Ο Λαυρέντης Διανέλλος γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο Μαγνησίας το 1911 (από την ιδιαίτερη πατρίδα του, πήρε και το επώνυμό του).
Γράφει η Έπη Τρίμη
Ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές και συνεργάτες του Καρόλου Κουν, στη σχολή του οποίου γνώρισε τη σύζυγό του Φρόσω Κοκκόλα (1912-1999), ηθοποιό και τραγουδίστρια δημοτικών τραγουδιών, με την οποία απέκτησε μία κόρη.
Το 1975 το ζευγάρι μετακόμισε στο Μάτι στο σπιτάκι που με τόσες θυσίες κατάφεραν να κτίσουν.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
Κατέχει τον τίτλο του πιο παραγωγικού Έλληνα ηθοποιού, με τουλάχιστον 207 ταινίες στο ενεργητικό του. Διακρίθηκε σε ρόλους «πατέρα», δίπλα σε μεγάλες πρωταγωνίστριες του ελληνικού κινηματογράφου.
Παρόλο που στον κινηματογράφο ερμήνευε πάντα δεύτερους ρόλους, ήταν πολύ συμπαθής στο κοινό. Το πρόσωπο του μπορούσε με την ίδια ευκολία και πειστικότητα να εκφράσει τόσο τη λύπη όσο και τη χαρά, ανέφεραν οι κριτικοί.
Η απλότητα στο παίξιμό του έκανε τον κόσμο να τον θεωρεί «δικό του άνθρωπο». Πολλοί μάλιστα, λόγω της φυσικότητας στην ερμηνεία του, πίστευαν ότι ήταν αυτοδίδακτος. Εκτός από τον «πατέρα», ερμήνευσε αρκετές φορές τον φτωχό μεροκαματιάρη, αλλά και τον παπά. Εξαιτίας των πολλών συμμετοχών του σε ταινίες, έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1936 με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. Την περίοδο 1936-1940 εντάχθηκε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ το 1947 συνεργάστηκε με τον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη. Το 1954 άρχισε η συνεργασία του με τον μεγάλο κωμικό Μίμη Φωτόπουλο, η οποία και κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ευρείας γκάμας ηθοποιός, έπαιξε από κλασικό θέατρο έως επιθεώρηση και ελληνική κωμωδία («Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, «Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ, «Δον Καμίλο» του Σωτήρη Πατατζή, «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» του Γιάροσλαβ Χάσεκ κ.ά.).
Στη μεγάλη οθόνη εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1938 στην ελληνο-αιγυπτιακή παραγωγή «Δόκτωρ Επαμεινώνδας», που σκηνοθέτησε ο Εβραίος Τόγκο Μιζραχί, με πρωταγωνιστές τον Παρασκευά Οικονόμου και τις αδελφές Καλουτά. Από το 1955 καθιερώθηκε στον ελληνικό κινηματογράφο, παίζοντας με την ίδια άνεση στο δράμα, στην κωμωδία, αλλά και στο μιούζικαλ, σε αξιόλογους δεύτερους ρόλους.
Στη διάρκεια της κινηματογραφικής του καριέρας, υποδύθηκε τον πατέρα πολλών πρωταγωνιστριών και πρωταγωνιστών, με πιο χαρακτηριστική την ερμηνεία του στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Μανταλένα» (1960), δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη. Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι ερμηνείες του στις ταινίες «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Θόδωρος και το Δίκαννο» (1962), «Το πιο λαμπρό αστέρι» (1967) και «Η Αλίκη Δικτάτωρ» (1972). Το 1971 τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης με το βραβείο Β’ Ανδρικού ρόλου για τη συμμετοχή του στην ταινία του Δημήτρη Παπακωνσταντή «Ολοκαύτωμα».
Ο Διανέλλος διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 1971, κερδίζοντας το βραβείο του Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία, «Ολοκαύτωμα».
Το όνειρο του Λαυρέντη Διανέλλου ήταν να γίνει σιδηροδρομικός και μάλιστα μηχανοδηγός
Γι αυτό και όταν ξέκλεβε χρόνο, του άρεσε να κάθεται σε κάποιον σιδηροδρομικό σταθμό και να χαζεύει τους συρμούς μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο πατέρας μου δε με μάλωσε ποτέ..
«Ο πατέρας μου ήταν ένας γλυκός, ταπεινός και με ευρύ πνεύμα άνθρωπος. Ήταν αυτό που βλέπουμε όλοι στις ταινίες. Δεν με μάλωσε ποτέ. Ήταν άνθρωπος της συζήτησης, που έδινε συμβουλές σε όλους. Στους συναδέλφους του ήταν πολύ αγαπητός. Τον λάτρευαν όλοι, γιατί ήταν πολύ χαμηλών τόνων. Εκείνον που θυμάμαι να έρχεται στο σπίτι μας πολύ συχνά και ήταν ο καλύτερος φίλος του ήταν ο Μίμης Φωτόπουλος» είχε επισημάνει συγκινημένη η Μαρία Διανέλλου.
Η ασθένεια και το τέλος
Ο Λαυρέντης Διανέλλος «έφυγε» ένα πρωινό στις 16 Σεπτεμβρίου του 1978 σε ένα νοσοκομείο του Σιάτλ των ΗΠΑ.
Στη κηδεία του στη Ραφήνα, οι συνάδελφοί του τον «ξέχασαν»
Ήταν ένας αξιόλογος και γλυκύτατος άνθρωπος και ένας καταπληκτικός ηθοποιός, που όλοι οι ηθοποιοί, συνάδελφοι, τον αγαπούσαν και μιλούσαν πάντα γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Ήταν σεμνός και όπως σεμνά και αθόρυβα έζησε, έτσι σεμνά και αθόρυβα.
Μας άφησε μια μεγάλη παρακαταθήκη, την μορφή του βασανισμένου αλλά και συνάμα αισιόδοξου Έλληνα πατέρα, που καμιά άλλη μορφή δεν ήταν τόσο χαρακτηριστική και τόσο πραγματική, όταν θέλουμε να θυμηθούμε και να ταυτιστούμε, με τον δικό μας πατέρα.