Η Μαρίκα Κοτοπούλη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 1887, από γονείς ηθοποιούς, τον Δημήτριο Κοτοπούλη (1848-1919) και την Ελένη Κοτοπούλη (1851-1926), το γένος Σιλιβάκου. Η σπουδαία ηθοποιός είχε τρεις αδερφές που ακολούθησαν την ίδια πορεία.
Της: Έπη Τρίμη
Η μητέρα της την χτυπούσε και ευνοούσε τις αδελφές της, ενώ δεν πήγε καν δημοτικό. Η παιδική της ηλικία δεν είναι ευτυχισμένη. Αποκτά μόρφωση αποσπασματική και μάλιστα με δική της επιμονή, αφού οι συνεχείς μετακινήσεις των ηθοποιών γονιών της δεν της επέτρεπαν κανονική φοίτηση στο σχολείο. Η μητέρα της ήταν δασκάλα και ο πατέρας της ήταν επίσης μορφωμένος και τον αποκαλούσαν «ο μορφωμένος άσσος του θεάτρου». «Δεν θυμούμαι πώς έμαθα τα πρώτα μου γράμματα.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη δεν πήγε καν στο δημοτικό
Είχα μάθει το αλφάβητο σχεδόν μόνη μου, και ύστερα έμαθα να διαβάζω. Ο πατέρας μου με έκπληξη παρακολούθησε αυτή μου την πρόοδο. Στο Αρσάκειο έδωσα εξετάσεις κρυφά από τους γονείς μου. Ήταν παράξενο γιατί πήγα ως συνοδός των αδελφών μου που ήταν να εξεταστούν και εξετάστηκα κι εγώ. Απάντησα ό,τι με ρώτησαν και με πέρασαν και με πήραν χωρίς να πληρώσουμε. Πήγαινα σχολείο και έπαιζα στο θέατρο. Μετά από λίγους μήνες πήγαμε στη Σμύρνη, εκεί δεν πήγα σχολείο, είχα μια δασκάλα».
Η σκληρή μάνα
Οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων της Κοτοπούλη διασώθηκαν χάρις στον αγαπημένο της Ίωνα Δραγούμη στα «Φύλλα ημερολογίου». Εκεί γίνεται λόγος για τη βάναυση μητέρα. Μαθαίνει την κόρη της να εκμεταλλεύεται τις γνωριμίες της και να παίζει ένα σύνθετο κοινωνικό παιχνίδι ενώ την ίδια ώρα την τιμωρεί για τις συνέπειες αυτού του παιχνιδιού. Την ενθαρρύνει να συνάπτει σχέσεις και μετά τη δέρνει για να διαφυλάξει την ηθική της. «Πολύ μικρή οι βίαιες σκηνές που είχε ο πατέρας μου και τη μητέρα μου, το ξύλο που έπεφτε αλύπητα σε μικρούς και μεγάλους με είχαν τρομοκρατήσει. Μικρή δε θυμάμαι ποτέ να μου έδειξε ξεχωριστεί συμπάθεια ή καν κάποια φροντίδα ξέχωρη για την ανάπτυξή μου. Με είχαν αφήσει κάπως παραπεταμένη. Η Φωτεινή και η Χρυσούλα είχαν παντού τα πρωτεία. Όχι μόνο στη σπουδή, μα και στα ρούχα ακόμη ως μια ηλικία δε μου είχαν αγοράσει δικό μου πράμα. Απόκτησα δικό μου καπέλο αφού είχα φάει ξύλο αλησμόνητο. Με έπεισε οριστικά με ένα πειστικότατο και αλησμόνητο χαστούκι – λέει για την είσοδό της στο Βασιλικό Θέατρο….
Ο γάμος και ο μεγάλος έρωτας
Το 1924 παντρεύτηκε τον αιγυπτιώτη επιχειρηματία Γιώργο Χέλμη (1891-1975), με τον οποίο έζησε για το υπόλοιπο της ζωής της. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Το 1926 έκτισε το εξοχικό της στην περιοχή του Ζωγράφου, το οποίο σήμερα στεγάζει του Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη.
