Η Μέμα ( Δήμητρα) Σταθοπούλου γεννήθηκε το 1942 στην Πάτρα, όπου μεγάλωσε και πήγε σχολείο. Με τα ξανθά της μαλλιά και την αγέρωχη, γοητευτική της παρουσία έφερνε στις Γαλλίδες σταρ της εποχής Μπριζίτ Μπαρντό και Δαλιδά.
Της: Έπη Τρίμη
Η Μέμα Σταθοπούλου είχε κάνει και πολλά εξώφυλλα στα περιοδικά της εποχής όπως το Ρομάντζο, το Φαντάζιο και η Βεντέτα.
Υπήρξε κατά γενική ομολογία μια από τις πιο καλλίγραμμες ηθοποιού του ελληνικού κινηματογράφου, και σίγουρα αν δεν αποσυρόταν τόσο σύντομα από το σινεμά και το θεατρικό σανίδι, θα μπορούσε να δώσει πολλά ακόμη από το ταλέντο και θεατρική της στόφα.
Συνολικά σύμφωνα με δήλωση της ίδιας, πήρε μέρος σε 39 ταινίες ενώ χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα του ελληνικού σινεμά και δη του εγχώριου κινηματογραφικού μελό που είχε μεγάλη επιτυχία και απήχηση στο κοινό εκείνη την εποχή.
Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Μέμας Σταθοπούλου ήταν η ταινία «Ένας Μάγκας στα σαλόνια» του Κώστα Καραγιάννη σε σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη το 1968-69 όπου υποδύθηκε ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο, κόρη εφοπλιστή, την οποία σώζει από βέβαιο θάνατο ένας ψαράς, ρόλο που είχε ενσαρκώσει ο Γιάννης Βόγλης.
Ο πατέρας της Μέμας Σταθοπούλου είχε σπουδάσει μαθηματικός, αλλά διατηρούσε κατάστημα με ντεπόζιτα και είδη φύλαξης (κουτιά, δοχεία) στην Πάτρα. Ήταν αριστερός και είχε κυνηγηθεί για τις απόψεις του, αλλά γλίτωσε τις συλλήψεις και την εξορία.
Η Μέμα Σταθοπούλου ήταν το πρώτο από τα δύο παιδιά της οικογένειας. Είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Νίκο. Ως μαθήτρια ασχολιόταν με τον στίβο και συγκεκριμένα το άλμα εις ύψος στην ομάδα της Παναχαϊκής. Είχε λάβει μέρος σε διάφορους αγώνες όπου οι επιδόσεις της ήταν εντυπωσιακές. Έτσι, ολοκληρώνοντας το σχολείο η Μέμα Σταθοπούλου ανακοίνωσε στους γονείς της ότι θα πήγαινε στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις στη Γυμναστική Ακαδημία και εκείνοι που γνώριζαν το ταλέντο της, δεν είχαν αντίρρηση.
Μία άγνωστη στους περισσότερους λεπτομέρεια της ζωής της αποκάλυψε ο αδελφός της Νίκος Σταθόπουλος. Όπως μας είπε, η Μέμα Σταθοπούλου ως μαθήτρια λάβαινε μέρος σε σχολικά αθλητικά πρωταθλήματα ενώ μετείχε ως αθλήτρια του στίβου και στην ομάδα της Παναχαικής.
Η Μέμα Σταθοπούλου πολύ καλή στο άλμα εις ύψος και μάλιστα τότε γύριζε την Ελλάδα για αγώνες όπου είχε κατακτήσει πολλές διακρίσεις κύπελλα και μετάλλια. Ο αρχικός της στόχος ήταν να ανέβει στην Αθήνα και να δώσει εξετάσεις για την Γυμναστική Ακαδημία, είχε μάλιστα προετοιμαστεί γι’ αυτό κι έτσι πίστευαν οι γονείς της και ο μικρότερος αδελφός της. Ωστόσο επιστρέφοντας στην Πάτρα από τη Αθήνα όπου είχε πάει για τις εξετάσεις, στο ερώτημα του πατέρα της Γιώργου πώς τα πήγε απήντησε με θάρρος και εκείνη την υπέροχη νευρώδη φωνή της, πως είχε πετύχει αλλά όχι στην Γυμναστική Ακαδημία αλλά στο θέατρο.
