Ο Λευτέρης Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα (Καλλιθέα) στις 12 Οκτωβρίου του 1944. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια παρακολούθησε θεατρικά μαθήματα στο Μαξ Ράινχαρτ Σέμιναρ της Βιέννης και στη Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη στην Αθήνα.
Της: Έπη Τρίμη
Επίσης, ήταν μια από τις βασικές φωνές στην εκπομπή Εδώ Λιλιπούπολη στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Δυστυχώς, απεβίωσε στις 2 Μαΐου 2013, χτυπημένος από την επάρατο νόσο.
«Μικρός ήμουν το καλό παιδί στην οικογένεια»
Για τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη του επαφή με το θέατρο είχε πει σε μία συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή: «Μικρός ήμουν το καλό παιδί στην οικογένεια, από σύμβαση. Κλειστός, εσωστρεφής. Ήταν σαν να είχα ένα σύννεφο μπροστά μου. Είχα ανάγκη να διαλυθεί. Όταν ασχολήθηκα με το θέατρο κατάλαβα ότι η μεγαλύτερη ευκολία είναι η ιδιάζουσα σκηνική συμπεριφορά, γιατί αρέσει. Πρέπει, όμως, να είναι μεγάλου βεληνεκούς ο καλλιτέχνης για να είναι το ιδιάζον, κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Καλύτερα, λοιπόν, να το σβήσεις, να αρχίσεις από την αρχή και να προσπαθήσεις να είσαι κανονικός. Μεγάλη λέξη. Τι είναι το κανονικός; Ξέρω ‘γω; Κανονικός. Αυτό».
Το μικρό πέρασμα από τον κινηματογράφο
Οι εμφανίσεις του Λευτέρη Βογιατζή στη μεγάλη οθόνη ήταν μετρημένες στα δάχτυλα. Συμμετείχε σχεδόν αποκλειστικά σε ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία. Έπαιξε, επίσης, στις ταινίες Ανατολική Περιφέρεια του Βασίλη Βαφέα, Ρόζα του Χριστόφορου Χριστοφή και Ακροπόλ του Παντελή Βούλγαρη.« Νιώθω ευγνωμοσύνη για τις χαρές που έχω πάρει, αλλά καλύτερος, χειρότερος, δεν ξέρω. Είναι σαν να βγάζεις συμπέρασμα και τα συμπεράσματα είναι περιορισμένα γιατί είναι υποκειμενικά. Και για μένα ο υποκειμενισμός δεν έχει σημασία», είχε δηλώσει στην Καθημερινή.
Η θεατρική πορεία και η σπουδαία παρακαταθήκη
Ο παρθενικός ρόλος στο θέατρο ήταν το 1973, όπου ο Λευτέρης Βογιατζής υποδύθηκε τον ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο Περίπατο του Ζορζ Μισέλ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη. Του άρεσε κα γλυκάθηκε, επίσης δέχτηκε την αποδοχή του θεατρόφιλου κοινού οπότε υπήρξε συνέχεια.
Συνεργάστηκε, λοιπόν, με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, την Έλλη Λαμπέτη και την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης της επιθεώρησης. Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, όπως τον Άλφρεντ, στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης του Χόρβατ, την επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους Βατράχους του Αριστοφάνη, τον Ταρτούφο, στον Ταρτούφο του Μολιέρου κ.ά.
Ο ίδιος είχε εξομολογηθεί στη Lifo «Δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα σε αυτήν τη χώρα. Είναι συνηθισμένος ο πυρήνας των ανθρώπων σε λειτουργίες συμφεροντολογικές. Είναι διχασμένοι οι άνθρωποι. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί ένας κριτικός θεάτρου να γράψει τα καλύτερα για τους φίλους του, χωρίς να το πιστεύει. Να το υποστηρίζει, χωρίς να το πιστεύει. Με την ίδια ευκολία που απογειώνει μετριότητες, καταβαραθρώνει αυτούς που αξίζουν. Έτσι, οι άνθρωποι χάνουν το γούστο τους. Δεν έχουν πια γούστο κι αυτό γίνεται συνήθεια».
«Σκηνοθέτης, έγινα από ανάγκη- η υποκριτική μπήκε σε δεύτερη μοίρα»
Το 1981ο Λευτέρης Βογιατζής, ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου «Η Σκηνή», με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών και όπως είχε δηλώσει τότε σκηνοθέτης έγινε από ανάγκη. Συγκεκριμένα στη Lifo είχε αναφέρει σχετικά: «Είχαμε σκεφτεί κάποιον άλλον για τη Σκηνή. Μετά είπαμε, όμως, πώς θα μας σκηνοθετήσει κάποιος που δεν μας ξέρει; Κάπως έτσι έγινε κι έπεσα στα βαθιά. Αναγκάστηκα, δηλαδή, να δεχτώ κάτι που συνέβαινε. Από τότε είχα τον εαυτό μου ως ηθοποιό σε δεύτερη μοίρα, παρότι υπήρχαν στιγμές που απελευθερωνόταν ο ηθοποιός κι είχε κάποιες καλές στιγμές».
