nikos-antonakos-to-pseydonymo-o-megalos-kaimos-i-anakopi-to-telos-sto-asthenoforo-kai-i-politiki-kideia-14003
19:40

Νίκος Αντωνάκος: Το ψευδώνυμο, ο μεγάλος καημός, η ανακοπή, το τέλος στο ασθενοφόρο και η πολιτική κηδεία

19:40
Newsroom

Ο Νίκος Αντωνάκος γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Το πραγματικό όνομα της οικογένειάς του δεν ήταν Αντωνάκος, αλλά αυτό ήταν ένα ψευδώνυμο που διάλεξε ο πατέρας του όταν ήθελε να αλλάξει το επίθετό του.

Της: Έπη Τρίμη

Advertisement

Εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Τ΄ αστέρια δεν φάνηκαν» και το μυθιστόρημα «Δεξιότερα της δεξιάς», το οποίο έγινε κινηματογραφική ταινία και «Η Ακτή του Ραζλίφ». Έγραψε πολλά σενάρια για τον κινηματογράφο, για ντοκιμαντέρ και για την τηλεόραση. Συνεργάστηκε ως πολιτικός συντάκτης σε εφημερίδες του Λονδίνου.

Η αρθρογράφηση

Ο Νίκος Αντωνάκος υπήρξε ανταποκριτής του «Ριζοσπάστη» στη Μ. Βρετανία και συνέχισε ως αρθρογράφος στην ίδια εφημερίδα. Κείμενά του, κριτικές, διηγήματα δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες. Έγραψε και σκηνοθέτησε την τηλεοπτική εκπομπή «Τέχνη και Πολιτισμός», καθώς και τη θεατροποιημένη τριλογία «Η ζωή, ο Έρωτας και ο Θάνατος». Σκηνοθέτησε δύο ταινίες μεγάλου μήκους, «Το Ράλι του Θανάτου» και «Δεξιότερα της δεξιάς».

Advertisement

Advertisement

Τα θεατρικά κείμενα

Για το θέατρο ο Νίκος Αντωνάκος  έγραψε τα κείμενα και σκηνοθέτησε: «Η ζωή, ο Έρωτας, ο Θάνατος», τριλογία με τα μπαλέτα της Κένυα. Αφηγητής ο Μάνος Κατράκης. Εικαστικό Δρώμενο «Θεατρικός Λόγος και εικαστική παρέμβαση». Για την τηλεόραση: «Η ΕΡΤ στη Βόρεια Ελλάδα», «Η Έρευνα», «Πορτρέτα Ασήμων Ανθρώπων», «Άνθρωποι και Επαγγέλματα», τα σήριαλ «Ντόκτορ τικ», «Ο Δεύτερος άνθρωπος», κ.ά. Συμμετοχές σε φεστιβάλ: Βερολίνο, Βαλέντσια, Κωνσταντινούπολη, Κάιρο, Μόσχα, Βανκούβερ κ.ά. Βραβεία: Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Φεστιβάλ Μεσογειακού κινηματογράφου της Βαλέντσια. Σενάρια για τον κινηματογράφο: «Δεξιότερα της Δεξιάς», «Αγωνία», «Ο Σταύρος είναι πονηρός», «Το Τελευταίο Αντίο», «Μείνε Κοντά μου αγαπημένε», «Μάρα η Τσιγγάνα», «Η Θυρωρίνα», «Ερασιτεχνικό Θέατρο», «Αδελφοί Μανάκια», «Απολογία» κ.ά.

Διατέλεσε Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών και μέλος του ΔΣ για περισσότερο από 10 χρόνια. Μέλος της Διοίκησης και της Εκτελεστικής Γραμματείας της Ομοσπονδίας Ευρωπαίων Σκηνοθετών «FERA». Μέλος της Διοίκησης και του Εκτελεστικού Γραφείου της Διοίκησης της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Εργαζομένων στα Οπτικοακουστικά Μέσα «FISTAV». Μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κινηματογραφίας (2 θητείες), μέλος του ΔΣ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (2 θητείες). Άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες: Αντιπρόεδρος της Κίνησης των Διανοουμένων και καλλιτεχνών για την Ειρήνη και τον Πολιτισμό, Μέλος του ΔΣ του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου της Αθήνας, Συντονιστής της «Παν-καλλιτεχνικής Κίνησης».

Advertisement

Το χιούμορ του ήταν δύσκολο να το καταλάβεις και πολύ εύκολα μπορούσες να τον παρεξηγήσεις

Αν όμως έμπαινες στον κόπο να διερευνήσεις το λόγο του τότε διασκέδαζες μαζί του. Αυτό ήθελε και αυτός: να μελετά ο συνομιλητής του το Νίκο Αντωνάκο σα μια ξεχωριστή περίπτωση και όχι σα μια συνηθισμένη κοινωνική επαφή, όπως ακριβώς έκανε και ο ίδιος σε όλα του τα έργα. Κατά συνέπεια όσοι είχαμε την τύχη να μιλούμε μαζί του, είτε στις δημοσιογραφικές προβολές είτε στα Φεστιβάλ, τρέφαμε για αυτόν σεβασμό και συμπάθεια, έχοντας την αίσθηση ότι τον ξέραμε για χρόνια, από την παιδική μας ηλικία.

