Ο Μιχάλης Ρακιντζής ήρθε στον κόσμο στις 3 Απριλίου 1957 και δεν χρειάζεται συστάσεις.
Της Έπη Τρίμη
Με πάνω από 30 χρόνια στο τραγούδι έχει αποδείξει ότι ξέρει να γράφει μεγάλες επιτυχίες, ξέρει να διαμορφώνει «μόδες» στη μουσική και κυρίως ξέρει να μεταμορφώνει τα τραγούδια του δίνοντας τους κάθε φορά άλλη πνοή, σημερινή αλλά και διαχρονική.
Ο Ρακιντζής ξεκίνησε μαθήματα πιλοτικής στα διθέσια αεροσκάφη, αν και τα διέκοψε γρήγορα καθώς έπρεπε να περιοδεύσει στην Ευρώπη με τους Scraptown. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 όμως παρακολούθησε μια επίδειξη ελικοπτέρων στο Ελληνικό και ξεκίνησε εκ νέου μαθήματα στα ελικόπτερα αυτή τη φορά. Σύντομα απέκτησε δίπλωμα πιλότου για ιδιωτικό ελικόπτερο. Σε ένα βιντεοκλίπ του (εκείνο του τραγουδιού “Τυχερούλα”) πιλοτάρισε ο ίδιος ελικόπτερο.
Ο πατέρας μου ήταν εκείνος που με έφερε σε επαφή με τη ροκ μουσική. Όχι ότι την ήξερε ή την αγαπούσε, κάθε άλλο. Ο ίδιος έπαιζε κρητική λύρα. Επέστρεφε, όμως, από τα ταξίδια του με δίσκους: Led Zeppelin, Βlack Sabbath, Deep Purple. Μόνο μούσια και μακριά μαλλιά έβλεπες στα εξώφυλλα. «Αυτά ακούει η νεολαία στο εξωτερικό, καλά θα είναι», έλεγε. Τέτοιοι δίσκοι ήταν είδος πολυτελείας εκείνα τα χρόνια. Θεωρούσαμε μεγάλο γεγονός την πρώτη τους ακρόαση. Μαζευόμασταν στα σπίτια οι φίλοι, τους ακούγαμε ξανά και ξανά, τους λιώναμε! Γι’ αυτό και υπάρχουν τραγούδια που μέχρι σήμερα θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια: πώς ακουγόταν το μπάσο, πώς έσκαγε σε κάποιο σημείο το τύμπανο.
Πριν τελειώσω το σχολείο, ο πατέρας μου έφερε επιστρέφοντας από ένα μπάρκο και μια κιθάρα. Νομίζω πως από την πρώτη στιγμή ήξερα μέσα μου τι ήθελα να κάνω, κι ας μην το είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς. Να σκεφτείς ότι το «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια» και το «Δεν πιστεύω» ως μαθητής τα είχα γράψει…
Για να σπουδάσω μηχανολόγος. Το είδα ως υποχρέωσή μου απέναντι στους γονείς μου. Πήρα το πτυχίο και επέστρεψα. Μαζί με αγαπημένους παιδικούς φίλους φτιάξαμε τους SCRAOTOWN – όχι για να παίζουμε στη γειτονιά, αλλά με επαγγελματικές προοπτικές. Αυτό σήμαινε ότι κάναμε ατέλειωτες πρόβες. Η φιλοδοξία μας δεν ήταν να πλησιάσουμε τον ήχο των ξένων συγκροτημάτων· θέλαμε να τον ξεπεράσουμε και να πουλήσουμε στο εξωτερικό. Τον δρόμο πρώτοι είχαν ανοίξει οι Socrates. Κυκλοφόρησαν τρεις δίσκοι μας με την τότε CBS, όμως αυτό που περιμέναμε δεν έγινε.
