Ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1939 σ’ ένα τσαντίρι στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας, όπου ζούσε εκείνη την περίοδο η οικογένειά του, αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω.
Της: Έπη Τρίμη
Ο πατέρας του, Ηλίας Αγγελόπουλος, ήταν πλανόδιος μικροπωλητής και πέθανε όταν ο Μανώλης ήταν 13 ετών. Έτσι, το νεαρό τσιγγανόπουλο βγήκε νωρίς στη βιοπάλη. Δούλεψε λουστράκος, γυρολόγος, σιδεράς και πωλητής χαλιών, πάντα με το τραγούδι στα χείλη. Ήταν παντρεμένος με την τραγουδίστρια Κωνσταντίνα, ενώ από τον πρώτο του γάμο με την επίσης τραγουδίστρια Αννούλα Βασιλείου είχε αποκτήσει τρία παιδιά, τη Μαρία, τον Ηλία και τον Στάθη Αγγελόπουλο.
Με την προτροπή του εξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου, που έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη και την ενθάρρυνση του λαϊκού συνθέτη Θεόδωρου Δερβενιώτη, που ενθουσιάστηκε με την ποιότητα της φωνής του, αποφάσισε ο Μανώλης Αγγελόπουλος στα 17 του να ασχοληθεί επαγγελματικά με του τραγούδι. Στα τέλη του 1956 άρχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκό κέντρο του Χαϊδαρίου, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τη Σωτηρία Μπέλλου. Την ίδια περίοδο ηχογράφησε το πρώτο του δισκάκι με το τραγούδι του Τόλη Εσδρά «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα», που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Στις αρχές του 1958 ήλθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το ινδοπρεπές τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 100.000 κομμάτια και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη.Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας οι ινδικές ταινίες, και οι εταιρίες έψαχναν τους κατάλληλους ερμηνευτές!
Ο Ανέστος Αθανασίου συνάντησε τον Μανώλη Αγγελόπουλο στον Κινηματογράφο “Όνειρο”, όπου ο νεαρός παρακολουθούσε τι άλλο – μια ινδική ταινία, όπως ήδη αναφέραμε. Του έκλεισε ραντεβού στην Κολούμπια αλλά ο Αγγελόπουλος δεν εμφανίστηκε. Ο Ανέστος έξω φρενών τον πέτυχε την άλλη μέρα σε μια λέσχη μπιλιάρδου, τον πλησίασε και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι, λέγοντάς του: “Έτσι είστε εσείς οι γύφτοι, δε γίνεστε άνθρωποι!”
Στα 33 χρόνια της πορείας του στο λαϊκό τραγούδι ο Μανώλης Αγγελόπουλος ερμήνευσε μεγάλες επιτυχίες, που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από τον κόσμο.
Στο ενεργητικό του είχε δεκάδες εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες και επιθεωρήσεις, ενώ πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν Έλληνες μετανάστες: Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, Δυτική Γερμανία και Βέλγιο. Στις 19 και 20 Ιουνίου του 1983 ήρθε η καταξίωση με τις δύο συναυλίες του στο Θέατρο του Λυκαβηττού, όπου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Δεν έλειψαν και τα επικριτικά σχόλια από μερίδα του δημοσιογραφικού και πνευματικού κόσμου, που τον χαρακτήρισαν «τουρκόγυφτο» και «τσιφτετελιστή», αλλά και για τη μετάδοση της συναυλίας του από την ΕΡΤ.
Κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης, ο τραγουδιστής συνάντησε στο φουαγιέ της εταιρίας δύο νεαρές κοπέλες. Τις πλησίασε και τους έπιασε την κουβέντα. Από τη πρώτη στιγμή τον γοήτευσε η ξανθιά με τα εντυπωσιακά μάτια. Ήταν η Αννούλα Βασιλείου, η οποία βρισκόταν στην εταιρία για ακρόαση. Ο Αγγελόπουλος αμέσως άρχισε τα κομπλιμέντα και το φλερτ. Η Αννούλα Βασιλείου, σε συνέντευξή της στη «Μηχανή του Χρόνου», ανέφερε πως δεν θα ξεχάσει ποτέ τις πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν: «Έρχεται καταπάνω μας και μου λέει εμένα «τα κορίτσια τι κάνουν εδώ; Εσύ μικρό με τα τιγρίσια μάτια;». Μου έχει μείνει αυτό και δεν θα το ξεχάσω. Του λέω «Κύριε Αγγελόπουλε, θέλω ένα αυτόγραφο». «Θα σου δώσω» μου λέει «αφού με περιμένεις». Αφού τελείωσε, ήρθε και με ρώτησε τι έκανα εκεί. Του είπα ότι θέλουν να ακούσουν τη φωνή μου.
Μου λέει «θα σε φάνε εδώ που ήρθες». Μετά την ηχογράφηση, ο τραγουδιστής που είχε γοητευτεί από την ομορφιά της Αννούλας, της πρότεινε να τη συνοδεύσει στο σπίτι της. Όταν έφτασαν και η μητέρα της κοπέλας ρώτησε ποιος ήταν ο συνοδός της, εκείνη απάντησε «ο τσιγγάνος είναι μαμά, ο τραγουδιστής. Θα με πάρει μαζί του». Όπως ανέφερε η Αννούλα Βασιλείου, η μητέρα της «στραβομουτσούνιασε», όχι γιατί ο Αγγελόπουλος ήταν τσιγγάνος, αλλά γιατί ήταν πολύ αυστηρή και δεν ήθελε η κόρη της να «μπλέξει».
Το πρόβλημα τελικά το είχε η μητέρα του Μανώλη Αγγελόπουλου. Η κοπέλα που της παρουσίασε ο γιος της αρχικά σαν συνεργάτιδα και αργότερα σαν σύντροφό του, δεν ανήκε στην τσιγγάνικη φυλή, γεγονός που έκανε την κυρα Ερασμία έξαλλη. Η Ερασμία Αγγελοπούλου ήταν από τη φύση της μια δυναμική γυναίκα που εκτελούσε και χρέη μάνατζερ για τον γιο της. Η χάρη της έφτανε ακόμα και στα δισκοπωλεία, όπου πήγαινε και έλεγχε αν είχαν τους δίσκους του γιου της.
Όταν παρατηρούσε κάποια έλλειψη, έκανε φασαρία. Απαιτούσε από τους ιδιοκτήτες να παραγγείλουν επί τόπου τους δίσκους και περίμενε υπομονετικά στο κατάστημα μέχρι να φτάσει η παραγγελία. Με την ίδια αυστηρότητα αντιμετώπισε και την Αννούλα. «Πάω στην Αγία Βαρβάρα και βλέπω τη μάνα του, μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, μία πολύ ωραία με τις φούστες και αρχίζει να του φωνάζει στα τσιγγάνικα και να βρίζει». Εκτός από την κυρία Ερασμία σχεδόν όλοι οι τσιγγάνοι δεν ήθελαν ένας δικός τους άνθρωπος να παντρευτεί μια κοπέλα που δεν ανήκε στη φυλή τους. Ούτε το εγγόνι κατάφερε να συγκινήσει την κα. Ερασμία «Μάνα μου γλυκιά μανούλα, αγαπάω την Αννούλα» Ο έρωτας του ζευγαριού και οι αντιδράσεις της φυλής των τσιγγάνων έγιναν τραγούδι. Ο συνθέτης Θόδωρος Δερβενιώτης και ο στιχουργός Κώστας Βίρβος έγραψαν για τον Μανώλη Αγγελόπουλο το «Αγαπάω την Αννούλα», που περιέχει τον στίχο: «Μάνα μου, γλυκιά μανούλα, αγαπάω την Αννούλα». Ούτε το πετυχημένο τραγούδι όμως δεν έκαμψε την μητέρα του. Οι φήμες οργίασαν ότι ο Αγγελόπουλος μια μέρα, μάλωσε τόσο πολύ με τη μητέρα του για την Αννούλα, με αποτέλεσμα να σπάσει ένα τζάμι και να τραυματιστεί. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος και η Άννα Βασιλείου συνέχισαν να είναι μαζί παρά τις αντιδράσεις. Όμως, οι δύο τραγουδιστές δεν μπορούσαν να παντρευτούν χωρίς τη συγκατάθεση της κυρα Ερασμίας
.
