Η Μαίρη Αρώνη, το πραγματικό επίθετο της οποίας ήταν Αρβανιτάκη, γεννήθηκε το 1914 στην Αθήνα. Μοναχοκόρη της εξαμελούς οικογένειας του Κωνσταντινουπολίτη χρηματιστή και καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής Λέανδρου Αρβανιτάκη, η Μαίρη Αρώνη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1914.Μιλούσε γαλλικά και αγγλικά με άπταιστη προφορά ενώ το υποκριτικό της ταλέντο ήταν ανεκτίμητο.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Με ταλέντο που φάνηκε από νωρίς και παρέα με την ξαδέλφη της Βάσω Μανωλίδου, στράφηκε από μικρή ηλικία στην τέχνη του θεάτρου.Η Μαίρη Αρώνη έμενε στο Καλαμάκι, σε μία βίλα στην οδό Σαλαμίνος – αργότερα Διομήδη Κομνηνού – 8 (κοντά στο Συμμαχικό Νεκροταφείο). Η Μαίρη Αρώνη τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την συνεισφορά της στο θέατρο. Ο Άλιμος μετά τον θάνατό της την τίμησε, δίνοντας το όνομά της στο μικρό θέατρο στην Πλ. Καραϊσκάκη, στο Άνω Καλαμάκι.
Η Μαίρη Αρώνη υπήρξε επίσης επίτιμος δημότης της Ρόδου, τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Ευποιίας (1958) από το Βασιλέα Παύλο και το 1966 με το Μέγα Ταξιάρχη από το Βασιλέα Κωνσταντίνο Β’, καθώς και με άλλες διακρίσεις κυρίως από τη Μέση Ανατολή (Κυβερνήσεων και Πατριαρχείων). Η εκτίμηση που έτρεφε κυρίως το θεατρόφιλο κοινό στο πρόσωπό της για το πλούσιο “τάλαντον” και την ευσυνείδητη επίδοσή της υπήρξε μεγάλη.
Ο ρόλος της «Πάστα Φλώρας» στην ταινία «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», είναι μέχρι σήμερα ένας από τους πιο αγαπητούς στο κοινό
Το όνομά της συνδέθηκε τόσο με αυτόν τον ρόλο που ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολλοί που αντί για το κανονικό όνομα της ηθοποιού, χρησιμοποιούν το «Πάστα Φλώρα».Είναι η ταινία που απογείωσε την κινηματογραφική καριέρα της Μαίρης Αρώνη, η οποία καθιερώθηκε ως «Πάστα Φλώρα». Ο ρόλος δεν προοριζόταν αρχικά για την Μαίρη Αρώνη αλλά για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Η πρωταγωνίστρια ήταν τότε 42 ετών και απέρριψε την πρόταση, καθώς δεν ήθελε να υποδυθεί τη μητέρα της Καρέζη και της Γώγου. Έτσι τη θέση της πήρε η Μαίρη Αρώνη η οποία τότε ήταν 49 ετών.
Ταγμένη πάντα στο θεατρικό σανίδι, έπαιξε με το ίδιο πάθος και ενθουσιασμό τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο ενώ την τελευταία δεκαετία της ζωής της ασχολήθηκε αποκλειστικά με το ραδιόφωνο….
Το Κραχ και η αυτοκτονία του πατέρα της
Το Κραχ του 1929 έμελλε να στιγματίσει την ως τότε ανέμελη ζωή της και να αλλάξει τα σχέδιά της.
Η οικονομική καταστροφή οδήγησε τον πατέρα της στην αυτοκτονία και το όνειρο της υποκριτικής άρχισε να μπαίνει στην άκρη. Η μητέρα της, προκειμένου να τα βάλουν πέρα οικονομικά, σκόπευε να ανοίξει και πάλι τον οίκο ραπτικής τον οποίο διατηρούσε παλιά έχοντας στο μυαλό της ότι η κόρη της θα εργαστεί εκεί.
Όταν όμως η Βάσω Μανωλίδου μπήκε στη Δραματική Σχολή του νεοσύστατου τότε Εθνικού Θεάτρου, η Μαίρη Αρώνη έκανε μέχρι και απεργία πείνας για να πείσει τη μητέρα της να αλλάξει γνώμη και να την αφήσει να δώσει εξετάσεις.
Αποφοίτησε από τη Δραματική σχολή με άριστα στην απαγγελία και τη φωνητική και παράλληλα φοιτούσε και στο Μουσικό Λύκειο Αθηνών.
Η γνωριμία της Μαίρη Αρώνη με τον σύζυγό της και το ντεμπούτο της στη σκηνή
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της γνώρισε τον σύζυγό της και ηθοποιό, Θόδωρο Αρώνη, αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της, του οποίου το επίθετο υιοθέτησε σε όλη την καριέρα της. Η ηθοποιός έκανε το ντεμπούτο της το 1934 στο θεατρικό έργο «Κοσμική κίνηση».
Η ερμηνεία της εντυπωσίασε τους κριτικούς, οι οποίοι την χαρακτήρισαν «γεννημένη πρωταγωνίστρια», αλλά και τη Μαρίκα Κοτοπούλη που την πήρε την επόμενη χρονιά στον θίασό της. Τον Ιούνιο του 1935 η «Νέα Εστία» γράφει για την πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιό: «έδειξε ότι έχει μεγάλη ζωτικότητα και αξιοπρόσεκτο ταλέντο και νομίζω ότι μπορούμε να περιμένουμε πολλά από την εξέλιξή της».
