Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Μάγκας και αλάνι. Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές.Ρεμπέτης, από τους ακρογωνιαίους λίθους της λαϊκής μουσικής. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια. Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, στη Νίκαια.
Οι γονείς του ήταν πολύ φτωχοί. Σε ηλικία μόλις 12 ετών, εγκατέλειψε την γενέτειρά του και σάλπαρε για τον Πειραιά, όπου εργάστηκε από πολύ μικρός σε ηλικία σε διάφορες δουλειές. Εκεί, έγινε η πρώτη συνάντηση με το μπουζούκι. Μια συνάντηση που έμελλε να αλλάξει για πάντα την ζωή του. Γοητεύτηκε τόσο από το άκουσμα και έγινε ένας από τους καλύτερους μπουζουξήδες.
Ο λόγος που ο Βαμβακάρης σταμάτησε το σχολείο ήταν επειδή πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
Αξίζει να σημειωθεί, πως ήταν αυτοδίδακτος. Η φράση που αποδεικνύει τον κεραυνοβόλο του έρωτα με το όργανο ήταν η εξής: «Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι, θα κόψω τα χέρια μου με τη στατίρα (εργαλείο που χρησιμοποιούσαν στα σφαγεία, όπου εργάζονταν εκείνη την περίοδο)που σπάνε κόκαλα στο μαγαζί τέτοιο πράγμα».
Την πανέμορφη αυτή γυναίκα την αγάπησε βαθιά. Όμως, ο γάμος δεν κράτησε αφού τον απάτησε με τον κουμπάρο τους. Ο ίδιος είχε πει τα παρακάτω λόγια: «Τότες, εκείνη την εποχή, ήμουνα και μικρός, ούτε είκοσι, γνώρισα και παντρεύτηκα την πρώτη μου γυναίκα, την κάργια, τη Ζιγκοάλα. Η πιο όμορφη γυναίκα ήτανε, λεοντάρι. Αλλά καργ… Τα έφτιαξε με τον κουμπάρο μας, τον Γιωργάκη.
Κι αυτός την πήρε και συζούσαν. Παντρεμένος με άλλη αυτός και με παιδί, τους παράτησε για τη Ζιγκοάλα. Καταλαβαίνεις τι υπόφερα. Την αγαπούσα πολύ. Πέθαινα. Πήγαινα κάθε νύχτα στα παραθύρια της και της πετούσα πετραδάκια, να βγει, να τηνε δω. Κι αυτή να είναι μέσα και να γ… με τον άλλονε». Το πραγματικό όνομά της ήταν Ελένη Μαυροειδή. Ο Βαμβακάρης υπέφερε πολύ για την γυναίκα αυτή και όπως είναι φυσικό, ο πόνος αυτός μεταφράστηκε σε έμπνευση για τον ίδιο. Για αυτήν την ιστορία ο Μάρκος έγραψε αρκετά αυτοβιογραφικά τραγούδια όπως «Το διαζύγιο», «Κάποτε ήμουνα κι εγώ», με πιο γνωστό, όμως ανάμεσά τους, την «Άτακτη».
Ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε το προσωνύμιο Φράγκος. Μετά το διαζύγιο με τη Ζιγκοάλα, που δεν άργησε να εκδοθεί, παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη γυναίκα του, τη Βαγγελιώ.
Με αυτή απέκτησε τρία παιδιά, τον Στέλιο, τον Βασίλη και τον Δομένικο. Ο γάμος αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο αφορίστηκε από την Καθολική Εκκλησία, αρκετά χρόνια μετά, το 1966.
Το 1934 δημιούργησε με τρεις φίλους του το πρωτοποριακό για την εποχή σχήμα «Η Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς». Ο Βαμβακάρης μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά, επίσης πολύ σημαντικούς ρεμπέτες της εποχής, εμφανίζονταν στο μαγαζί του ίδιου του Βαμβακάρη. Το ξακουστό νυχτερινό κέντρο ήταν το ομώνυμο «Μάρκο» και βρίσκονταν στα Άσπρα Χώματα.
Η αστυνομία, όμως, άλλαξε τα σχέδιά του. Δεν ενέκρινε την άδεια λειτουργίας του μαγαζιού και έτσι το έκλεισε. Ο Μάρκος, τότε επέστρεψε στη Σύρο, μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες που είχε να επισκεφτεί την πατρίδα του, μαζί με τον Μπάτη. Στην γενέτειρά του, παρέμειναν για περίπου δύο μήνες παίζοντας μουσική σε διάφορα μαγαζιά, στα οποία σημείωσαν τεράστια επιτυχία.
