε και περισσότερο όσοι δουλέψανε μαζί του ξέρουνε ότι σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος είναι αναντικατάστατος”.
“Χάθηκε το παλικάρι με τη φωνή, το ήθος και τη λεβεντιά. Κάτι τέτοιες στιγμές αναλογίζομαι πόσο άδικος είναι ο Θεός”.
“Όταν μιλάει κανείς για τον Ξυλούρη δεν μπορεί να μη θυμηθεί το χαμόγελο και τη μεγάλη του καρδιά. Είχε μια απλή λεβεντιά που δύσκολα πια συναντάς. Δίκαια οι Κρητικοί ένιωθαν περήφανοι γι’ αυτόν”.
“Τον θαύμαζα γιατί ήταν ένας καλός κρητικός, ένας θαυμάσιος τραγουδιστής. Λυπάμαι βαθιά που χάθηκε”.
“Ήταν ο καλλιτέχνης που άφησε τη δική του σφραγίδα όχι μόνο σαν τραγουδιστής αλλά και σαν άνθρωπος”.