Το 1908, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε στην εκεί ελληνική πρεσβεία. Η πολύκροτη σχέση τους βάστηξε μέχρι τη δολοφονία του αγαπημένου της, στις 30 Ιουλίου 1920, από υποστηρικτές του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η τιμητική διάκριση
Τη Μαρίκα Κοτοπούλη την χαρακτήρισαν «δόξα της ελληνικής σκηνής», «θαύμα σκηνικής σαγήνης», «αληθινή ενσάρκωση της μεγάλης τέχνης και ιδανικόν της ελληνικής σκηνής» και «μοναδική της Ελλάδος τραγωδό».Το 1921 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’ και το 1923 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Μαρίκα Κοτοπούλη απείχε συνειδητά από τις θεατρικές παραστάσεις και βοήθησε αρκετούς αριστερούς συναδέλφους της, που διώκονταν για την αντιστασιακή τους δράση. Η ίδια ανήκε στη Δεξιά και υποστήριζε τον θεσμό της βασιλείας.
Μετά την απελευθέρωση διορίστηκε πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο μετονομάστηκε σε Βασιλικό, αμέσως μετά την παλινόρθωση της βασιλείας το 1946. Συμμετέχοντας σε κλιμάκιο του Βασιλικού Θεάτρου ερμήνευσε το ρόλο της Κλυταιμνήστρας στις παραστάσεις της «Ορέστειας» του Αισχύλου, που δόθηκαν το 1949 στο Ηρώδειο και τιμήθηκε με το ανώτατο παράσημο της χώρας από τον βασιλιά Παύλο. Την ίδια χρονιά παρέδωσε τα ηνία του θιάσου της στον ανιψιό της Δημήτρη και η ίδια περιορίστηκε σε έκτακτες εμφανίσεις.
Σαράντα ημερών ανέβηκε στο σανίδι
Το βάπτισμα του πυρός η Μαρίκα Κοτοπούλη στο θέατρο το πήρε βρέφος σαράντα ημερών στο έργο «Ο Αμαξηλάτης των Άλπεων», που ανέβασε ο θίασος των γονιών της. Σε ηλικία έξι ετών έπαιξε το ρόλο της μικρής μαθήτριας στην πρώτη ελληνική επιθεώρηση «Λιγ’ απ’ όλα» των Μίκιου Λάμπρου και Λάμπου Αστέρη. Μέχρι τα δέκα της είχε υποδυθεί το τέκνο του λοχία Γουλιέλμου στους «Δύο Λοχίας» των Ντομπινί, Μποντουέν και Μαγιάρ, το φάντασμα στον σεξπιρικό «Μάκβεθ», την Αδιαφορίδου στο «Παρθεναγωγείον» του Δεληκατερίνη και τον Έρωτα στο έργο του Καλοστύπη «Προμηθεύς εν Ολύμπω».
Οι θεατρικές εμφανίσεις
Από το 1897 η Μαρίκα Κοτοπούλη έκανε θεατρικές εμφανίσεις με τον θίασο των γονιών της και εκτός Αθηνών – Θεσσαλονίκη, Σύρο, Ναύπλιο, Πάτρα και Σμύρνη – ερμηνεύοντας ρόλους, όπως την Κυρά-Γιάννενα στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Κορομηλά, τη Μάγδα στο ομώνυμο δράμα του Ζούντερμαν και την κυρία Λάσκαρη στα «Μαλλιά Κουβάρια» του Νικολάου Λάσκαρη. Έκανε μεγάλη εντύπωση για τις υποκριτικές της ικανότητες και οι κριτικοί της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης και ο Ιωάννης Κονδυλάκης, δεν φείσθηκαν κολακευτικών σχολίων για τις επιδόσεις της στο θεατρικό σανίδι.