Ένα βράδυ, στο διάστημα των δύο αυτών μηνών που έμεινε στην πατρίδα του, ο Μάρκος συνάντησε την κοπέλα στην οποία αναφέρεται το πολυτραγουδισμένο κομμάτι. Η όμορφη κοπέλα τράβηξε την προσοχή του Μάρκου σε ένα μαγαζί που τραγουδούσε στη παραλία. Αναφερόμενος ο ίδιος στο συγκεκριμένο τραγούδι δήλωσε πως όταν έπαιζε και τραγουδούσε, κοιτούσε πάντα κάτω γιατί δεν μπορούσε να αντικρίζει στα μάτια τον κόσμο καθώς τα έχανε λόγω αμηχανίας. Εκείνη την νύχτα, καθώς έπαιζε σήκωσε για μια στιγμή μόνο το κεφάλι του και τότε είδε την όμορφη κοπέλα, με τα μαύρα μάτια.
Δεν ξανασήκωσε ούτε μια στιγμή το βλέμμα του εκείνο το βράδυ, μονάχα το βράδυ την σκέφτονταν συνέχεια. Αυτή ήταν και η έμπνευση του. Όπως δήλωσε, τότε έγραψε πρόχειρα τη φράση “Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά”, φράση που θα γίνονταν ένας από τους πιο γνωστούς του στίχους. Δεν ήξερε ούτε το όνομα της κοπέλας και φυσικά ούτε η κοπέλα έμαθε ποτέ πως το τραγούδι αναφέρονταν σε αυτήν. Η σύνθεση της «Φραγκοσυριανής» έγινε αργότερα, μόλις ο Μάρκος επέστρεψε στον Πειραιά.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης αναγκάστηκε να σταματήσει να παίζει. Όλες οι εταιρείες που προηγουμένως συνεργάζονταν, του γύρισαν την πλάτη, καθώς το «προϊόν» θεωρούνταν ξεπερασμένο και μη παραγωγικό. Ο Μάρκος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση την δεκαετία του 50΄. Ο ίδιος για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του, αναγκάστηκε να καταφύγει στην έσχατη λύση της «σφουγγάρας» (σύμφωνα με τους μουσικούς η σφουγγάρα ήταν το πιατάκι που έβγαζαν στις ταβέρνες οι μουσικοί, για να τους ρίξουν κέρματα οι θαμώνες).
Συχνά, όπως έχει αναφέρει ο Μάρκος, τη «σφουγγάρα» κρατούσε ο πεντάχρονος γιος του. Η δεινή του οικονομική θέση, τον ανάγκασε κάποια Χριστούγεννα να πουλήσει τη βέρα του σε έναν αργυραμοιβό, για να μπορέσει να αγοράσει όλα όσα χρειάζονταν το γιορτινό τραπέζι.
Η δεκαετία του 60΄ βρίσκει τον Μάρκο να ζει σε καλύτερη μοίρα, σημειώνοντας την επάνοδό του. Ο ίδιος έχει μιλήσει για τις κακουχίες που έζησε, πάλευε την φτώχεια και την πείνα. Τόνισε πως κατά την διάρκεια της κατοχής αλλά και του εμφυλίου υπέφερε πάρα πολύ. Είχανε αλλάξει οι διαθέσεις και οι επιθυμίες στα ακούσματα του κόσμου. Την θέση των παλιών πλέον είχε πάρει ο Καζαντζίδης. Από αυτή την κατάσταση σώθηκε περίπου το 1963 με 1965, όταν ο Τσιτσάνης έγινε διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια.
Τότε, ο Μάρκος πήρε μια δεύτερη ευκαιρία και συνέθεσε κάποια από τα πιο γνωστά του τραγούδια. Έγραψε την “Άτακτη”, το “Τι πάθος ατελείωτο” και άλλα αρκετά πολυακουσμένα και πολυτραγουδισμένα κομμάτια.
Ο Βαμβακάρης το 1936 γράφει ένα τραγούδι, το οποίο όμως δεν κυκλοφόρησε πότε. Ο λόγος γίνεται για το τραγούδι που είχε γράψει αναφερόμενος στον Στάλιν. Το τραγούδι λογοκρίθηκε από τον ίδιο, πριν προλάβει να λογοκριθεί από τον Ιωάννη Μεταξά. Οι στίχοι ανέφεραν τα εξής: «Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ, του κόσμου το καμάρι, όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι». Ο Βαμβακάρης παρόλο που δεν ήταν αριστερός, ωστόσο αναγνώριζε την ευφυΐα των κομμουνιστών και τις πρωτοποριακές τους ιδέες.
Μιλώντας για το τραγούδι είχε πει χαρακτηριστικά: «Πού να το παρουσιάσω αυτό το πράμα στον Μεταξά! Μόνος μου το απόρριψα το λοιπόν κι έβαλα τα λόγια της “Πονηρής”». Για να γλιτώσει, λοιπόν, όσα θα ακολουθούσαν μετά την κυκλοφορία του, ο Μάρκος αντικατέστησε τους στίχους με άλλους συνθέτοντας έτσι ένα τελείως διαφορετικό κομμάτι. Το τραγούδι αυτό, που δεν κατάφερε να ερμηνεύσει ο ίδιος, κυκλοφόρησε το 2011 μετά από 75 χρόνια και ερμηνεύτηκε από τον Στέλιος Λιανδράκης.