Η Μαίρη Μεταξά γεννήθηκε το 1912 στην Ανατολική Ρωμυλία. Γράφτηκε στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, τον Σεπτέμβριο του 1933.
Της: Έπη Τρίμη
Ήταν η τσαούσα μάνα, η Πολίτισσα, η πληθωρική, η κακιά πεθερά που έβαζε τη μύτη της παντού. Ήταν ακόμη, η υπερπροστατευτική μάνα, κυρίως του Κώστα Βουτσά, με τον οποίο αποτέλεσαν ένα αχτύπητο και άκρως απολαυστικό δίδυμο. Η Μαίρη Μεταξά δεν απέκτησε παιδιά, μα ούτε και παντρεύτηκε ποτέ.
Γεννήθηκε σε μεγαλοαστική οικογένεια, που πρόσφερε τα πάντα στην κόρη της, καθώς και την ανατροφή και μόρφωση που άρμοζε στην τάξη τους. Και μέσα σε αυτά ήταν και το μπαλέτο, το οποίο η μικρή αγάπησε με την πρώτη επαφή.
Έτσι, μοιραία να ήθελε από παιδί να γίνει μια μέρα μπαλαρίνα. Αλλά και να ασχοληθεί με το θέαμα γενικότερα. Και μπορεί να μεγάλωνε στα πούπουλα, όμως, ήταν εργατική και προσηλωμένη στο στόχο της. Πάλευε για όσα κατακτούσε και δεν περίμεναν να της έρθουν από μόνα. Είχε, όμως και υπομονή. Και αυτή η υπομονή αποδείχθηκε σοφή, μιας και για την πρώτη της επαφή με το μεγάλο πανί, χρειάστηκε να περιμένει πολλά χρόνια.
Μέχρι τότε, ασχολείτο με το μπαλέτο, χορεύοντας ως μπαλαρίνα σε οπερέτες. Μάλιστα, ήταν τόσο ταλαντούχα που έγινε γνωστή στους κόλπους του μουσικού θεάτρου της εποχής. Και μέσα από την επαφή αυτή, ήρθε στη ζωή της και το θέατρο.
Η Μαίρη Μεταξά πήρε σύνταξη, απεστρατεύθη και μετά εκλήθη και έκανε δεύτερη καριέρα με τεράστια επιτυχία καθώς η καλλιτεχνική συνύπαρξη με τον Κώστα Βουτσά τής άλλαξε τη ζωή.
Στο καλλιτεχνικό βιογραφικό της αναφέρεται ότι στη δεκαετία του τριάντα σημείωσε προσωρινή επιτυχία στο νούμερο «Οι νέες γυναίκες» μαζί με τη Νανά Σκιαδά και την Ήρα Μαρκοπούλου.
Έπαιζαν σε περιοδεία την επιθεώρηση των Κυπαρίσση – Γιαννακόπουλου «Περιπλανώμενος Αθηναίος» με τον θίασο του Παρασκευά Οικονόμου.
Ο Κώστας Βουτσάς είχε πει: Εκείνη μας έφερε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και τη Μαίρη και εμένα. Προηγουμένως είχαμε πάει περιοδεία με τον θίασό της σε πολλά μέρη της Ελλάδας, και μετά μας έφερε στο θέατρο Περοκέ…» Σύμφωνα με την Καλή Καλό, αυτό συνέβη το 1957… Τότε εκείνη έμενε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Μαθαίνει ότι νοικιάζεται το Στρατιωτικό Θέατρο και αποφασίζει να το πάρει.
Προηγουμένως πάει να δει την παράσταση του θιάσου που εστεγάζετο μέχρι τότε εκεί, μήπως και βρει κανέναν ηθοποιό, ως συμπληρωματικό, γιατί τον θίασό της θα τον συγκροτούσε και θα τον έφερνε από την Αθήνα.
Ξεχώρισε «μια νόστιμη, μελαχρινή τραγουδίστρια με ζεστή φωνή, την Κίτσα Παπαδοπούλου, την πασίγνωστη σήμερα Μαρινέλα δηλαδή, και έναν νεαρό ηθοποιό, τον Κώστα Βουτσά».
Η Καλή Καλό γράφει επί λέξει στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο « Όσα δεν πήρε ο άνεμος» (Όπως θα διαπιστώσετε, η ματιά της στα γεγονότα είναι άκρως υποκειμενική…):
«Μόλις τελείωσε η παράσταση τους καλεί ο Σωματάρχης -αυτούς τους δύο- στο γραφείο του θεάτρου, όπου μας σύστησε.[…] Τότε τους λέω ότι, αν θέλουν, μπορώ να τους κρατήσω για τον μεγάλο θίασό μου που φέρνω από την Αθήνα, ως συμπληρωματικούς.
