Ποιος δεν έχει καθίσει Σάββατο απόγευμα με ζεστό ελληνικό καφέ και σπιτικά κουλουράκια να απολαύσει μια αγαπημένη ελληνική ταινία; Φαντάζομαι οι περισσότεροι από εμάς.Η γνησιότητα των χαρακτήρων, η αλήθεια και η ντομπροσύνη τους στις ελληνικές μας έκαναν σχεδόν να αποστηθίσουμε κάθε διάλογο από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο . Οι ήρωες που υποδύονταν ήταν συνήθως άνθρωποι απλοί, καθημερινοί αλλά με έντονη προσωπικότητα. Άλλοτε πάλι ήταν άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας της εποχής εκείνης. Χαρακτήρες τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά και τόσο ίδιοι συνάμα.Οι δε ατάκες τους παραμένουν ως σήμερα εύστοχες.
Παρατηρώντας κανείς την ελληνική κοινωνία της μεταπολεμικής Ελλάδας, θα διαπιστώσει στα ήθη και τα έθιμά της πολλές υπερβολές, ενίοτε και ακρότητες, οι οποίες όμως είχαν ενσωματωθεί στα στερεότυπα της ψυχοσύνθεσης και των πιστεύω της κοινωνίας.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, θα διαπιστώσει ότι υπήρχαν και στερεότυπα, που όσο κι αν για κάποιους σήμερα μοιάζουν υπερβολικά, λειτουργούσαν θεραπευτικά στο να διατηρούν ακλόνητο τον δεσμό της οικογένειας και όλα τα άλλα θετικά στοιχεία που αυτός πρέσβευε. Ίσως σήμερα, εάν δεν βλέπαμε τόσο επικριτικά και κακοπροαίρετα κάποιες από τις αξίες και τα ήθη εκείνων των δεκαετιών, η ελληνική κοινωνία να είχε μεγαλύτερη συνοχή και να μπορούσε να αντέξει πιο εύκολα και χωρίς απώλειες τις τεράστιες δυσκολίες που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων.
Πώς; Απλά διατηρώντας κάποιες από εκείνες τις αξίες, που σήμερα αποποιούμαστε με τόση ευκολία, στο όνομα ενός δήθεν «προοδευτισμού», ο οποίος όμως ουσιαστικά μεταφέρει την ελληνική κοινωνία στο άλλο άκρο, της ασυδοσίας κινήσεων και συναισθημάτων.
Στην απατηλή αίσθηση ότι λειτουργώντας δίχως όρια και αποδεχόμενοι άκριτα κάθε υπερβολή, ακρότητα και παραδοξότητα, εκσυγχρονιζόμαστε. Μιλώντας για στερεότυπα λοιπόν, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην πεποίθηση την εποχή εκείνη πως κάθε γυναίκα που δούλευε σε νυχτερινό κέντρο είτε ως τραγουδίστρια, είτε ως απλή υπάλληλος, ήταν μάλλον «ελαφριών ηθών».
Ή το στερεότυπο που θέλει τον αδελφό να στηρίζει τις αδελφές του για όλη του τη ζωή, έστω κι αν εκείνες έχουν φτιάξει τη ζωή τους. Καθήκον στο οποίο αν εκείνος δεν ανταποκρίνονταν, θα βρίσκονταν αντιμέτωπος με τη σκληρή κριτική τόσο των ίδιων των αδελφών του, όσο και της κλειστής κοινωνίας στην οποία ζούσαν. Τέλος, ήταν κατακριτέο όταν κάποιος άνδρας έφερνε στο σπίτι του μια γυναίκα την οποία αγαπούσε, αλλά ακόμα δεν είχε παντρευτεί, γιατί… «τι θα πει ο κόσμος».