Το ταλέντο της φάνηκε από την πρώτη στιγμή και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα το όνομά της φιγουράριζε ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα των μεγάλων πρωταγωνιστών του θεάτρου.
Συνεργάστηκε με μεγαθήρια όπως ο Δημήτρης Χορν, ο Κώστας Μουσούρης, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί ακόμα.
Συγκεκριμένα, το 1941, σε ηλικία 25 χρονών, γίνεται από τις νεότερες πρωταγωνίστριες της εποχής στο θίασο του Κώστα Μουσούρη και το 1944 γίνεται συν-θιασάρχης, πρώτα με τον Δημήτρη Χορν και έπειτα και με την ξαδέρφη της, Βάσω Μανωλίδου. Το 1946 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου ερμηνεύοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια σειρά έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου, όπως στο «Άνθρωπος και υπεράνθρωπος» του Σω, στη «Στρίγκλα που έγινε αρνάκι» του Σαίξπηρ, στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, κ.α. Από το 1950 και για τα επόμενα 4 χρόνια θα συνεχίσει την πορεία της στο ελεύθερο θέατρο, συνεργαζόμενη με τον Δημήτρη Ροντήρη στον θίασό του «Ελληνική σκηνή», αλλά και με την Βάσω Μανωλίδου.
Το 1954 θα επιστρέψει στο Εθνικό θέατρο, για να μείνει μέχρι το 1958. Εκεί θα ερμηνεύσει για πρώτη φορά Αριστοφάνη, τις κωμωδίες «Εκκλησιάζουσες» και «Λυσιστράτη», έργα που θα σφραγίσει με το παίξιμό της. Από το 1958 θα ξαναγυρίσει στο ελεύθερο θέατρο, για να το εγκαταλείψει οριστικά το 1963. Από τότε και μέχρι την τελευταία της εμφάνιση στη σκηνή το 1982 θα παίζει στο Εθνικό θέατρο.
Θα ερμηνεύσει όλους σχεδόν τους κλασικούς ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου, από την Βαρβάρα Σταυρόγκιν στο έργο του Ντοστογιέφσκυ «Δαιμονισμένοι» και την βασίλισσα Ελισάβετ στο έργο του Σίλλερ «Μαρία Στούαρτ» μέχρι την Σεραφίνα ντέλλε Ρόζε στο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Τριαντάφυλλο στο στήθος» και την Ειρήνη Νικολάγιεβνα Αρκάντινα στο έργο του Τσέχωφ, «Ο γλάρος».
Εκτός όμως από την θεατρική της παρουσία στο αθηναϊκό κοινό έκανε και πολλές περιοδείες στο εξωτερικό με αντίστοιχες παραστάσεις, όπως στο Φεστιβάλ των Εθνών (Παρίσι 1957), Μέση Ανατολή (1958), Λονδίνο (1967), Πολωνία, Ουγγαρία (1969), Ιαπωνία (1972).
Οι θάνατοι που την τσάκισαν
Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής οι Γερμανοί επιτάσσουν το πατρικό της σπίτι και αμέσως μετά την απελευθέρωση φεύγει από τη ζωή η μητέρα της. Το 1955 ο αγαπημένος της σύζυγος διαγνώστηκε με καρκίνο. Η ηθοποιός ταξιδεύει μαζί του στο εξωτερικό προκειμένου να εξαντλήσει όλα τα ιατρικά περιθώρια. Ο θάνατός του στις 13 Ιουλίου 1956 κλονίζει και τη δική της υγεία. Η αγάπη της για το θέατρο όμως ήταν τόσο μεγάλη που σύντομα «θάβει» τον πόνο της , πατάει στα πόδια και επιστρέφει στη σκηνή δίνοντας συγκλονιστικές ερμηνείες.
«Και στην Κόλαση ακόμη θεατρίνα θα γινόμουν…»
Ηθοποιός ξεχωριστής στόφας και με σπάνιο ταμπεραμέντο, υπηρέτησε για πέντε δεκαετίες τη σκηνή ερμηνεύοντας πολλούς και διαφορετικούς ρόλους. Όσο για το πέρασμά της από τη μεγάλη οθόνη, αν και αριθμητικά μικρό (πέντε ταινίες), άφησε ανεξίτηλα σημάδια. Η Μαίρη Αρώνη, έφυγε από τη ζωή στον ύπνο της το πρωί της 16ης Ιουλίου 1992.
Λίγα χρόνια πριν είπε:
«Ο μεγάλος μου έρωτας είναι το θέατρο. Πιστεύω ότι όλα εδώ αρχίζουν και όλα εδώ τελειώνουν. Φοβάμαι τον χρόνο – σε μας τους ηθοποιούς από ένα σημείο και μετά γίνεται εφιάλτης, γιατί δεν ξέρω τι υπάρχει μετά τον θάνατο. Αλλά, αν υπάρχει μια άλλη ζωή πέρα από ‘δώ, εγώ πιστεύω ότι το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ».