Ο Νικόλας Άσιμος υπήρξε ένας ιδιαίτερος καλλιτέχνης και μια αντισυμβατική προσωπικότητα, που έγραψε τη δική του παράξενη ιστορία στο πέρασμα των χρόνων.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Τον αποκάλεσαν “Άγιο των Εξαρχείων”, “Ποιητή των Εξαρχείων” ή ακόμα και “Τρελό των Εξαρχείων”, ακριβώς λόγω της έντονης δράσης του στην περιοχή, που ήταν και εξακολουθεί να είναι σήμα κατατεθέν.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου ο Νικόλας έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το σχολείο. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965, καθώς και στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, του έγινε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Κοζάνης, αλλά τελικά η συμφωνία ναυάγησε.
Στα δεκαοχτώ του έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Αρχικός στόχος του ήταν να περάσει στο τμήμα δημοσιογραφίας, την οποία άσκησε ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Σε κάποιο άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος κι έκτοτε το καθιέρωσε. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έφτιαξε ένα φοιτητικό θεατρικό εργαστήρι, παίζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο.
Αυτοδίδακτος μουσικός, άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ. Ανυπότακτος, αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις της λογοκρισίας για τα τραγούδια του και τα λεγόμενά του. Συνελήφθη και κρατήθηκε στην Ασφάλεια. Όταν τον άφησαν, η ταυτότητά του είχε χαθεί. Δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα, οπότε κατάφερε να του εκδώσουν μία ταυτότητα στο όνομα Άσιμος, με τη «διευκρίνιση» στο σημείο του θρησκεύματος: Άνευ θρησκεύματος.
Τον Νικόλα Άσιμο τον αποκάλεσαν “τρελό” και τον θεωρούσαν ενοχλητικό. Απογυμνωμένος από στερεότυπα και “ταμπέλες” ζούσε κι εκφραζόταν όπως ήθελε, αν και αυτό μεταφράστηκε ως διατάραξη της έννομης τάξης.
Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες – συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο».
Ο ίδιος είχε πει: “Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το “Άσιμος” με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε “ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής”, η λέξη “άσημος” παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη “τραγουδιστής” και γράφεται με ήτα. Ενώ το “Άσιμος” είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου”.
Κάπως έτσι παρουσίαζε τον εαυτό του ο Νικόλας Άσιμος, με αυτοσαρκασμό και με έναν ιδιαίτερο τρόπο που ενέπιπτε στη συνολική θεώρησή του για τον ίδιο, αλλά και για τα πράγματα γύρω του.
Στην Αθήνα, ο Νικόλας Άσιμος ξεκίνησε να εμφανίζεται σε διάφορες μπουάτ και να ασχολείται ολοένα και περισσότερο με τη μουσική. Συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος, ενώ παρουσίαζε ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα που περιελάμβανε στίχους, θέατρο, σκετς, μουσική, ενώ έκανε κάποια περάσματα από ταινίες.
Ο Νικόλας Άσιμος ήταν γνωστός για την ασυμβίβαστή του φύση, τον απροσάρμοστο χαρακτήρα του, την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του και την επαναστατική του συμπεριφορά, αφού ο ίδιος αγνοούσε κάθε είδους λογοκρισία και ήταν κυρίαρχος των πεποιθήσεών του, πολεμώντας την εξουσία με τον δικό του – καλλιτεχνικό και μη – τρόπο.
Θα μπορούσε κανείς να τον πετύχει να περπατά στην Πλατεία, να στήνει τις αυτοσχέδιες παραστάσεις του στους δρόμους ή στο σπίτι του, στην οδό Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια, την περίφημη “υπόγα”. Ένα ημιυπόγειο του οποίου το παράθυρο ήταν πάντα ανοιχτό, ώστε να πηδούν και να μπαίνουν μέσα οι φίλοι του. Διέμεινε εκεί από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983.
Ο Νικόλας Άσιμος έγραφε στιχάκια από νεαρή ηλικία έως και τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Στους στίχους του είναι διάχυτη η διάθεση για εναντίωση στο σύστημα και στην όποια μορφή εξουσίας, είναι έντονο το αριστερό παρελθόν του και η υιοθέτηση της αναρχικής ιδεολογίας, ενώ είναι εμφανής ο αυτοσαρκασμός του. Η περιθωριοποίηση, η αντίσταση και η αλλιώτικη μα βαθιά ευαισθησία του, κυριαρχούν στα τραγούδια του. Πέρα από στίχους, ο Νικόλας Άσιμος έγραψε το βιβλίο “Αναζητώντας Κροκανθρώπους” που χαρακτηρίζεται ως η αυτοβιογραφία του.
