Η Μάγια Μελάγια πέθανε το 2014 σε ηλικία 86 ετών. Στην κηδεία της ήταν ελάχιστοι. Η πορεία της ζωής της ήταν εντυπωσιακή από την απόλυτη καταξίωση στην αφάνεια. Η ζωή της έχει σχεδόν μυθιστορηματικές διαστάσεις. Μοιάζει δηλαδή με εκείνες τις εμβληματικές, μυθιστορηματικές ηρωίδες που πρώτα αποθεώνονται για να συντριβούν ολοκληρωτικά στο τέλος.
Την Μάγια Μελάγια την κυνηγούσαν από βιοπαλαιστές και μεροκαματιάρηδες μέχρι βιομήχανοι και εφοπλιστές.
Οι άντρες παραληρούσαν, οι γυναίκες ζήλευαν θανάσιμα και η ζωή της είχε όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός παραμυθιού, εκτός από αυτό το «ζήσαν αυτοί καλά».
«Αυτοκράτειρα της νύχτας» άλλοτε με το όνομά της σε χρυσό πάντα πλαίσιο στη μαρκίζα, η Μάγια Μελάγια έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από τυπική χολιγουντιανή ταινία, ζώντας την αποθέωση και την ολοκληρωτική συντριβή κατόπιν.
Στους νεότερους έχει φτάσει μόνο το όνομά της να συμβολίζει περασμένα μεγαλεία και δόξες ανείπωτες. Όταν έφυγε από τον κόσμο το 2014, στην κηδεία της δεν ήταν παρά ελάχιστοι. Στην κηδεία της Μάγιας Μελάγια, εκεί που άλλοτε γινόταν κοσμοσυρροή στα θέατρα και τα νυχτερινά κέντρα και επικρατούσε πανδαιμόνιο σε κάθε εμφάνισή της!
Το περιστατικό εξάλλου με την Κατίνα Παξινού, την παγκοσμίου φήμης Ελληνίδα ηθοποιό που κατέκτησε το Χόλιγουντ, παραμένει δηλωτικό για το ποια ήταν άλλοτε η Μάγια Μελάγια. Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας ’50, όταν η Παξινού ερμήνευε την Εκάβη στην Επίδαυρο, και εξαιτίας του πανζουρλισμού από τα αυτοκίνητα και τον κόσμο που επικρατούσε έξω από το θέατρο, η σπουδαία ηθοποιός μας δεν μπορούσε να πλησιάσει.
Πήγε λοιπόν στον αστυφύλακα για να την αφήσει να περάσει, αργοπορημένη καθώς ήταν, εκείνος όμως δεν την αναγνώρισε. «Μα είμαι η Παξινού», διαμαρτυρήθηκε εκείνη νευριασμένη, για να πάρει την αποστομωτική απάντηση: «Και η Μάγια Μελάγια να είσαι, δεν περνάς!».
Τέτοια σταρ ήταν η Μελάγια στην εποχή της, ένα σωστό sex symbol του ελληνικού θεάματος των δεκαετιών του ’50 και του ’60 που μάγευε τον κόσμο γύρω της με το όμορφο πρόσωπο, το αισθησιακό στόμα, τα γκριζοπράσινα μάτια και εκείνη τη βαθιά και ζεστή κοντράλτα φωνή της. Αλλά και το βιτριολικό χιούμορ της φυσικά, από το οποίο δεν ξέφευγε κανείς.
Πριν τη βαφτίσει ο Τώνης Μαρούδας «αυτοκράτειρα της νύχτας», εκείνη ξεκίνησε να τραγουδά δειλά δειλά για να εξασφαλίσει τη μητέρα και την αδερφή της, μέχρι να γίνει αστέρι πρώτου μεγέθους του ελαφρολαϊκού και του αρχοντορεμπέτικου, πριν μεταπηδήσει στο σανίδι και το πανί.