Από το 1982 έως το 1987 σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: Η Σπασμένη στάμνα του Χάινριχ φον Κλάιστ, Οι Αγροίκοι του Κάρλο Γκολντόνι, Συμφορά από το πολύ μυαλό του Αλεξάντερ Γκριμπογέντοφ, Σε φιλώ στη μούρη… του Γιώργου Διαλεγμένου, για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν το 1987. Στην καθημερινή είχε πει: «Ο ηθοποιός, όπως τον εννοώ εγώ, πάει στην πρόβα στις 10.30 το πρωί και είναι έτοιμος να πηδήξει από το παράθυρο. Δεν κάθεται να «του ’ρθει» Κι εγώ το έχω κάνει αυτό και έχω καταλάβει τι λάθος είναι, καθόλου δημιουργικό. Όμως οι λέξεις… ο διαχωρισμός ανάμεσα στη γραπτή εικόνα και στον προφορικό λόγο… Είναι άλλο πράγμα. Τι κάνουμε στο θέατρο; Αναπαράγουμε ή αναπαριστούμε αυτήν την επιφανειακή πραγματικότητα που είναι η σειρά των ανθρώπων που μιλάνε. Δεν υπάρχει αυτό στον προφορικό λόγο. Δηλαδή μπορεί να περιμένεις την απάντηση κάποιου, αλλά παράλληλα σκέφτεσαι ένα σωρό πράγματα. Πρέπει λοιπόν και οι ηθοποιοί να δουν τη διαφορά. Ενα δευτερεύον που γίνεται πρωτεύον. Όπως λέγαμε και την εποχή της «Σκηνής», «ξεκινάμε από τον λόγο, φεύγουμε από τον λόγο και επιστρέφουμε σε αυτόν». Δηλαδή διαλύουμε το σύμπαν και ξαναγυρνάμε σε αυτό, αλλά έχουμε άλλη γνώμη όταν επιστρέφουμε».
Σχεδόν εμμονικός με την τελειότητα είχε πει στο Βήμα: «Δεν υπάρχει τελειομανία. Η τελειομανία είναι κάτι στείρο… Η λεπτομέρεια είναι η ραχοκοκαλιά. Χωρίς τη λεπτομέρεια, το επίκεντρο, η βάση, δεν αποκτά φως. Το ένα είναι βοηθός του άλλου. Κάποτε μπορεί να έλεγα ασχολούμαι με λεπτομέρειες και χάνω την ουσία. Δεν υπάρχει αυτό. Σημασία έχει ο τρόπος που ασχολείσαι με ό,τι ασχολείσαι. Και όχι μια γενική εντύπωση του τι είναι σωστό και τι είναι καλό».
Η ίδρυση της θεατρικής ομάδας «Νέα Σκηνή»
Το 1988 ο Λευτέρης Βογιατζής ίδρυσε τη θεατρική ομάδα Νέα Σκηνή, όπου με μια πλειάδα νέων ηθοποιών. Το 1989 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στον Θείο Βάνια του Άντον Τσέχωφ (Βάνιας) και το 1991 στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ Ρίπερ, Ντένε, Φος (Φος), που έως τότε δεν είχε παιχτεί σε καμία θεατρική αίθουσα.
Η αγάπη στους κλασσικούς
Το1989 ο Λευτέρης Βογιατζής ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή χρησιμοποιώντας τους σπουδαστές του. Το 1995, ανεβάζει τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη – Ελένης Χαβιαρά Με δύναμη από την Κηφισιά. Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου (1996), Ελένη του Ευριπίδη (1996) σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, η Νύχτα της κουκουβάγιας του Γιώργου Διαλεγμένου (1998), Οι Πέρσες του Αισχύλου (1999) και Τέφρα και σκιά του Χάρολντ Πίντερ (2000). Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, το Καθαροί πια, όπου κρατά τον ρόλο του Τίνκερ. Το 2003, σκηνοθετεί το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Σ’ εσάς που με ακούτε και για δεύτερη φορά έργο της Σάρα Κέην, το Crave.
Το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής Κάρολος Κουν
το 2004 ανεβαίνει ένας δεύτερος Μολιέρος και τον επόμενο σκηνοθετεί και παίζει σ’ ένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia, για το οποίο αποσπά το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής Κάρολος Κουν. Το 2006 κλείνει το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε νέο ανέβασμα, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η ίδια παράσταση ανοίγει το Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Το 2007 ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην Ήμερη του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το Ύστατο σήμερα του Χάουαρντ Μπάρκερ, το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ και Ο Τόκος του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, που αποτελεί τη θεατρική του στέγη.
Τον Αύγουστο του 2012 εισπράττει το θερμό χειροκρότημα στην Επίδαυρο μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού Αμφιτρύωνα, που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Τον Απρίλιο του 2013, σύμφωνα με τα αρχικά του πλάνα, θα επανερχόταν στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ. Η πρεμιέρα ωστόσο της 8ης Απριλίου, λόγω αδιαθεσίας του, άλλαξε όλα τα σχέδια καθώς είχε αρχίσει δυστυχώς η αντίστροφη μέτρηση οπότε όλες οι παραστάσεις ακυρώθηκαν.
Το τέλος
Ο Λευτέρης Βογιατζής «κοιμήθηκε» για πάντα στις 2 Μαΐου 2013, χτυπημένος από την επάρατο νόσο, στο νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ όπου νοσηλευόταν ενώ ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο. Έμεινε στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού ως ο άνθρωπος που αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην τέχνη του.