Ο Νίκος Κούνδουρος ήταν Έλληνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μοντέρ, θεωρούμενος ευρέως ως μία από τις σπουδαιότερες μορφές του ελληνικού κινηματογράφου.Φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθως σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948.
Της: Έπη Τρίμη
Καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια της Κρήτης και ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου, ο οποίος χρημάτισε Υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1926 στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του, προκειμένου να μην πολιτογραφηθεί Αθηναίος, τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Νίκος Κούνδουρος εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και πολέμησε στα Δεκεμβριανά στον λόχο σπουδαστών «Λόρδος Βύρων». Μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του.
Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Σε μια καριέρα που διήρκεσε περισσότερα από πενήντα χρόνια, ο Κούνδουρος σκηνοθέτησε δώδεκα κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Νίκος Κούνδουρος αντιπροσώπευσε τον ελληνικό κινηματογράφο πολλές φορές στο εξωτερικό όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1956,στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958, 1963 και 1967. Έχει επίσης τιμηθεί με το Πρώτο Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και Βερολίνου το 1963 για την ταινία Μικρές Αφροδίτες.
Τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία του Το ποτάμι το 1959 και την ταινία του 1922 το 1978. Ειδικότερα, η ταινία 1922 απέσπασε εννέα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1978 (α’ καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, α’ γυναικείου ρόλου, β’ ανδρικού ρόλου, σκηνογραφίας, τιμητική διάκριση ερμηνείας, τιμητική διάκριση για το μακιγιάζ και ΕΚΚ σεναρίου) ενώ το 1982 η ίδια ταινία απέσπασε τα βραβεία καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κέιπ Τάουν. Για την ταινία Μικρές Αφροδίτες τιμήθηκε και με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του 1982. Η δε ταινία του Ο Δράκος χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία στη δεκαετία του 1950–1960. Τόσο η ελληνική όσο και η γαλλική και αγγλική τηλεόραση έχουν προβάλει κατ’ επανάληψη ταινίες του Κούνδουρου. Σημειώνεται επίσης πως αντίγραφα (κόπιες) πολλών ταινιών του βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη καθώς και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Επιπλέον, έχουν κατά καιρούς εκδοθεί αρκετά ημερολόγια και αυτοβιογραφικά βιβλία του, όπως επίσης και ο θεατρικός μονόλογος Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου.
Το 2009 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα».Άλλοτε σε πρώτο ενικό κι άλλοτε αποστασιοποιημένος σαν παρατηρητής ανατρέχει σε μνήμες εξήντα χρόνων και εξιστορεί με κινηματογραφικό μοντάζ το παραμύθιi της ζωής του.
«Η μνήμη, χαλαρή, κάνει τα πάντα να σμίγουν σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα. Αφήνω μια εικόνα και πιάνω μιαν άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης που οι τραγουδιστάδες δε λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο, γιατί κάθε τέλος σέρνει μαζί του θλίψη. Τις αγάπες, τους έρωτες, τα πείσματα, τις προδοσίες, τους φίλους, τους φόβους. Και τέλος το θάνατο. Το θάνατο των άλλων και το θάνατο το δικό σου».
Σε ένα απόσπασμα στο βιβλίο του λέει ο Νίκος Κούνδουρος: “Η μάνα μου η συχωρεμένη δεν πέθανε κι ας με συγχωρήσει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος αν υπάρχει”. Δηλαδή, η μάνα του που έχει πεθάνει εδώ και 50 χρόνια δεν πέθανε και ο Θεός μπορεί και να μην υπάρχει. Οι αντιφάσεις αυτές ήταν μέρος της καθημερινής μας ζωής. Δεν θέλαμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα. Με το ίδιο θράσος που υποστηρίζαμε κάτι σήμερα, αύριο μπορεί να υποστηρίζαμε το αντίθετο. Αυτό δεν το κάναμε όμως από μαγκιά. Το κάναμε για να βρούμε την αλήθεια. Με τη βεβαιότητα που υποστηρίζαμε το ένα, με την ίδια υποστηρίζαμε και το άλλο. Και όχι από δειλία, έχει σημασία αυτό. Ήταν ένα κουβεντολόι, μία έρευνα. Πέρναγε έξω από τα ξωκλήσια και έλεγε “Θεέ, άμα σε πετύχω θα σε γα….” και έκανε τον σταυρό του. Έλεγες, τι γίνεται εδώ; Έμπαινε μέσα, τα καθάριζε, σκούπιζε, άναβε τα καντήλια. Και το μπινελίκι, μπινελίκι. Είχε μια σχέση πολύ φιλική με το Θεό. Όπως και με τους ανθρώπους· αν σε πήγαινε, ήταν πολύ εγκάρδιος και ανοιχτοχέρης”.
Οι ιδιωτικές επιστολές, πόσο μάλλον οι ερωτικές, υποτίθεται πως δεν προορίζονται για ξένα μάτια. Κι όμως, τα «Γράμματα από την Κριμαία» που έλαβε από τον Νίκο Κούνδουρο η γυναίκα του, η Σωτηρία Ματζίρη, την εποχή των γυρισμάτων του «Μπάιρον», το 1991, βρίσκονται σήμερα σε κοινή θέα (εκδ. Άγρα), κι όσο πληθωρικά κι αν είναι σε τρυφερές εξομολογήσεις, δεν νιώθεις στιγμή πως κοιτάζεις μέσα από κλειδαρότρυπα. Διαβάζοντάς τα, γίνεσαι μάρτυρας κοσμοϊστορικών γεγονότων –γράφονταν πάνω που η ΕΣΣΔ κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος–, παρακολουθείς από τα μέσα τις δυσκολίες αλλά και την ανάταση που προσφέρουν το καλλιτεχνικό όραμα και η συλλογική δουλειά, κι εκεί που νόμιζες πως ήξερες τα πάντα γι’ αυτό τον ξεχωριστό σκηνοθέτη, ανακαλύπτεις πλευρές του που δεν υποψιαζόσουν καν. Το «μονόπλευρο κουβεντολόι» του 65χρονου τότε Κούνδουρου προς τη νεαρή θεατρική κριτικό, με την οποία συμπορευόταν ήδη έντεκα χρόνια, ξεκινάει στις 6 Αυγούστου του ’91, την πρώτη κιόλας «από τις εκατόν δέκα μέρες κι άλλες τόσες νύχτες» που θα περνούσε με το συνεργείο του στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση.
Ο Νίκος Κούνδουρος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου του 2017. Να σημειωθεί πως το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα.
Ανήσυχος, ασυμβίβαστος, με εικαστικό ταλέντο και γνώσεις, έντονη και εκρηκτική προσωπικότητα, ο Νίκος Κούνδουρος εγκαινίασε ένα καινούργιο στιλ ποιότητας και πλαστικότητας στον χώρο. Οι ταινίες του αποτελούν σπουδαία παρακαταθήκη, ενώ βρίσκονται σήμερα σε κινηματογραφικά μουσεία και ταινιοθήκες της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ ο ίδιος εκτιμήθηκε διεθνώς από ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Πηγές: wikipedia |tvxs.gr | Lifo|