Κι εκεί, στον κολοφώνα της δόξας της, χωρίζει με τον χρόνιο δεσμό της Γιώργο Μουζάκη το 1965 και πάει στην Αμερική, όπου παράλληλα με τη δεύτερη καριέρα της στα μαγαζιά της ομογένειας, παντρεύεται, χηρεύει και επιστρέφει τελικά στην Ελλάδα το 1978. Πια δεν ήταν όμως η Μάγια Μελάγια, το νήμα της φήμης είχε κοπεί και δεν θα ξαναδενόταν ποτέ. Ένα μικρό εγκεφαλικό λίγα χρόνια αργότερα θα την έστελνε οριστικά στα αζήτητα της showbiz, ένα γεγονός που η ίδια υποδέχτηκε με στωικότητα και καρτερία: «Δεν είχα ψώνιο με την καλλιτεχνία», έλεγε τώρα ο αλλοτινός θρύλος που τόσο είχε μαγέψει την Ελλάδα με την μπάσα φωνή, τη σκηνική παρουσία, την εντυπωσιακή εμφάνιση και το εκρηκτικό της ταπεραμέντο.
«Στη ζωή μου τα γεύτηκα όλα στον απόλυτο βαθμό. Την επιτυχία, τον έρωτα, τη δόξα, τα πλούτη … Το τραγούδι; Η ζωή μου όλη. Του έκανα απιστίες, αλλά με συγχώρησε». Κάπως έτσι ήταν η μυθιστορηματική ζωή της κορυφαίας ενδεχομένως μεταπολεμικής σταρ του τόπου μας, που κατέκτησε το πανελλήνιο, έκανε το μεγάλο βήμα για το εξωτερικό και γεύτηκε τα φώτα της δημοσιότητας μέχρι το μεδούλι της.
Για να καταλήξει μόνη σε ένα διαμερισματάκι στην Κυψέλη, ακούγοντας πάντα τις ξεχασμένες μελωδίες της ασπρόμαυρης εποχής του Σουγιούλ, του Μουζάκη και του Μωράκη…
Η Μελπομένη Τσιριγώτη γεννιέται το 1928 στην Πλάκα της Αθήνας, μεγαλώνει ωστόσο στο Παγκράτι. Ερωτευμένη με το πεντάγραμμο από τα μικράτα της, πρωτοβγαίνει στο τραγούδι έφηβη ακόμα, όταν έπειτα από σύσταση γειτόνισσας τη στέλνει η μητέρα της στο βαριετέ «Όασις» του Ζαππείου, το οποίο ειδικευόταν στην ανακάλυψη νέων φιντανιών.
Ο μαέστρος Μιχάλης Σουγιούλ την άκουσε και την προσέλαβε αμέσως, ανεβαίνοντας στη σκηνή κοριτσάκι ακόμα 16 ετών ως Μάνια Τσιριγώτη. Δυο χρόνια αργότερα, το 1946, θα την ακούσει ο Ορέστης Λάσκος και θα την πάρει υπό την προστασία του ως μέντορας, φέρνοντάς τη στις μεγάλες αθηναϊκές πίστες.
Το Μάγια σημαίνει νερό στα αιγυπτιακά δηλαδή, και «Μελάγια», ένα είδος μαντιλιού που φορούσαν οι Αιγύπτιες στο κεφάλι, και η μεγαλύτερη Ελληνίδα σταρ της εποχής είχε μόλις γεννηθεί.
Σύντομα θα ταυτιζόταν με την ανεμελιά και το νυχτερινό ξεφάντωμα μιας ολόκληρης περιόδου, καθώς εκεί κατέφευγε η κοσμική Αθήνα για να διασκεδάσει, να πνίξει στα λουλούδια τη Μελάγια και να της χαρίσει λίρες με το τσουβάλι (συνήθως σε κουτιά από σπίρτα!).
«Αν θέλετε να μου στείλετε λουλούδια ή κάτι άλλο», αρνούνταν εκείνη με ταπεινότητα, «λεφτά εγώ δεν παίρνω». Αυτά έλεγε σε φανατικούς θαυμαστές της όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης: «Τις λίρες που μου έδιναν τις μοίραζα, αλλά χαρτούρα ποτέ δεν πήρα. Δώρα ναι, και δαχτυλίδια και μπριγιάν και βραχιόλια χρυσά και λουλούδια». Ακόμα και σένια αυτοκίνητα της αγόραζαν, μέσα στις προτάσεις γάμου που έπεφταν σωρηδόν στα πόδια της.