Ο Άσιμος πίστευε πως θα εκμεταλλεύονταν τις συνθέσεις του. Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια σ’ ένα δισκάκι 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός, ενώ ξεκίνησε την έκδοση των “παράνομων κασετών” του, όπως τις χαρακτήριζε ο ίδιος, τις οποίες ηχογραφούσε σε σπίτια ή άλλους κατάλληλους και μη τόπους χώρους.
Τις κασέτες τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, αλλά και φίλοι του, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, στον Λυκαβηττό, στο Μοναστηράκι, σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα ή στα “μαγαζόσπιτα” όπου ζούσε κατά καιρούς. Ηχογράφησε συνολικά 9 κασέτες, ενώ, όσο βρισκόταν εν ζωή ηχογράφησε ένα single με 2 τραγούδια, έναν προσωπικό δίσκο 33 στροφών με τίτλο “Ο Ξαναπές” (με συμμετοχές των Χάρις Αλεξίου, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Αθηναΐκής Κομπανίας) και συμμετείχε ως δημιουργός στον δίσκο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου “Χαιρετίσματα”. Ακολούθησαν μεταθανάτιες εκδόσεις τραγουδιών του και διασκευές.
Ο ανατρεπτικός καλλιτέχνης Νικόλας Άσιμος είχε ιδιαίτερη επιτυχία στις γυναίκες. Η εμφάνιση και η εκκεντρική συμπεριφορά του γοήτευαν πολλές γυναίκες, οι οποίες συμφωνούσαν και με την ασυμβίβαστη ρητορική του. Σκίτσο ενός συντρόφου του Άσιμου που δείχνει τον ίδιο και τη μικρή Νιουνιού Ο ίδιος όμως ήταν μονογαμικός. Σύντροφος της ζωής του ήταν μια κοπέλα την οποία έλεγαν Λίλιαν. Ήταν μαζί πολλά χρόνια, αλλά δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Η συνύπαρξη τους, λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρα του καλλιτέχνη, ήταν συχνά προβληματική. Παρά τους συχνούς καυγάδες, ο Νικόλας και η Λίλιαν αγαπιόντουσαν βαθιά. Τον Μάιο του 1976 απέκτησαν μια κόρη, την οποία ονόμασαν και αυτή Λίλιαν. Ο ερχομός του παιδιού τους όμως αντί να τους ενώσει, τους χώρισε. Ο Άσιμος έμεινε μόνος να φροντίζει την κόρη του. Η κόρη του Άσιμου έγινε η «μασκότ» των Εξαρχείων…
Από το 1981 δρομολογείται η επώδυνη σχέση του με τα ψυχιατρεία, στα οποία νοσηλεύτηκε αρκετές φορές. Το μεγάλο “χτύπημα”, όμως, ήρθε το 1987. Ο Νικόλας Άσιμος οδηγήθηκε βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και λίγο αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού, με την κατηγορία του βιασμού από μία κοπέλα. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι’ αυτή την αβάσιμη κατηγορία, που δεν τεκμηριώθηκε ποτέ.
“Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θάμαι πια εγώ. Θαναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γέλιο. Κι ας μου φαίνονταν γελοίο” είχε γράψει ο Νικόλας Άσιμος.
“Όταν πλακώσει ο θάνατος αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Κι έτσι κυκλοφορούν τα βιβλία. Το καλό με μένα αλλά και το ζόρι είναι που ξέρω συνειδητά το θάνατό μου και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής μπορώ να καταγράφω και το θάνατο. Ενώ οι πιο πολλοί, που καταγράφουν τη ζωή στο θάνατό της, δεν το ξέρουν και τον νομίζουν αυτό ζωή”. (Και τα δύο αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του με τίτλο “Αναζητώντας Κροκανθρώπους” – Τυπώθηκε από τον ίδιο για πρώτη φορά το 1980, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος το 2000)
Ο Νικόλας Άσιμος όντας σε δύσκολη ψυχολογική κατάσταση και παλεύοντας διαρκώς με τους δαίμονές του, αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του. Στις 17 Μαρτίου του 1988, έπειτα από δύο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, βρέθηκε κρεμασμένος από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας», όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55, στα Εξάρχεια. Ήταν μόλις 39 ετών…..
Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη» με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το «Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.