Το 1987 βγήκε το «Μωρό μου φάλτσο». Τεράστια επιτυχία! Είμαι τυχερός, δεν ταλαιπωρήθηκα: η πρώτη πόρτα εταιρείας που χτύπησα, της Minos, άνοιξε διάπλατα και υπέγραψα αμέσως συμβόλαιο. Από τότε έχουν κυκλοφορήσει δεκαεπτά χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι μου – με εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις, δηλαδή. Μέσα στα ντουλάπια τούς έχω. Δεν τους κρέμασα στον τοίχο, όπως πολλοί συνάδελφοι, γιατί ποτέ δεν τους είδα ως τρόπαιο. Μόνο ως κίνητρο για να βελτιώνομαι ολοένα και περισσότερο. Από μικρός στα συγκροτήματα με αυτή τη φιλοσοφία είχα γαλουχηθεί: δεν μας ένοιαζε ποιος είναι πιο ωραίος ή φοράει τα πιο στιλάτα ρούχα. Μελετούσαμε για να γίνουμε καλύτεροι μουσικοί, αυτό ήταν το ζητούμενο. Κάθε φορά που έπαιζα, λοιπόν, έβλεπα τις ατέλειες των τραγουδιών μου, ώστε να τις διορθώσω.
Ξεκίνησα με πιάνο, μετά ο πατέρας μου πήρε την πρώτη κιθάρα, μετά ενισχυτές και πάει λέγοντας. Είχα αρκετή στήριξη από την οικογένεια μου δεν μου στέρησαν κάτι. Το μόνο που με υποχρέωσαν ήταν να μην αφήσω σχολεία, σπουδές κτλ.
Από τότε, λίγες φορές έχω εμφανιστεί σε κλειστούς χώρους. Κυρίως συναυλίες έκανα, σε γήπεδα, με σαράντα ή πενήντα χιλιάδες κόσμο. Στις 25 Αυγούστου 1993, εμφανιστήκαμε με τον Ίαν Γκίλαν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Είχαμε κυβέρνηση «ορθόδοξου» ΠΑΣΟΚ, τα διακοποδάνεια ήταν στο φόρτε τους και η Αθήνα ήταν σχεδόν άδεια. Είχαμε μόλις 8.000 θεατές. Ήταν η μεγαλύτερη, ίσως, αποτυχία μου. Σε μεγάλα μαγαζιά δεν πήγαινα. Κάποτε ένας επιχειρηματίας, για να με πείσει, μου έφερε μια βαλίτσα με χρήματα. Τον έδιωξα. Αλλά ήμουν η εξαίρεση. Όλοι οι ποπ καλλιτέχνες άνοιγαν τα προγράμματα για να βγουν μετά οι φίρμες, οι λαϊκοί. Έτσι πήγε φούντο η ποπ μουσική στην Ελλάδα. Την κατάπιαν οι πίστες.
Ο Μιχάλης παραδέχθηκε πρόσφατα ότι του αρέσει πολύ το τραγούδι SAGAPO ακόμη και σήμερα, παρόλο που θα απαντούσε αν ήξερε “συγγνώμη, η Eurovision δεν είναι για μένα. “Δεν πήγα στη Eurovision για να μου κάνει καλό ή κακό. Ήταν κόντρα! Δεν ήξερα ακριβώς σε τι περιβάλλον πηγαίνω. Είχα δει Eurovision, αλλά άλλο να δεις και άλλο να πας. Δεν μετανιώνω ποτέ για τίποτα! Είναι λίγο μυστήριο… Αν μου έλεγες να ξαναπάω, θα έλεγα ότι δεν είναι για εμένα”, είχε ομολογήσει.
“Ο διαγωνισμός ήταν πολύ φρου-φρου, ήμασταν ξένα σώματα! Είναι λίγο απρόβλεπτα τα πράγματα με τη Eurovision, αλλά βγήκαν και οι Lordi. Το θέμα είναι όταν κάνεις κάτι, να το υποστηρίξεις, να το χαρείς. […] Το τραγούδι πολεμήθηκε πάρα πολύ με το που “έσκασε μύτη” εδώ, τα fan club στο εξωτερικό παρακολουθούν τι γίνεται στην Ελλάδα, δεν τους ξεφεύγει τίποτα, τα ξέρουν όλα χαρτί και καλαμάρι. Είχε διαμορφωθεί ένα κλιματάκι, το οποίο ήταν πολύ εχθρικό για εμάς και αυτοί ήταν εχθρικοί για εμάς”, είχε συμπληρώσει ο Μιχάλης Ρακιντζής.
