Ο Κώστας Καζάκος είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς, με μακρόχρονη θητεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Ενεργός πολίτης με δημόσιο λόγο, στρατεύτηκε στις τάξεις του ΚΚΕ από την επάνοδο της Δημοκρατίας το 1974 και μετά. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας.
Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1935 στον Πύργο της Ηλείας από πατέρα μανιάτικης καταγωγής. Ο Αναστάσιος Καζάκος ήταν δημόσιος υπάλληλος, αλλά εκδιώχθηκε από την υπηρεσία του και εξορίστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Από το 1948 ο Κώστας Καζάκος ζούσε με τη μητέρα και τα τρία αδέλφια του στην Αθήνα, όπου το 1952 τελείωσε το νυχτερινό Γυμνάσιο στο Παγκράτι εργαζόμενος.
Ο Κώστας Καζάκος δεν μπόρεσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, επειδή δεν μπόρεσε να προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Έτσι, το 1953 γράφτηκε και σπούδασε στη θρυλική κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, με δασκάλους μεταξύ άλλων τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Κάρολο Κουν.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1957 στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία». Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Γουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.
Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολούθησαν ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.
Το 1967 ο Κώστας Καζάκος στα γυρίσματα γνώρισε, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την συμπρωταγωνίστρια του Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον γνωστό ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο.
Μέχρι το θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού το 1992 θα είναι ένα από τα δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια που θα δεσπόζουν στο εγχώριο σταρ-σίστεμ (το άλλο ήταν το ζευγάρι Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ).
Η γνωστή ηθοποιός είχε γνωριστεί με τον Καζάκο, πολύ καιρό πριν συμπρωταγωνιστήσουν στην ταινία. Ωστόσο, δεν είχε υπάρξει ερωτική έλξη μεταξύ τους. Η Καρέζη ήταν ακόμη παντρεμένη με το Ζάχο Χατζηφωτίου. Ο Κώστας Καζάκος σε συνεντευξή του είχε πει:«Είχαμε συναντηθεί τουλάχιστον δύο φορές μέσα από τη δουλειά (…) Την έπιανα το πρωί να μάθει τα λόγια της στο καμαρίνι όπου βαφόταν. Σαν να μην συνέβη. Σαν να μην είχαμε ιδωθεί. Αλλού κοίταγε ο ένας, αλλού ο άλλος.
Ο Ντίνος Δημόπουλος, ο οποίος ήταν σκηνοθέτης της ταινίας είχε βρει τη βασική πρωταγωνίστρια, αλλά δεν μπορούσε να καταλήξει στον άνδρα συμπρωταγωνιστή. Το σενάριο απαιτούσε ένα γοητευτικό λοχαγό του ελληνικού στρατού, τον οποίο η Καρέζη θα αγαπούσε βαθιά.
Ο Φιλοποίμην Φίνος, στην προσπάθεια του να τον βοηθήσει, πρότεινε κάποια ονόματα από τα γνωστά στο χώρο των ζεν πρεμιέ. Ο Δημόπουλος όμως δεν ικανοποιείτο με κανέναν. Αντιπρότεινε τον Κώστα Καζάκο. Ο Φίνος όμως αιφνιδιάστηκε και έφερε αντίρρηση. «Μα αυτός είναι καρατερίστας», έλεγε ο παραγωγός αποδοκιμάζοντας την επιλογή του σκηνοθέτη. Όταν όμως τον είδε ντυμένο με την στρατιωτική στολή, ψηλό και γοητευτικό, θαμπώθηκε, είπε το «ναι» και ξεκίνησαν τα γυρίσματα.
Κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων στα γυρίσματα, Καζάκος και Καρέζη συνήθιζαν να παίζουν τάβλι για να περάσει η ώρα. Κάπως έτσι, σε μια παρτίδα, ήρθε ο έρωτας.
Ο ηθοποιός είχε αποκαλύψει πως γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας μέσα από μια παρτίδα τάβλι. «Καθόμαστε κάτω από μια ελιά και παίζαμε τάβλι. Και τράβηξε αυτή η υπόθεση, ήταν ταβλαδόρισσα η Τζένη, ήτανε μανιακή με το τάβλι. Τράβηξε αυτό και μείναμε 26-27 χρόνια μαζί».
Σε εξωτερικό γύρισμα στον Ισθμό της Κορίνθου, η Καρέζη ομολόγησε τον έρωτά της για τον Καζάκο στο Δημόπουλο, ενώ έπαιζαν τάβλι.
– Τι έχεις; τη ρώτησε ο σκηνοθέτης, βλέποντας την άκεφη και αφηρημένη
. – Μου φαίνεται πως την πάτησα, αποκρίθηκε η Καρέζη.
– Δηλαδή;
-Να, έμπλεξα, με έναν από δαύτους.
-Ποιους;
-Αυτούς ντε, τους χουντικούς, είπε αστειευόμενη.