Το 1902 προσελήφθη στη «Νέα Σκηνή» του Χρηστομάνου, αλλά αποχώρησε γρήγορα, για να ενταχθεί στο νεοσύστατο «Βασιλικό Θέατρο Αθηνών». Στην πρώτη της εμφάνιση ερμήνευσε τον Μώμο στο σεξπιρικό «Όνειρον Θερινής Νυκτός» και συνέχισε με την Ιφιγένεια στην ομώνυμη τραγωδία του Γκαίτε και τη Μαργαρίτα στον «Φάουστ» του ιδίου. Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια», που ανέβηκε στη δημοτική το Νοέμβριο του 1903 από το Βασιλικό Θέατρο και προκάλεσε τη βίαια αντίδραση των οπαδών της καθαρεύουσας. Τα αιματηρά επεισόδια που ακολούθησαν είναι γνωστά ως «Ορεστειακά».
Το ταξίδι στο Παρίσι
Η Μαρίκα Κοτοπούλη τον Οκτώβριο του 1906 αναχώρησε για το Παρίσι, συνοδευόμενη από τον εξάδελφό της ηθοποιό Πέτρο Νικολάου. Στη γαλλική πρωτεύουσα παρέμεινε επί τετράμηνο, όπου παρακολούθησε πλήθος παραστάσεων κι ενημερώθηκε για τις τρέχουσες θεατρικές εξελίξεις. Αμέσως μετά την επάνοδό της στην Αθήνα εμφανίσθηκε για είκοσι μέρες στη Σύρο με τον θίασο της μητέρας της, παίζοντας μεταξύ άλλων στα έργα «Μάγδα» του Ζούντερμαν, «Κυρά της Θάλασσας» του Ίψεν και «Αρχισιδηρουργός» του Ονέ. Μετά την περιοδεία αυτή επέστρεψε στην Αθήνα και, όπως έγραψε ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, έστησε τον θρόνο της στην ελληνική πρωτεύουσα, ο οποίος παρέμεινε έκτοτε ασάλευτος.
Η θιασαρχική της σταδιοδρομία
Η θιασαρχική σταδιοδρομία της Μαρίκας Κοτοπούλη άρχισε το 1908, όταν ίδρυσε θίασο με τον κωμικό Κωνσταντίνο Σαγιώρ και παρουσίασαν το έργο του Μπράκο «Μητέρα». Στη συνέχεια ανέβασαν τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου (10 Ιουνίου 1909), το μονόπρακτο του Νιρβάνα «Όταν σπάσει τα δεσμά του» (Αύγουστος 1909) και «Τα χαμίνια» του Δεληκατερίνη (Σεπτέμβριος 1909). Τον χειμώνα του ίδιου χρόνου, ο θίασός της περιόδευσε στην Κωνσταντινούπολη, τη Σύρο και τον Βόλο.
Το 1911 ίδρυσε νέο θίασο σε συνεργασία με τον κωμικό ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Ιωάννη Παπαϊωάννου και παρουσίασε στο «Αττικόν» της οδού Σταδίου την «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ. Τον Απρίλιο του 1912 συγκρότησε τον πρώτο προσωπικό της θίασο και απέκτησε δική της θεατρική στέγη στην πλατεία Ομονοίας, στο θέατρο της «Νέας Σκηνής», που ανακαινίσθηκε και μετονομάστηκε σε «Θέατρον Μαρίκας Κοτοπούλη». Εκεί, έπαιξε επί σειρά ετών σπουδαίους ρόλους, όπως την «Ηλέκτρα» του Αισχύλου, την «Ηρώ» του Γκριλπάτσερ, τη Δεισδαιμόνα στον «Οθέλλο» του Σέξπιρ, τη Στρίγκλα στο «Ημέρωμα της Στρίγκλας» του Σέξπιρ, τη Φραγκίσκα στον «Αμαξά Ένσελ» του Χάουπτμαν, την Πορκία στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σέξπιρ, τη Φαύστα στην ομώνυμη τραγωδία του Βερναρδάκη και την Αγαθή στον «Νικηφόρο Φωκά» του ιδίου.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη στην «Εκάβη» του Ευριπίδη
Ένας από τους πολλούς σταθμούς της θεατρικής της σταδιοδρομίας, υπήρξε η παράσταση της «Εκάβης» του Ευριπίδη, που δόθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο στις 18 Σεπτεμβρίου 1927, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, ο οποίος έγραψε τότε: «Η παράσταση της Εκάβης, οφείλεται αποκλειστικά στο μεγάλο ενθουσιασμό της Μαρίκας Κοτοπούλη και στη θερμή αγάπη της για την αρχαία τραγωδία. Μία τόσο εξαιρετική καλλιτέχνις δεν είναι δυνατό, παρά να νοιώθει βαθιά, πως τελικός προορισμός της είναι να ζωντανεύει τις αρχαίες ηρωίδες».