Το πιο δύσκολο ήταν να τσακωθείς με το Νίκο. Να του κρατήσεις κακία. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα έπρεπε να σκοτώσεις το παιδί που υπήρχε μέσα του, να πνίξεις το διανοούμενο που είχες απέναντί σου. Το πιο γόνιμο ήταν να μιλάς και να αντιπαραθέτεις απόψεις, να συγκρούεσαι και να αναπτύξεις, τελικά, τις δικές σου ιδέες. Έτσι έμπαινες σε ένα όμορφο ταξίδι στο πεδίο του πολιτισμού και της διανόησης και έβγαινες νικητής, καταρρίπτοντας το παλιό, δημιουργώντας με βάση αυτό το καινούργιο. Πάντα είχα το δικό μου προσωπικό χώρο όταν μίλαγα μαζί του. Αυτό το χώρο που μου προσέφερε στη συζήτηση, αφού τα «πρέπει» είχαν ελαχιστοποιηθεί, κρατούσε μόνο όσα ήταν απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία του σαν κομματικό στέλεχος του ΚΚΕ, επί σειρά ετών, μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του, είχε γράψει ο Γιάννης Φραγκούλης.

Advertisement

Ο καημός και  ανακοπή

Ο Νίκος Αντωνάκος έφυγε με τον καημό ότι δεν μπόρεσε να πάρει έγκριση από το Κέντρο Κινηματογράφου για μια καινούρια ταινία, με τίτλο “Για πιάνο και ορχήστρα” και έτσι διερευνούσε την αγορά και τις δυνατότητες, σε Ελλάδα και εξωτερικό, για να την βγάλει, ενώ παράλληλα, επιμελούνταν την έκδοση του τρίτου βιβλίου του “Ιστορίες της Κυριακής” (πολιτικά κείμενα – 2 τόμοι), με τα άρθρα του στον Κυριακάτικο Ρίζο, καθώς και το μυθιστόρημα που ήταν ομότιτλο με την ταινία που ετοίμαζε.

Την Πέμπτη 2 Απριλίου 2009 είχε αισθανθεί μια αδιαθεσία και δύσπνοια. Είχε κάνει παλιότερα μια εγχείρηση bypass στη καρδιά, στην Αμερική. Πρόσεχε τον εαυτό του, ήταν απρόσεχτος όταν ήθελε να προσφέρει.

Ο θάνατος τον βρήκε πρόωρα, στις 3 Απριλίου του 2009, μόλις δύο μήνες πριν κλείσει τα 67 του χρόνια, ενώ μιλούσε σε μια εκδήλωση της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών, σε ένα αφιέρωμα για το Γιάννη Ρίτσο. Ενώ βρισκόταν στο βήμα και διάβαζε την ομιλία του, αισθάνθηκε ξαφνική αδιαθεσία και κάθισε σε μια καρέκλα, ενώ ζήτησε από τη σύντροφό του να συνεχίσει εκείνη την ανάγνωση από το κείμενο. Η δυσφορία όμως εντάθηκε και τελικά εξέπνευσε στο ασθενοφόρο, από ανακοπή καρδιάς, κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο.

Η κεντρική αίθουσα της ΕΕΣ φέρει πλέον το όνομά του και μια καλαίσθητη πλακέτα προς τιμήν του. Ενώ η Ιωάννα Καρατζαφέρη έγραψε για αυτόν:

«Ήθελε να μείνει αμόλυντος. Όχι καθαρός για τον άλλον κόσμο. Αλλά γι’ αυτόν, τον επίγειο που μέσα του ζούσε και συναναστρεφότανε με τους ανθρώπους (…) για τον Νίκο ο διασκεδαστικός κινηματογράφος ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό που εκείνος είχε σαν προορισμό αυτής της τέχνης: την προτιμούσε σαν σκαπτικό εργαλείο που φτάνει ως τα θεμέλια της κοινωνίας»…

Η πολιτική του κηδεία έγινε στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας με την παρουσία συντρόφων, ομοϊδεατών, συναδέλφων, αναγνωστών, φίλων και άλλων με τη συνοδεία μουσικής Μπετόβεν.

Όσο κλισέ κι αν ακούγεται η φράση “άφησε δυσαναπλήρωτο κενό”, στην περίπτωσή του ίσχυε απόλυτα. Εξάλλου ο ίδιος απεχθανόταν τα κλισέ και φρόντιζε να το αποδεικνύει με τον ιδιαίτερο κι αντισυμβατικό λόγο του…