-Τι εννοείς «έμπλεξες»;
-Να, πως το λένε, παιδάκι μου, εγώ, δηλαδή… εγώ… -Τον ερωτεύτηκες;
-Μμμ……
Το μούγκρισμα σήμαινε ότι έλεγε «ναι». Χωρίς να γυρίσει η ηθοποιός, του έδειξε με το ένα χέρι απλωμένο τον Καζάκο, που στεκόταν όρθιος λίγο παρακάτω και πετούσε πέτρες στο κανάλι για να κάνουν γκελ.
Η Καρέζη είχε γοητευτεί από το μαχητικό του χαρακτήρα. Έγιναν ζευγάρι και ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας τον Αύγουστο του 1968. Κανείς δεν είχε αντίρρηση για το γάμο, εκτός από την ελληνική αστυνομία. Ο Κώστας Καζάκος ήταν πολιτικοποιημένος στο χώρο της αριστεράς και διοικητής του τμήματος είχε άποψη για το θέμα.
«Με φώναξε στο τμήμα, «ξέρεις τι πας να κάνεις;», μου λέει. Τι πάω να κάνω; «Θα παντρευτείς την Καρέζη, το κορίτσι μας».
Με πίεζε, με είχε φωνάξει 2-3 φορές τότε, με πίεζε να υπογράψω δήλωση μετανοίας. Το 1968. Λες και ήμαστε στη δεκαετία του ’50», θυμάται ο ηθοποιός.
Τον Απρίλιο του 1969, γεννήθηκε ο μοναχογιός τους, Κωνσταντίνος, που ολοκλήρωσε την ευτυχία τους. Ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη παρέμειναν αχώριστοι, μέχρι τη στιγμή που η ηθοποιός έφυγε από τη ζωή το 1992 από καρκίνο.
Η πρώτη κοινή εμφάνισή τους ως θιασάρχες ήταν το 1968, με το ιστορικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου «Θεοδώρα η μεγάλη», που απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, μαζί με τη θρυλική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973). Από τις υπόλοιπες κοινές εμφανίσεις τους ξεχώρισαν οι παραστάσεις των έργων «Κυρία δεν με μέλλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση.
Στην τηλεόραση πρωτόπαιξε με την Τζένη Καρέζη το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Καρέζη, το οποίο υπέγραφε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, κι έπειτα στις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) -και οι δύο με την Τζένη Καρέζη- και «Ο μεγάλος ξεσηκωμός» (1977) στο ρόλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Μετά το θάνατο της Τζένης Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνίστησε κυρίως σε θεατρικές παραστάσεις, όπως «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Βασιλιάς Λιρ» (1996) του Σέξπιρ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997), κ.ά. Το 2004 συμμετείχε στο σίριαλ του Mega «Βέρα στο δεξί», από τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες της εποχής εκείνης.
Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του’90. Στις 8 Νοεμβρίου 1999, σ’ ένα πρωτότυπο χάπενινγκ του ΚΚΕ στην πλατεία Συντάγματος, ήταν ο πρόεδρος του «Δικαστηρίου των Λαών» που δίκασε για εγκλήματα πολέμου τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, ο οποίος επρόκειτο να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής επικρατείας του ΚΚΕ.
Μιλώντας για τον γιο του Κωνσταντίνο Καζάκο, μας αποκαλύπτει πώς αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και τη μεγάλη χαρά και συγκίνηση της μητέρας του, Τζένης Καρέζη, που ήθελε να δει τον γιο της να ακολουθεί τα βήματά τους: «Εγώ ήμουν σίγουρος ότι θα ασχοληθεί με τη μουσική, καθώς έπαιζε κιθάρα. Θα πήγαινε σε μουσικό σχολείο στη Βοστώνη. Ξαφνικά γυρνάμε με την Τζένη σπίτι και ακούμε κάτι φωνές. Ο Κωνσταντίνος έλεγε θεατρικούς μονολόγους. Η Τζένη που είχε τρομερό ένστικτο μου είπε, το ήξερα εγώ για τον γιο μας. Χάρηκε πολύ, ικανοποιήθηκε η μητέρα του.»
Από το 1997 ο Κώστας Καζάκος είναι παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία έχει αποκτήσει τρία παιδιά.Ο μεγαλύτερος γιος του, Αλέξανδρος, έχει τη δική του μουσική μπάντα και η 17χρονη Ηλέκτρα έδωσε πανελλήνιες με τον πατέρα της να προβλέπει ότι θα ασχοληθεί με την υποκριτική, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση.
Μιλάει συγκινημένος για την σύζυγό του, Τζένη, την «κολόνα» του σπιτιού τους όπως την αποκαλεί, αποκαλύπτοντας τον «πόλεμο» που δέχτηκε η γυναίκα του, καθώς ορισμένοι θεωρούσαν, ότι θα «έπαιρνε τη θέση» της αείμνηστης Τζένης Καρέζη: «Είναι συγκινητικός ο τρόπος που μεγάλωσε τα παιδιά μας. Είναι το στήριγμά μας. Η Τζένη έκανε ηρωική προσπάθεια να ξεπεράσει εμπόδια και από το περιβάλλον και πολλά άλλα λόγω της Καρέζη. Τα ξεπέρασε και καταφέρει να σταθεί όρθια στα χτυπήματα σαν αγωνίστρια.»