Ο κόσμος τα τραγουδάει ακόμα, αυτό έχει σημασία. Καθένας κάνει ό,τι μπορεί, όσο πιο έντιμα μπορεί, στις συνθήκες που του δίνει η εποχή του. Ας αποδείξουν οι νεότεροι ότι είναι καλύτεροι από εμάς. Αλλά, δυστυχώς, πολλοί βγαίνουν με την ταμπέλα «έντεχνος», ενώ στην πραγματικότητα είναι άτεχνοι. Με τον ίδιο τρόπο που συνήθως όσοι αυτοχαρακτηρίζονται προοδευτικοί είναι οι πιο συντηρητικοί…είχε πει ο Μιχάλης Ρακιντζής.
Με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου του τραγουδιού με τίτλο «Ο παλιός μου εαυτός», ο Μιχάλης Ρακιντζής είχε θυμηθεί τον Ιούλιο που μας πέρασε τον παλιό του εαυτό, τότε που σε πολύ νεαρή ηλικία βρέθηκε να παρακαλεί τις δισκογραφικές να μην παίζονται τόσο συχνά στο ραδιόφωνο τα τραγούδια του, μιλά για τις κορυφαίες συνεργασίες του, όπως ήταν αυτή με τον βασικό τραγουδιστή των Deep Purple, Ίαν Γκίλαν, ενώ αναπολεί και το πώς γυρίστηκαν τα πρώτα ελληνικά βιντεοκλίπ, σ’ ένα από τα οποία μάλιστα είχε κάνει την πρώτη της εμφάνιση η Ελένη Μενεγάκη.
Μετρούν τρεις δεκαετίες μαζί και εξακολουθούν να είναι ακόμα ερωτευμένοι και αγαπημένοι.
Ο λόγος για τον Μιχάλη Ρακιντζή και το κορίτσι του, Κωνσταντίνα Στεφανοπούλου, την οποία είχαμε γνωρίσει την δεκαετία του 1990 μέσα από το εντυπωσιακό μεσημβρινό σόου του ΑΝΤ1 «3, 2, 1», που η αλήθεια είναι ότι είχε σπάσει τα ταμεία της τηλεθέασης.
Οι δυο τους έχουν επιλέξει όλα αυτά τα χρόνια να κρατούν τη ζωή τους μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με την Κωνσταντίνα να αφήνει πίσω την τηλεοπτική της καριέρα, και να αφοσιωθεί σε στον Μιχάλη Ρακιντζή.
Θυμώνω με τις θεωρίες συνωμοσίας που ακούγονται για την πανδημία. Με όσους πιστεύουν ότι μας το κάνουν επίτηδες για να μας κλείσουν μέσα, να μας βάλουν τσιπάκι και τα λοιπά. Πόσο ανεγκέφαλοι πια; Εγώ δεν ξεχνώ τους ανθρώπους που χάθηκαν, εκείνους που υπέφεραν στα νοσοκομεία, τον φόβο όλων μας, τις θυσίες που χρειάστηκε να κάνουμε. Λέγαμε στην καραντίνα ότι αυτή η περιπέτεια ίσως μας αλλάξει. Δεν θα μας αλλάξει. Όσοι ήταν ήδη ώριμοι παραμένουν ώριμοι, κι όσοι ήταν ανώριμοι έχουν τον ίδιο βαθμό ανωριμότητας. Ίσως μας χρειάζεται ένα πιο ισχυρό σοκ, το οποίο εύχομαι να μη βιώσουμε. Το μόνο σίγουρο είναι –έτσι το νιώθω, τουλάχιστον– πως η ανθρωπότητα είναι σε ένα μεταβατικό στάδιο, πως απογαλακτιζόμαστε από τις βεβαιότητές μας. Πού θα μας βγάλει όλο αυτό; Δεν ξέρω. Και δεν το λέω μόνο για τον κορωνοϊό…