Η Μελίνα Μερκούρη “έφυγε” πριν από 30 χρόνια, αφήνοντας τεράστια παρακαταθήκη στο πολιτιστικό κομμάτι της Ελλάδας, τόσο στο Υπουργείο Πολιτισμού, όσο και ως ηθοποιός.
Όπως είχε υπογραμμίσει χαρακτηριστικά «η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον Πολιτισμό. Η Ελλάδα αυτό είναι. Η κληρονομιά της, η περιουσία της. Και αν το χάσουμε αυτό δεν είμαστε κανείς».
Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944, στο Θέατρο Βρετάνια, με το θίασο του Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της Λευτεριάς» και ακολουθεί το έργο του Laszlo Bus-Fekete «Η κόμισσα και ο καμαριέρης».
Ακολουθούν: 1945-1946 «Μις Μπα», «Θα σε παντρευτώ Τέρας», «Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πωλείται Κέφι», «Η Μπόρα Πέρασε», «Επικίνδυνη Στροφή», «Ο Άνθρωπος και τα Όπλα», «Φαύλος Κύκλος», «Της Νύχτας τα Καμώματα», «Ένας Φίλος θα ‘ρθει απόψε» 1946 «Τρισεύγενη», «Ανατολικά του Σουέζ», «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ», «Δεν θα τα πάρεις μαζί σου», 1947 «Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος», «Γαμήλιο Εμβατήριο», «Ο Βασιλικός» και «Το τραγούδι της Κούνιας».
Το 1949, στο θέατρο τέχνης του Κάρολου Κουν, ερμήνευσε την Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Η παράσταση σημείωσε πραγματικό θρίαμβο, τόσο εμπορικά, όσο και καλλιτεχνικά.
Στην πρεμιέρα, το κοινό σηκώθηκε όρθιο, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά της και ξέσπασαν σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Ο Δημήτρης Ροντήρης (ο οποίος απεχθανόταν το θέατρο Τέχνης, αποκαλώντας το συχνά «φιδοφωλιά») της έδωσε συγχαρητήρια για την υπέροχη ερμηνεία της και ειδικά για τη συγκεκριμένη παράσταση γράφτηκε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Χάρτινο το Φεγγαράκι».
Ακολούθησαν «Το μικρό Καλύβι», «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», «Ο Θάνατος του Εμποράκου», «Bolero», 1950 «Άννα Λουκάστα», «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» (Ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυράτ και έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Τίτος Βανδής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Βούλα Ζουμουλάκη κλπ), 1951 «Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν», «Η Μεγάλη Παρένθεση».
Κατά τα έτη 1967-1974, τα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του «Illya Darling», η Μελίνα Μερκούρη έπαιξε μόνο τη Λυσιστράτη, το 1972, στο Μπρόντγουεϊ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα, με τον Νίκο Κούρκουλο, την «Όπερα της πεντάρας», το 1976 τη «Μήδεια», με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το «Συντροφιά με το Μπρεχτ» από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το «Άννα μην κλαις» για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα.
Τέλος, το 1980 ανέβασε ξανά το «Γλυκό πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά τη θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν». Το 1992 κάνει μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση στην όπερα Πυλάδης, σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Η πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο, της χάρισε αρκετά βραβεία, με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και επίσης μία υποψηφιότητα για Όσκαρ για το Ποτέ την Κυριακή (Never on Sunday), το οποίο έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1960.
Κέρδισε όμως το βραβείο καλύτερης ερμηνείας από τους κριτικούς του Κλίβελαντ. Επίσης βραβεύτηκε με το ιταλικό βραβείο Ντονατέλο (Donatello) για την ερμηνεία της στο Τοπ Καπί το 1965. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφια για Χρυσές Σφαίρες (Golden Globes) και δυο φορές υποψήφια στα βραβεία BAFTA.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο, που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που στην ταινία είχε τον τίτλο Στέλλα (1955).
Η ταινία αυτή, ήταν η μόνη που έκανε η Μελίνα Μερκούρη με ελληνική παραγωγή (Μήλλας Φιλμ). Για την ερμηνεία της στη Στέλλα, ήταν υποψήφια στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, το οποίο έχασε, οδηγώντας την Isa Miranda στην απόφαση να της δώσει ένα ειδικό βραβείο με το όνομά της (Βραβείο Isa Miranda).
Το 1957 παίζει στην πρώτη της ξενόγλωσση ταινία, σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν, με τίτλο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (γαλλικά: Celui qui doit mourir), βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη.
Με το Ποτέ την Κυριακή, το 1960, απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση, έγινε διεθνής σταρ και η Ελλάδα παγκόσμιος προορισμός.