Η Μέμα Σταθοπούλου ερχόμενη στην Αθήνα άρχισε να ασχολείται με το θέατρο και την υποκριτική. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στην περίφημη Σχολή του Πέλου Κατσέλη αλλά και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Η Μέμα Σταθοπούλου ολοκλήρωσε τις σπουδές το 1963 και μάλιστα το ντεμπούτο της στο θέατρο ως επαγγελματίας ηθοποιός πλέον το έκανε πλάι σε ένα μύθο, τον εκλεκτό ηθοποιό και δάσκαλο υποκριτικής στο Εθνικό Θέατρο, Δημήτρη Χορν, το 1964 στο έργο «Δικέφαλος Αετός » του Ζαν Κοκτό, στην Εθνική μας σκηνή. Αμέσως μετά όπως γράφει το karagiannis-karatzopoulos.com, πρωταγωνίστησε στο έργο του Ρουσέν «Ένας Έρωτας που δεν Τελειώνει Ποτέ» όπου και έδωσε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της, που την καθιέρωσε ανάμεσα στις πιο σημαντικές ανερχόμενες ηθοποιούς της δεκαετίας του ’60.
Στο σινεμά η Μέμα Σταθοπούλου έκανε το ντεμπούτο της το ’64 στους “Επικίνδυνους” του Πάνου Λάφη. Όπως είχε πει σε συνέντευξη της στο περιοδικό Σινεμά και τον Γιάννη Ζουμπουλάκη τον Μάρτιο του ’99, ενθυμούμενη τον εαυτό της την 1η μέρα των γυρισμάτων, “είχα τη σιγουριά, το κέφι και το θάρρος του ερωτευμένου πρωτόπειρου ψαρά”.
Στο ερώτημα προς τον αδελφό της Νίκο, πώς είχαν αντιδράσει οι γονείς τους και ιδίως ο πατέρας της στην απόφαση της Μέμας Σταθοπούλου να γίνει ηθοποιός, μας είπε πως δεν τους είχε πειράξει και ίσα ίσα που στην συνέχεια την καμάρωναν βλέποντας την να προοδεύει και να γίνεται ολοένα και πιο γνωστή και αγαπητή στον καλλιτεχνικό χώρο και το κοινό.
«Ο πατέρας μας ο Γιώργος ήταν ένας φιλελεύθερος άνθρωπος, και οι δύο γονείς μας ήταν έτσι, προχωρημένοι για την εποχή, μας στήριζαν πολύ στα θέλω μας είχε πει ο Νίκος Σταθόπουλος σε συνέντευξή του.
Η Μέμα Σταθοπούλου στα πρώτα χρόνια της καριέρας της έπαιξε σε πολλές ταινίες μαζί με τον ηθοποιό Θάνο Λειβαδίτη που καταγόταν από την Λαμία, με τον οποίο και ήσαν ζευγάρι και στη ζωή, από τα πιο αγαπημένα και δημοφιλή καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής. Συμπρωταγωνίστησαν σε κοντά δεκαπέντε ταινίες όπως η «Παραστρατημένη», το «Φτωχόπαιδο» και το «Κορίτσι της οργής».
Στο σινεμά η Μέμα (Δήμητρα) Σταθοπούλου έπαιξε και με πολλούς ακόμη σημαντικούς ηθοποιούς όπως τον Αλέκο Αλεξανδράκη στην «Επιστροφή» και στο «Νυφοπάζαρο», με τον Κώστα Καζάκο και τον Άγγελο Αντωνόπουλο στο «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» του Νίκου Φώσκολου το ’67 αλλά και τους Ανδρέα Ντούζο, Μάνο Κατράκη, Γιάννη Φέρτη, Νίκο Ρίζο, Γιάννη Γκιωνάκη, Δέσποινα Στυλιανοπούλου, Γιώργο Καμπανέλλη, Χρήστο Τσαγανέα, Θανάση Μυλωνά, Στέφανο Στρατηγό, Γιώργο Μούτσιο, Ξένια Καλογεροπούλου, κ.α.
Οι δυο τους που συνεργάστηκαν και σε μία ακόμη ταινία, ήταν πολύ ταιριαστοί στο “Ένας Μάγκας στα σαλόνια”.
Ακόμα από τις εμπορικές της κινηματογραφικές επιτυχίες ήταν το φιλμ «Ένας άφραγκος Ωνάσης (1969)» όπου είχε δουλέψει μαζί με τον Κώστα Βουτσά και την Αιμιλία Υψηλάντη και η ταινία «Φουκαράδες και Λεφτάδες το 1970 όπου έπαιξε μαζί με τον Νίκο Ρίζο, τον Θάνο Λειβαδίτη και τον Λυκούργο Καλλέργη σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη.
Όταν παντρεύτηκε με τον επιχειρηματία – βιομήχανο Δημήτρη Μαρούση το 1975 η Μέμα Σταθοπούλου αποφάσισε να αποσυρθεί από τον καλλιτεχνικό χώρο και την ηθοποιία παρότι ήταν ακόμη πολύ νέα. Από τον γάμο της με τον Δημήτρη Μαρούση απέκτησε δύο παιδιά, τον Κώστα, ο οποίος ζει στην Αθήνα ενώ ασχολείται επαγγελματικά με την οικογενειακή επιχείρηση (προσπαθεί να αναβιώσει την γνωστή επιχείρηση πανελλαδικά Κάπα Μαρούσης) και την Ελένη, η οποία δυστυχώς έχασε τη ζωή της μόλις στα 24 της χρόνια σε τροχαίο το 2005 ενώ επέβαινε σε μία μηχανή.
Η Μέμα Σταθοπούλου μετά τον χωρισμό της την δεκαετία του ’80 επέλεξε να επιστρέψει στην γενέτειρα της, την Πάτρα. Για ένα διάστημα περίπου 3 ετών ασχολήθηκε με το εμπόριο, έχοντας ανοίξει μία μπουτίκ γυναικείων ενδυμάτων που ήταν επί της οδού Μαιζώνος εκεί κοντά που κατόπιν λειτούργησε το Discover. Λόγω όμως διαφωνιών με τις συνεταίρους της δεν συνέχισε την δραστηριότητά της αυτή.
Η Μέμα Σταθοπούλου είναι γεγονός, όπως μας επιβεβαίωσε ο αδελφός της, πως παρότι είχε αποσυρθεί από το θέατρο, την «έτρωγε» το καλλιτεχνικό «σαράκι» και έτσι για το θεατρικό μεράκι ήθελε πολύ να ξαναπαίξει και μάλιστα επιθυμία της μεγάλη ήταν να εμφανιστεί στο ΔΗΠΕΘΕ της Πάτρας το οποίο συστάθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ωστόσο το ΔΗΠΕΘΕ δεν την κάλεσε ποτέ. Η Πατρινή ηθοποιός και καλή της φίλη Όλγα Πολίτου που πριν λίγες μέρες ήταν στο Πάνθεον της Πάτρας με την παράσταση «Ποντικοπαγίδα» της Αγκάθα Κρίστι, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, μας είχε εκμυστηρευθεί πόσο πολύ την είχε βοηθήσει η Μέμα Σταθοπούλου όταν ήταν να δώσει εξετάσεις για την δραματική σχολή στην Αθήνα.
Επίσης η Όλγα Πολίτου γνώριζε καλά πόσο πικραμένη ένιωθε η Μέμα Σταθοπούλου που δεν την είχε καλέσει το θέατρο της Πάτρας να παίξει έστω ένα ρόλο. «Η Μέμα ήταν ένας άνθρωπος πολύ αξιοπρεπής και υπερήφανη, ήθελε να ξαναπαίξει για το μεράκι και την αγάπη που είχε για το θέατρο και την τέχνη», μας είπε ο αδελφός της.
Η Μέμα Σταθοπούλου έφυγε από τη ζωή στις 17 Οκτωβρίου του 1999 (έδινε μάχη με τον καρκίνο από το 1997) και μία μέρα μετά, ένα βροχερό απόγευμα ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Παναγίας Αλεξιωτίσσης. Στην κηδεία της ο ναός και το κοιμητήριο ήταν γεμάτα από κόσμο, από τους κατοίκους της Πάτρας που έδωσαν δυναμικό παρών θέλοντας να τιμήσουν την μνήμη της. Οι καλλιτέχνες, όπως είχε γραφτεί, που ήρθαν στην κηδεία της δεν ήσαν πολλοί λόγω της απόστασης. Είχαν πάντως παραστεί μεταξύ άλλων ο Θάνος Λειβαδίτης και η Άννα Φόνσου.