«Κανονίσαμε και τον μισθό, από είκοσι ή είκοσι πέντε δραχμές την ημέρα ο ένας, νομίζω, και θα τους ειδοποιούσα πότε αρχίζουμε πρόβες.
«Κατεβαίνω αμέσως στην Αθήνα, σχηματίζω τον θίασο με τους Τάκη Μηλιάδη, Πέτρο Πανταζή, Τάκη Χριστοφορίδη, αδελφές Αλέκα και Στέλλα Στρατηγού, Αρ. Χρυσοχόου, Γιώργο Λουκάκη, Φ. Ντάβου, Μπερέιγ, Γ. Στεφάνου, Ριζούδη, Ντιάνα Γκρέης και Μαίρη Μεταξά. Ορχήστρα Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλου, κοστούμια Σκαλιντό-Αντουάν, σκηνικά Φιντανό. Κι αναγγέλλω την υπερεπιθεώρηση “Γαρύφαλλο στ’ αυτί”.
»[…] Όταν έφτιαχνα τον πιο πάνω θίασο στην Αθήνα για τη Θεσσαλονίκη, είχα ήδη κλείσει, χωρίς ακόμα να υπογράψουμε συμβόλαιο, για καρατερίστα, την εξαίρετη Γκόλφω Μπίνη.
Και μια μέρα, όπως ήμουνα στο σπίτι της μητέρας μου, χτυπάει η πόρτα, και μπαίνει μια μεγάλη γυναίκα, τεραστίων διαστάσεων, η οποία μόλις με βλέπει πέφτει στα πόδια μου, μου τ’ αγκαλιάζει κι αρχίζει κλαίγοντας, να με παρακαλεί:
»Σε παρακαλώ κοριτσάκι μου, σε ικετεύω, έμαθα πόσο καλή καρδιά έχεις! Πάρε με στον θίασό σου, σε παρακαλώ παιδί μου.
Μου λείπουν τρεις μήνες για τη σύνταξή μου, δεν έχω κανέναν άλλο στον κόσμο, θα πεθάνω, αν δε με βοηθήσεις!
»Όλα αυτά τα είπε μονορούφι. Εγώ τα ’χασα, αιφνιδιάστηκα. Της πιάνω τα χέρια και τη βοηθάω να σηκωθεί λέγοντάς της: Κυρία μου, σας παρακαλώ, σηκωθείτε, ηρεμήστε και πέστε μου τι σας συμβαίνει; […] Και μου εξήγησε:
»Λέγομαι Μαίρη Μεταξά. Δεν είμαι γνωστή ηθοποιός και μου λείπουν τρεις μήνες να συμπληρώσω τα ένσημά μου για να πάρω τη σύνταξή μου. Σε παρακαλώ παιδί μου, θα κάνεις μεγάλο ψυχικό αν με πάρεις. Και από μένα, ό,τι θέλεις. Να σου σιδερώνω, να σου πλένω! Θα κάνω ό,τι μπορώ! Γελώντας της λέω: Κυρία μου, τι είναι αυτά που λέτε; Σας παρακαλώ! Λυπάμαι ειλικρινά, αλλά έχω κλείσει συμφωνία με την κυρία Μπίνη. Όχι παιδάκι μου, δεν έχει ανάγκη η Γκόλφω από δουλειά. Εκείνη είναι γνωστή στην Αθήνα και μπορεί να βρει δουλειά. Τότε εγώ συγκινημένη απ’ όλη αυτή την ιστορία, της λέω: Κοιτάξτε, θα δω την κυρία Μπίνη κι αν όντως δεχτεί να με απαλλάξει από τη συμφωνία μας, τότε ευχαρίστως, να σας πάρω στη θέση της. Εγώ καρατερίστα χρειάζομαι. Πράγματι την επόμενη συναντώ την κυρία Μπίνη, η οποία με πολλή αξιοπρέπεια και καλοσύνη μου λέει: Δεν πειράζει, Καλή μου. Πάρε τη Μεταξά που έχει πιο πολλή ανάγκη από μένα».
Και κάτι χαριτωμένο από εκείνη την εποχή, όπως το αφηγείται ο Κώστας Βουτσάς: «Όταν ήλθαμε στο Περοκέ η Καλή Καλό ανέβασε μια επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου.
»Ο τίτλος ήταν “Πάρε κόσμε”, σατίριζε τον ντόρο ο οποίος γινόταν και τότε με τις μετοχές.
»Θυμάμαι ότι σ’ ένα νούμερο του Τάκη Μηλιάδη, η Μαίρη Μεταξά έβγαινε ως βουβό πρόσωπο.