Άλλες σημαντικές ταινίες της ήταν η Φαίδρα (1962), με συμπρωταγωνιστή τον Άντονι Πέρκινς, η οποία σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη, αλλά όχι στην Αμερική, το Τοπ Καπί (1964), η οποία αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της καριέρας της, σε διεθνές επίπεδο, με εισπράξεις 7 εκατομμυρίων δολαρίων (όσο περίπου και η ταινία του Χίτσκοκ Μάρνι της ίδιας χρονιάς).
Το 1965, γυρίζει για το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο ABC, ένα αφιέρωμα με τίτλο Η Ελλάδα της Μελίνας (Αντίστοιχα είχαν γυρίσει η Σοφία Λόρεν και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ για τις γενέτειρες τους).
Το 1966 γυρίζει την ταινία “Ραντεβού στη Λισαβόνα” (A Man Could Get Killed), με συμπρωταγωνιστή τον Τζέιμς Γκάρνερ. Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται ο Φρανκ Σινάτρα στο τραγούδι «Strangers in the night», το οποίο αρχικά είχε προταθεί να τραγουδήσει η Μελίνα Μερκούρη.
Σημαντική στιγμή στην κινηματογραφική της καριέρα είναι το φιλμ Υπόσχεση την αυγή (1970). Πολλοί μιλούν ότι η εξαιρετική της ερμηνεία θα την οδηγήσει στα Όσκαρ, κάτι που όμως δεν επαληθεύεται. Όμως είναι τρίτη φορά υποψήφια για βραβείο ερμηνείας στις Χρυσές Σφαίρες.
Η ταινία “Δοκιμή” (1974) είναι εμπνευσμένη από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στην οποία συμμετέχουν μια σειρά από σπουδαίες προσωπικότητες (Λόρενς Ολιβιέ, Άρθουρ Μίλερ, Λίλιαν Χελμαν, Μίκης Θεοδωράκης κ.ά.)
Το 1977 γυρίζει το τελευταίο της φιλμ “Κραυγή γυναικών”, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Η ταινία δεν σημειώνει επιτυχία, όμως προβάλλεται στο φεστιβάλ των Καννών.
Η Μελίνα Μερκούρη τραγουδούσε από τα παιδικά της χρόνια, όπως μαρτυρούν ο αδελφός της Σπύρος Μερκούρης και άλλοι που τη γνώριζαν από μικρή. Έκανε σπουδαία πορεία στη δισκογραφία, καθώς έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκοι της, πέρα από soundtracks ταινιών και θεατρικών παραστάσεων.
Έχει τραγουδήσει μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μάνο Χατζιδάκι (με τον οποίο τους συνέδεε προσωπική φιλία), Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και κορυφαία ερμηνεία μουσικών έργων των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Εμφανίσεις έκανε και στην τηλεόραση, σε σειρά ντοκιμαντέρ του BBC σε επεισόδιο με τίτλο «Η Ελλάδα της Μελίνας», από όπου και ο ομώνυμος δίσκος του Σταύρου Ξαρχάκου, όπως και σε σήριαλ και εκπομπές στη Γαλλική και τη Γερμανική τηλεόραση.
Επίσης, έγραψε και ένα βιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα», του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα (η έκδοσή του στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη).
Ο τίτλος του βιβλίου της είναι η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους, όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητας της από τους συνταγματάρχες.
Μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994.
Η σορός της, έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα, στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος.
Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994, ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Στην κηδεία της συγκεντρώθηκε ίσως ο περισσότερος κόσμος, μετά από την πάνδημη κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (Νοέμβρης του 1968).
Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού και ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο.
Ο θάνατός της προκάλεσε πρωτόγνωρες εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο, ενώ πολλοί πολιτικοί ηγέτες έστειλαν συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην Ελλάδα.
Την ώρα της κηδείας της, τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παρέμειναν κλειστά, ενώ έσβησαν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους. Όπως αναφέρουν οι New York Times, αποτελεί πρακτική που συνηθίζεται για τους Αμερικανούς ηθοποιούς που πρωταγωνίστησαν στις θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης.
Η Μελίνα υπήρξε η μοναδική ξένη ηθοποιός που τιμήθηκε με αυτό τον τρόπο από το Μπρόντγουεϊ.
Επίσης έχει ιδρυθεί, σύμφωνα με επιθυμία της, από το σύζυγό της Ζυλ Ντασέν και με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων παγκόσμιας ακτινοβολίας, όπως ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και ο Γάλλος πολιτικός Ζακ Λανγκ κ.ά., το “Πολιτιστικό Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη“, το οποίο έχει ως στόχο την επιστροφή των κλαπέντων γλυπτών του Παρθενώνα.
Embed code