Εκείνη βέβαια «για να δεθώ με έναν άντρα ήθελα να ’μαι ερωτευμένη … Μια ζωή ερωτευμένη και φυσικά τον έχω πληρώσει βαριά και ακριβά τον έρωτα. Αλλά έτσι γεννήθηκα, τι να κάνω; Κι έτσι ο έρωτας έφαγε την καριέρα που μπορούσε να ’τανε πολύ πιο λαμπρή»…
Η Μελάγια πρωταγωνίστησε στο πάλκο για είκοσι σχεδόν χρόνια. Νυχτερινά κέντρα, δίσκοι, τραγούδι σε επιθεωρήσεις και ταινίες, επιτυχίες η μία πίσω από την άλλη, μέχρι να γίνει το πρώτο όνομα στο ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο. Μέσα στο σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα και τις έντονες κοινωνικές ζυμώσεις της Ελλάδας του 1950, η Μάγια αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη φίρμα της αθηναϊκής νύχτας, ορόσημο και σύμβολο μαζί του αρχοντορεμπέτικου τον καιρό που μεσουρανούσε.
Ήταν ζευγάρι για εφτά χρόνια με τον μουσικοσυνθέτη Γιώργο Μουζάκη, ο οποίος καμάρωνε στην πίστα τη μούσα του να την τρώνε με τα μάτια οι πελάτες. Δεν ήταν φυσικά μόνο ή πρωτίστως μια καλλίγραμμη παρουσία, καθώς ήταν η ζεστή λαϊκή φωνή της αλλά και η ικανότητά της να υπηρετεί με συνέπεια το τραγούδι, το γλέντι και την αυθεντική λαϊκή διασκέδαση που την έστειλαν στην κορυφή.
Πρώτη της επιτυχία ήταν το ταγκό «Πώς με μεθάς» του Θεόδωρου Παπαδόπουλου το 1947, αν και θα ήταν στη δεκαετία του 1950 που θα αποθεωνόταν με τα τραγούδια του Χιώτη, του Σουγιούλ, του Μουζάκη και του Μωράκη. Οι επιτυχίες αξέχαστες και απανωτές: «Θέλω να τα σπάσω», «Αδύνατον να κοιμηθώ», «Είναι αργά», «Άλα της» και τόσες ακόμα…
Από την πλούσια δισκογραφία της ξεχωρίζουν τα «Θα σε πάρω, θα με πάρεις» (1950), «Της γυναίκας η καρδιά» (1952), «Πού θα με πας» (1953), «Αντίο» (1953), «Έφυγες και γλύτωσα» (1953), «Απόψε θέλω σαματά» (1954), «Άλα, πασά μου» (1954), «Αδύνατον να κοιμηθώ» (1955), «Όλα σπάσ’ τα και αγάπα με» (1956), «Χειμώνιασε, χειμώνιασε» (1956) και άλλα πολλά.
Δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο της στο τραγούδι, πέρασε και στον κινηματογράφο αλλά και τη νεοελληνική επιθεώρηση. Οι πρώτες ταινίες της ήταν οι «Τσαρούχι, πιστόλι, παπιγιόν» (1956), «Τρεις τρελοί ντετέκτιβς» (1957), «Ραντεβού με τον έρωτα» (1957) και «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» (1958)…
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει το τραγούδι του Μωράκη «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», το οποίο έμελλε να γίνει σουξέ διεθνούς βεληνεκούς όταν τραγουδήθηκε από τη Σοφία Λόρεν στην ταινία «Το παιδί και το δελφίνι» (1957). Η Μάγια Μελάγια ήταν αυτή που το τραγουδούσε στα γυρίσματα στην Ύδρα μέχρι να μάθει τον ελληνικό στίχο η Λόρεν, την οποία δίδαξε εξάλλου η ίδια χωρίς ίχνος ζήλειας!
Η Μάγια Μελάγια ήταν πιθανότατα δυο διαφορετικοί άνθρωποι που χωρίζονταν από τη διαχωριστική γραμμή της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής. Στη σκηνή ήταν μια ντίβα, μια σέξι και γοητευτική ύπαρξη που σαγήνευε τα πλήθη. Κάτω από το πάλκο ωστόσο ήταν μια γνήσια λαϊκή γυναίκα, ντόμπρα και αληθινή, που δεν έδινε καμία σημασία στο αφόρητο σεξαπίλ της.
