O Νίκος Σταυρίδης γεννήθηκε το 1910 στο Βαθύ της Σάμου. Από μικρός έδειξε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του και ασχολήθηκε νωρίς με την υποκριτική.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Ο «πονηρός Σαμιώτης» όπως αποκαλούσε χιουμοριστικά τον εαυτό του, ο ηθοποιός, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα καλλιτέχνη που μπήκε στο χώρο του θεάματος τυχαία, ψάχνοντας λίγα χρήματα παραπάνω, μαγεύτηκε από το μεγαλείο της σκηνής και κατάφερε να κατακτήσει τα όνειρά του.
Ο δρόμος προς την επιτυχία δεν ήταν από την αρχή στρωμένος με ροδοπέταλα για τον Νίκο Σταυρίδη. Ο άγνωστος ακόμη ηθοποιός έψαχνε δουλειά στο θέατρο κι έλεγε τραγούδια.
Τον έβαλαν να κάνει νούμερο με την Κούλα Γκιουζέπε στο θέατρο Έντεν του Θησείου, αλλά είχε αποτυχία. Απογοητευμένος παίρνει ένα μπουκάλι ούζο και ανεβαίνει στην Ακρόπολη για να αυτοκτονήσει. Όμως, το ποτό έχει και τις ευεργετικές του ιδιότητες. Μεθά και ξεχνά το «απονενοημένο διάβημα».
Το 1939 ο Νίκος Σταυρίδης ασχολήθηκε με την οπερέτα και στη συνέχεια με την επιθεώρηση. Αγαπούσε τα ταξίδια και έκανε τακτικά περιοδείες στο εξωτερικό. Για πάνω από μια δεκαπενταετία, στα χρόνια 1942 – 1958 σχημάτισε θιάσους σε συνεργασία με γνωστούς ηθοποιούς, όπως οι αδερφές Καλουτά, η Μαρίκα Νέζερ, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και η Ρένα Βλαχοπούλου. Συμμετείχε σε πάνω από 100 θεατρικές παραστάσεις με πιο επιτυχημένες επιτυχημένες τις Η Αυτού Εξοχότης… Εγώ, Εκατό Χιλιάδες Δολάρια, Δέκα Μέρες στο Παρίσι και Ο Ηλίας του 16ου.
Περισσότερο θεατρικός ηθοποιός, καταπιάστηκε με τον κινηματογράφο σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη έκανε με την κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου Έλα στο Θείο (1950), σε παραγωγή Φίνος Φιλμ.
Έως το 1972 συμμετείχε σε περισσότερες από 120 ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν: Η Ωραία των Αθηνών (1954), Οι παπατζήδες (1954), Γραφείο συνοικεσίων (1956), Μπαρμπαγιάννης ο Κανατάς (1957), Η Φτώχεια Θέλει Καλοπέραση (1958), Τα κίτρινα γάντια (1960), Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα (1960), Σταμάτης και Γρηγόρης (1962), Η Αθήνα την νύχτα (1962), Κορόιδο Γαμπρέ (1962), Ζητείται τίμιος (1963), Ο αδελφός μου ο τροχονόμος (1963), Ψυχραιμία Ναπολέων (1968), Ξύπνα καημένε Περικλή (1969), Ο άνθρωπος ρολόι (1972).
Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν απλός, προσιτός και φανατικός Ολυμπιακός. Προτιμούσε να βλέπει τις ταινίες του σε θερινά σινεμά ανάμεσα στο κοινό, παρά να παρευρίσκεται στις επίσημες πρεμιέρες.
Ο Νίκος Σταυρίδης έχασε τους γονείς και τον αδερφό του, ο οποίος πέθανε στην αγκαλιά της μητέρας τους. Όταν πληροφορήθηκε για τον θάνατο του πατέρα του ήταν σε περιοδεία και πρόλαβε οριακά να τον αποχαιρετήσει. «Ο φοβερός… νόμος του θεάτρου, σ’ αυτό το θέμα, δεν υπάρχει σε κανένα άλλο επάγγελμα», έλεγε. Μια ακόμα απώλεια σημάδεψε την ζωή του.
Ο θάνατος της 27χρονης, πρώτης συζύγου του, Ντόρας Καριώτου, τον στιγμάτισε. Ήταν μια νέα ηθοποιός, με ταλέντο. Μόλις παντρεύτηκαν ανακάλυψαν ότι έχει όγκο στο κεφάλι. Πήγε στο εξωτερικό για θεραπείες, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.
Ο ίδιος θυμόταν τις στιγμές και την δύναμη που έπρεπε να δείξει πάνω στη σκηνή: «Πέθανε στην Αγγλία, μετά από μία εγχείρηση όγκου στο κεφάλι, είχε πει. Εγώ γύρισα στη Θεσσαλονίκη σωστό ράκος. Έπαιζα τότε στο Μετροπόλ. Βγήκα στη σκηνή. Το θέατρο ήταν κατάμεστο. Το γεγονός του θανάτου της γυναίκας μου είχε μαθευτεί. Ξαφνικά την είδα σαν όραμα μπροστά μου. Έχασα τα λόγια μου. Στην πλατεία φάνηκαν τα πρώτα μαντίλια που σφούγγιζαν κλαμένα μάτια. Έπαιζα κωμωδία και αντί να γελάει ο κόσμος, έκλαιγε, και μάλιστα με λυγμούς….
Ο Νίκος Σταυρίδης μετά το χαμό της πρώτης του συζύγου παντρεύτηκε άλλες δυο φορές και απέκτησε μια κόρη που λάτρευε, τη Δανάη. Γηροκομήθηκε τελικά από την Μαρίνα Παυλίδη, κόρη της τελευταίας του συντρόφου, στο σπίτι του στη Κάτω Κηφισιά έχοντας σαν εγγονάκια του τα 2 παιδιά της Μαρίνας…
Σε συνέντευξη που είχε δώσει στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» είχε αποκαλύψει ότι η αποχώρηση του από τη σκηνή θα σήμαινε και το τέλος της ζωής του. Η κατώτερη σύνταξη που του αναλογούσε ήταν 7.000 δραχμές. «Δεν θέλω σύνταξη παρηγοριάς. Προτιμώ να πεθάνω, πριν αναγκαστώ να πάρω αυτά τα χρήματα. Θα είναι μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Δεν θα μπορέσω να ζήσω», έλεγε στη δημοσιογράφο, Μαίρη Παραπονιάρη.
Παραδέχτηκε με πικρία ότι παρά το έργο που προσέφερε, δεν ανήκε στους καλά αμειβόμενους ηθοποιούς. Από την συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1978 περιέγραψε την συνεχή ανταπόκριση του κόσμου που του έδινε κουράγιο να συνεχίσει. «Δεν με αφήνουν να πληρώσω εισιτήριο στο τρόλεϊ. Οι ταξιτζήδες δεν μου παίρνουν λεφτά. Συγκινούμαι με τον τρόπο που ο κόσμος μου δείχνει την αγάπη του». Ο Σταυρίδης θέλησε να φύγει από την σκηνή πριν ξεθωριάσει η εικόνα του. Όπως είπε πήρε την απόφαση της αποχώρησης για να μην ακούσει την έκφραση «ο καημένος»….
Πέθανε σε ηλικία 77 ετών, στη γενέτειρά του τη Σάμο, στις 12 Δεκεμβρίου του 1987 και κηδεύτηκε δύο μέρες αργότερα στην Κηφισιά.