Το 1929 ίδρυσε την «Ελευθέρα Σκηνή» μαζί με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σπύρο Μελά και τον γαμπρό της Μήτσο Μυράτ, η οποία παρουσίασε έργα νέας πνοής (Λερνορμάν, Μπατάιγ). Το 1930 σημείωσε μεγάλη επιτυχία με την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχώρησε για μεγάλη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έδωσε παραστάσεις στη Νέα Υόρκη, τη Βοστώνη, το Ντιτρόιτ, το Σικάγο και το Κλίβελαντ με τα έργα «Ερωτόκριτος», «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», «Ηλέκτρα», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Στέλλα Βιολάντη» κ.ά. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης έγραψαν για την παράσταση της «Ηλέκτρας»: «Μολονότι η κ. Κοτοπούλη, αδράχνει τον ρόλο της με σφοδρότητα, είναι πάντοτε κυρίαρχος όλων των θυελλωδών συγκινήσεών της».
Τον Απρίλιο του 1932 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με την άλλη μεγάλη κυρία του νεοελληνικού θεάτρου, την Κυβέλη. Η συνεργασία τους διάρκεσε με διαλείμματα έως το 1934. Παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, το έργο του Μπέρναρ Σο «Το επάγγελμα της κυρίας Ουόρεν», που ήταν η πρώτη απόπειρα της Κοτοπούλη σε κωμικό ρόλο.
Το 1933 εμφανίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη. Πρωταγωνίστησε στην ελληνοτουρκική συμπαραγωγή «Ο κακός δρόμος» («Fena Yol»), που σκηνοθέτησε ο Ερτογρούλ Μουχσίν σε σενάριο Γρηγορίου Ξενόπουλου, με συμπρωταγωνιστές την Κυβέλη, τον Γιώργο Παππά και τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Μετά την εγκατάλειψη του «Θεάτρου Κοτοπούλη», η Μαρίκα ίδρυσε το 1937 το νέο θέατρό της, το επιβλητικό «Ρεξ» επί της οδού Πανεπιστημίου, παρουσιάζοντας με μεγάλη επιτυχία το έργο του Αντρέ Ζοζέ «Ελισάβετ». Το 1939 γιορτάστηκε η τριακονταετία της θιασαρχικής της διαδρομής και ο θίασός της έγινε ημικρατικός.
Τα φιντάνια που εξελίχθηκαν σε κορυφαίους πρωταγωνιστές
Δίπλα στη Μαρίκα Κοτοπούλη μαθήτευσαν και αναδείχθηκαν σημαντικές προσωπικότητες του νεοελληνικού θεάτρου, όπως ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Μήτσος Μυράτ, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γιώργος Παπάς, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Γιώργος Γληνός, ο Κάρολος Κουν, η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη και η Σαπφώ Νοταρά. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το νεοελληνικό έργο και ανέδειξε συγγραφείς της γενιάς της και νεώτερους (Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παντελής Χορν, Δημήτρης Μπόγρης, Αλέκος Λιδωρίκης, Δημήτρης Ιωαννόπουλος, Άγγελος Τερζάκης, Δημήτρης Ψαθάς, Σακελλάριος – Γιαννακόπουλος).
Το τέλος
Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε αιφνιδίως από καρδιακή ανακοπή στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1954, σε ηλικία 67 ετών.
https://youtu.be/9Ewen3Zxo9Y