»Το ήξεραν όλοι πως ήταν καλή ηθοποιός, καλή κωμική καρατερίστα, πολύ καλή…
»Πώς είχε βγει έτσι το νούμερο αυτό, και δεν είχε ρόλο η Μαίρη, δεν μπορώ να καταλάβω. Τέλος πάντων…
»Πάει λοιπόν στον Σακελλάριο και του λέει:
»Βρε Αλέκο, βγαίνω στη σκηνή στο νούμερο του Μηλιάδη ως τουρίστρια και δε λέω μια λέξη…
»Κάτσε μια στιγμή να φωνάξω τον Χρήστο, της λέει εκείνος.
»Τον φωνάζει…
»0 Γιαννακόπουλος έπινε το ουισκάκι του.
»Κατεβαίνει αργά αργά από το μπαρ του θεάτρου και έρχεται προς το μέρος του.
»Εν τω μεταξύ η Μεταξά περίμενε με αγωνία τι θα πει ο Χρήστος, γιατί ο Χρήστος αποφάσιζε τις πιο πολλές φορές.
»Του λέει ο Σακελλάριος.
»Βρε Χρήστο, μήπως μπορούμε να βάλουμε κάτι εδώ στη Μαίρη τη Μεταξά;
»Γιατί; Τι κάνει;
»Κάνει μια τουρίστρια στο νούμερο του Μηλιάδη μαζί με όλο το τσούρμο και δε λέει λέξη…
»Ε, μπαίνοντας ας πει ένα No λέει ο Γιαννακόπουλος και φεύγει…
»Και μένει η Μαίρη με το στόμα ανοιχτό…»
«Τη Μαίρη από κει και πέρα την είχα σχεδόν πάντα στον θίασό μου και στον κινηματογράφο…» λέει ο Βουτσάς.
«Την αγαπούσε πολύ και ο Δαλιανίδης, γιατί ήταν πολύ χρήσιμη ηθοποιός. Έκανε ό,τι ήθελες, οποιονδήποτε ρόλο και μάλιστα την Κωνσταντινουπολίτισσα την έκανε τέλεια…»
Η Μαίρη Μεταξά έκανε τις ταινίες: «Η κυρά μας η μαμή» με τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Ορέστη Μακρή, «Δυο τρελοί και ο ατσίδας» με τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Αλέκο Τζανετάκο, «Η ωραία του κουρέα» με τον Γιάννη Γκιωνάκη και τη Μάρθα Καραγιάννη, «Η περίπτερού» με τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Αλέκα Στρατηγού.
«Η γλυκιά μου η Μαίρη. Ήταν και στη ζωή, όπως τη βλέπετε και στις ταινίες, γι’ αυτό και όλοι την αγάπησαν.
»Πολλές φιλίες μαζί της είχε ο υπουργός, ο Βαγγέλης ο Γιαννόπουλος. Οι δυο τους είχαν έναν πολύ τρυφερό φιλικό δεσμό.
»Δεν είχε ελαττώματα.
»Ήταν θυμάμαι, μόνον δεινή καπνίστρια και μεγάλη κουμκαντζού.
»Όχι ότι είχε πάθος με τα χαρτιά ή ότι έπαιζε μεγάλα ποσά και τέτοια, όχι, απλώς της είχε μείνει αυτή η συνήθεια από το θέατρο, γιατί όταν πηγαίναμε περιοδεία ή όταν ήμαστε πολλές ώρες στο καμαρίνι, δεν είχαμε τι να κάνουμε και παίζαμε κανένα χαρτάκι για να περνά η ώρα.
»Το ’χουν αυτό οι ηθοποιοί…»
«Έμενε στην οδό Καλύμνου, ολομόναχη», θυμάται ο Νίκος Αθερινός.
«Δεν παντρεύτηκε ποτέ…
»Απ’ ό,τι είχα ακούσει κάποτε εργάστηκε και σαν παραδουλεύτρα. Ήταν την εποχή που ήθελε να συμπληρώσει τα ένσημά της για να βγει στη σύνταξη…
»Ήταν ξενύχτισσα. Έμενε μαζί μας μέχρι το ξημέρωμα στα τραπεζάκια της πλατείας Βικτωρίας.
»Για κάποια χρόνια εδέησε να χαρεί τη δόξα.
»Είχε δίψα για τη δουλειά της.
»Ακόμη και άρρωστη, με το μπαστουνάκι της στο χέρι, όταν άκουγε να μιλάμε για κάποια νέα παράσταση, μου έλεγε και το εννοούσε:
»Εμένα δε θα μου γράψεις τίποτα;…»
Ο Βύρων Μακρίδης αναφέρει κάτι που αν μη τι άλλο ξαφνιάζει:
«Τη Μαίρη Μεταξά τη γνώρισα λίγα χρόνια προτού φύγει από τη ζωή.