Και βέβαια έπαιρνε πάντα την επιτυχία ως κάτι εφήμερο και φευγαλέο, χωρίς ουσιαστικό ρόλο στην πραγματική ζωή. Κι έτσι στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν χωρίζει από τον Μουζάκη, δεν θα το σκεφτεί δεύτερη φορά να εγκαταλείψει την Ελλάδα για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πάνω στον κολοφώνα της δόξας της!
Εκεί έκανε μια δεύτερη καριέρα στα μαγαζιά της ελληνικής παροικίας των ΗΠΑ και ερωτεύτηκε έναν ομογενή μαγαζάτορα. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το 1978, μετά τον θάνατο του ελληνοαμερικάνου συζύγου της, ήταν στη χώρα της ολότελα άγνωστη πια. Προσπάθησε μάλιστα να ξαναμπεί στον χώρο, αλλά έβρισκε τώρα όλες τις πόρτες κλειστές, δουλεύοντας τελικά σε μαγαζιά β’ διαλογής και οργώνοντας την επαρχία.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1981, χτυπήθηκε από εγκεφαλικό, κάτι που έβαλε την ταφόπλακα στην καριέρα της. Αποσύρθηκε οριστικά από την πίστα, παρά το γεγονός ότι ανέρρωσε πλήρως, κάνοντας λιγοστές επετειακές εμφανίσεις.
Κανείς δεν θυμόταν πια πως ήταν δικές της πρώτες εκτελέσεις αξέχαστες επιτυχίες όπως το «Αδύνατον να κοιμηθώ», η «Βαλίτσα», το «Μάμπο Μπραζιλέρο», το «Μονοπάτι», το «Πολλές φορές» και το «Απότομα» του Χιώτη, τα οποία έμελλε να γίνουν γνωστότερα από τη φωνή της Μαίρης Λίντα.
Αυτό που έμεινε από αυτή ήταν μόνο το μυστηριακό «Μάγια Μελάγια» και οι διηγήσεις συναδέλφων και θαυμαστών για το ποια ήταν κάποτε η τραγουδίστρια που έκανε τις πίστες να ριγούν…
Τώρα έμενε σε ένα διαμερισματάκι στην Κυψέλη ως ζωντανός θρύλος μιας εποχής που δεν υπήρχε πια. Γι’ αυτό και πήρε την απόφαση να σταματήσει το τραγούδι, για να μην περιφέρει το σαρκίο της αριστερά και δεξιά σαν ξεφτισμένος μύθος. Ήθελε, όπως έλεγε, να τη θυμούνται σαν το μελαχρινό χυμώδες κορίτσι που έκαιγε καρδιές.
Η ζωή της πήρε ακόμα πιο δύσκολη τροπή με τα προβλήματα υγείας που την ταλάνισαν στα στερνά της αλλά και από δύο θανάτους: της καρδιακής της φίλης Σπεράντζας Βρανά το 2009 και της πολυαγαπημένης της αδελφής, Στέλλας, το 2011.
Η Μάγια Μελάγια έφυγε από τον κόσμο αθόρυβα, στο περιθώριο της καλλιτεχνικής ζωής, στις 27 Δεκεμβρίου 2014. Λίγο πρωτύτερα, είχε εξομολογηθεί: «Δεν είχα μυαλό κουκούτσι, δεν πήγα πουθενά, έκατσα εδώ κι έμεινα η Μάγια Μελάγια των νυχτερινών κέντρων και του θεάτρου, η σεξοτραγουδίστρια! Ας είχα μυαλό ή ας ήμουνα λιγότερο ερωτιάρα». Κάτι που θα συμφωνούσε και η Σπεράντζα Βρανά, που είχε πει για κείνη: «Δεν είχε επίγνωση της αξίας της, ακόμη και τον καιρό που μεσουρανούσε».
Έφυγε ωστόσο από τον κόσμο ως μια τραγουδίστρια που άγγιξε τα όρια του θρύλου, τον οποίο εγκατέλειψε ευχαρίστως για χάρη του έρωτα και της συντροφικότητας. Και πίσω δεν κοίταξε ποτέ…