Λίγους μήνες αργότερα η Άννα Βασιλείου έμεινε έγκυος . Οι δυο νέοι αναγκάστηκαν να φύγουν για τον Καναδά. Στο Μόντρεαλ γεννήθηκε ο Ηλίας, ο πρωτότοκος γιος του Μανώλη Αγγελόπουλου. Αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού το ζευγάρι επέστρεψε στην Ελλάδα. Το εγγόνι δεν συγκίνησε τη μητέρα του Αγγελόπουλου, ο οποίος προκειμένου να ζήσει ήρεμα, αναγκάστηκε να φύγει από το πατρικό του και να μετακομίσει στη Νέα Σμύρνη μαζί με την Αννούλα και τον γιο τους. Λίγο αργότερα και ενώ ήταν ακόμη ανύπαντροι, έφεραν στον κόσμο άλλο ένα αγόρι, τον Στάθη. Το 1966 το ζευγάρι αποφάσισε να ανέβει επιτέλους τα σκαλιά της εκκλησίας. Ο γάμος έγινε στον Άγιο Σώστη με παρανυφάκια τα δύο τους παιδιά.
Στον γάμο του ζευγαριού έγινε το αδιαχώρητο Στην εκκλησία συνέβη το αδιαχώρητο. Χιλιάδες κόσμου χειροκροτούσαν το ζευγάρι. Ανάμεσα τους πολλοί ομόφυλοι του Αγγελόπουλου από την Αγία Βαρβάρα, αλλά και συνάδελφοί του. Ο γάμος αποτέλεσε το γεγονός της χρονιάς. Τελικά, η κυρα Ερασμία πήγε στον γάμο. Όχι για να καμαρώσει τον γιο της γαμπρό, αλλά για να καταραστεί την Αννούλα λέγοντας της: «εγώ θα σε χωρίσω εσένα». Ο χωρισμός ήρθε μερικά χρόνια αργότερα. Έχοντας συμπληρώσει 13 χρόνια κοινής ζωής και αφού είχαν κάνει και μία κόρη, οι δρόμοι τους χώρισαν έτσι απλά χωρίς κανείς να μάθει την αιτία. Η Άννα Βασιλείου δεν έχει αποκαλύψει ποτέ το γιατί….
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος πέθανε στις 2 Απριλίου σε νοσοκομείο του Λονδίνου, μία εβδομάδα προτού συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια, εξαιτίας επιπλοκών από εγχείριση καρδιάς (τριπλό μπάι-πας), στην οποία είχε υποβληθεί στις 14 Ιανουαρίου.
Η κηδεία του έγινε στις 6 Απριλίου στην εκκλησία της Αγίας Ελεούσας στην Αγία Βαρβάρα και παραβρέθηκαν χιλιάδες κόσμου, ανάμεσά τους εκπρόσωποι της κυβέρνησης (Ευάγγελος Γιαννόπουλος και Κίμων Κουλούρης) και πολλοί συνάδελφοί του, για να πουν το τελευταίο αντίο στον «βασιλιά των τσιγγάνων». Πάνω στον τάφο του στο Γ’ Νεκροταφείο της Αθήνας τον αποχαιρέτισαν μουσικά, σύμφωνα με δική του επιθυμία, ο Λευτέρης Ζέρβας (βιολί) και ο Βασίλης Σαλέας (κλαρίνο).
Πηγές: sanshmera| Το Φως | Μηχανή του χρόνου