»Όταν έμπαινες στο σπίτι της είχε μια φωτογραφία δική της με ένα μαγιό εποχής, από την εποχή που ήταν κοπέλα, λυγερόκορμη και αδύνατη.
»Η φωτογραφία αυτή είχε και μια ιδιόχειρη αφιέρωση από κάτω.
»Μαιρούλα θα σ’ αγαπώ πάντα. Ο Κώστας σου έγραφε.
»Ξέρετε ποιος ήταν ο Κώστας;…
»Ο συγχωρεμένος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Τον είχε γνωρίσει ως φοιτητή της Νομικής…»
»Το τέλος ήλθε το 1991.
«Είχαμε πια μια σχέση πραγματικής μάνας και γιου κι ο κόσμος, βέβαια, νόμιζε ότι ήταν στ’ αλήθεια μητέρα μου.
»Αφού με ρωτούσαν πολλές φορές…
»Μάνα σου είναι η Μεταξά;
»Όπως κι εκείνη τη ρωτούσαν…
»Ο Βουτσάς είναι γιος σου;
»Την έβλεπα πολύ συχνά εκτός δουλειάς.
»Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο.
»Δεν είμαι καλά. Έλα να με πάρεις, μου λέει.
»Την πήρα και την πήγα σε μια κλινική στη Σόλωνος.
»Την επισκεπτόμουνα καθημερινά. Κάθε τόσο πήγαινα και ρωτούσα τους γιατρούς, να μάθω πώς πάει.
»Δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι αυτή τη γυναίκα.
»Ήταν μόνη της στον κόσμο αυτή η γυναίκα.
»Της φέρθηκα σαν πραγματικός της γιος.
»Κι όταν κάποτε δεν πήγα να τη δω, γιατί είχα πολλές δουλειές, εκείνη με περίμενε.
»Την επόμενη μέρα ήταν θυμωμένη· μόλις πήγα με κατσάδιασε. »Γιατί δεν ήλθες χθες να με δεις;
»Με μάλωσε, όπως μαλώνει μια μάνα τον γιο της.
»Εγώ, βέβαια, γελούσα. Το έβλεπα τόσο τρυφερό όλο αυτό. »Και φυσικά στα χέρια μου τελείωσε η Μαίρη η Μεταξά».
Σαν να ’χε γιο…
Μπορεί να έμεινε στη συνείδηση όλων ως η «Ελληνίδα μάνα» του κινηματογράφου, όμως, η Μαίρη Μεταξά δεν απέκτησε ποτέ παιδιά. Ούτε και παντρεύτηκε. Όσοι την γνώριζαν από κοντά, είχαν να λένε για το πόσο ευγενική και καλή ήταν. Βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη. Όμως, όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, δεν άργησε να ξεχαστεί. Όπως συμβαίνει, άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις.
Τα προβλήματα υγείας που την ταλαιπωρούσαν, την έκαναν να πάρει την απόφαση να αποσυρθεί. Όσο διάστημα απείχε, την είχαν ξεχάσει όλοι. Μόνο ο «γιος» της ο Κώστας Βουτσάς ήταν εκεί για να τη βοηθάει, όποτε μπορούσε.
Τον Ιανουάριο του 1987, η δεινή καπνίστρια Μαίρη Μεταξά εισήχθη εσπευσμένα στο Σισμανόγλειο με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα, καθώς έπασχε από χρόνια αποφρακτική ανεπάρκεια. Δίπλα της τις μέρες που νοσηλευόταν ήταν ο «γιος» της, ο Κώστας Βουτσάς. Τα έξοδα της νοσηλείας της αλλά και η κηδεία της καλύφθηκαν με δαπάνη του Ταμείου Αλληλοβοήθειας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μιας και κανένας συγγενής της δεν εμφανίστηκε. Κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά αν είχε απομείνει τότε κάποιος στη ζωή ή δεν είχαν σχέσεις.
Το φευγιό της «μάνας» ήταν μοναχικό. Το τελευταίο «αντίο» εκτός από μοναχικό ήταν και εξοργιστικό. Και τα είχε πει τότε, όλα με μία φράση ο Αρτέμης Μάτσας, στον επικήδειο που εκφώνησε. «Έφυγες τυλιγμένη στη μοναξιά. Αλλά ο θάνατος στην εποχή μας θέλει δημόσιες σχέσεις». Η Μαίρη Μεταξά φαίνεται πως δεν ήταν των δημοσίων σχέσεων. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσεις ότι στην κηδεία της είχαν πάει ελάχιστοι συνάδελφοί της;
Μια χούφτα άνθρωποι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία. Ένα μοναχικό φινάλε που δεν ταίριαζε σε μία «μαμά».
Πηγή: Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Αντώνη Μιχ. Πρέκα, «Σαν παλιό σινεμά»….