Όλα τα παραπάνω ζητήματα θίγονται με έναν πολύ έντονο, όσο και χαρακτηριστικό τρόπο στην ταινία του 1968 με τίτλο «Καπετάν Φάντης μπαστούνι», στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και η Μάρω Κοντού.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν του Αλέκου Σακελλάριου, σε παραγωγή της κινηματογραφικής εταιρείας Καραγιάννης-Καρατζόπουλος.
Στην ταινία αυτή, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υποδύεται έναν πλοίαρχο, τον καπετάν Ανδρέα, το πλήρωμα του οποίου ανακαλύπτει κρυμμένη στο ψυγείο του πλοίου μια κοπέλα, τη Μαρίνα (Μάρω Κοντού).
Γνωρίζοντάς την θα τη συμπαθήσει και θα της προσφέρει προσωρινά κατάλυμα στο σπίτι του στον Πόρο, όπου μένει με την αδελφή του (Τασσώ Καββαδία) και τα δύο ανίψια του, οι οποίοι όμως δυσανασχετούν με την έλευσή της και δημιουργούν προβλήματα, ειδικά όταν ο καπετάνιος σαλπάρει για ταξίδι και αφήνει τη Μαρίνα μόνη της στο σπίτι του. Στην είδηση ότι το πλοίο του βυθίστηκε κι ο ίδιος θεωρείται αγνοούμενος, η αδελφή του διώχνει την Μαρίνα από το σπίτι, όπως και τους δύο ακόμα αγαπημένους βοηθούς του καπετάνιου, την υπηρέτρια Τασία (Μήτση Κωνσταντάρα) και τον Γεράσιμο (Λαυρέντης Διανέλλος).
Η οικογένεια του καπετάνιου τον θεωρεί πλέον νεκρό και προσπαθεί να του πάρει με δόλιους τρόπους την περιουσία του, μια προσπάθεια στην οποία συνδράμει και ο δικηγόρος της οικογένειας (Δημήτρης Νικολαϊδης), φίλος υποτίθεται του καπετάνιου. Πριν προλάβουν ωστόσο να ολοκληρώσουν την απάτη τους, ο καπετάνιος εμφανίζεται και τελικά παντρεύεται τη Μαρίνα, επιστρέφει σπίτι του και βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Στα ατού της ταινίας τα πανέμορφα τοπία του Γαλατά και του Πόρου, όπου έχει γυριστεί το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Πέρα από την «δυνατή» ερμηνεία του Κωνσταντάρα – κάτι άλλωστε αναμενόμενο -, εξαιρετικοί στους ρόλους τους είναι η Μάρω Κοντού, ο Λαυρέντηςς Διανέλλος, η Τασσώ Καββαδία, αλλά και η Μίτση Κωνσταντάρα.
Η Τασσώ Καββαδία, για άλλη μια φορά, καταφέρνει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο να γίνει ιδιαίτερα…αντιπαθής στον θεατή, αποδίδοντας έξοχα το ρόλο της κακιάς και συμφεροντολόγας αδελφής. Πέρα από όλα αυτά, το σενάριο δεν παρουσιάζει στοιχεία υπερβολών, κάτι μάλλον ασυνήθιστο για τα δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου.
Οι καταστάσεις παρουσιάζονται ρεαλιστικά, όπως ακριβώς θα μπορούσαν να είναι, κάτι στο οποίο σίγουρα βοηθάει και η σκηνοθετική εμπειρία του Σακελλάριου, ο οποίος δεν αφήνει τους ηθοποιούς να «ξεφύγουν».
Στην ταινία «Καπετάν Φάντης μπαστούνι» συμμετέχουν ακόμα ο Θάνος Μαρτίνος, ο Ορφέας Ζάχος, ο Θεόδωρος Κατσαδράμης, ο Μανώλης Παπαγιαννάκης, η Ειρήνη Κουμαριανού, ο Γιώργος Μεσσάλας, η Ρένα Πασχαλίδου, η Κία Μπόζου, η Μαίρη Χαλκιά, η Αλέκα Παραμερίτου και δεκάδες άλλοι ηθοποιοί, σε ένα καστ από τα πλέον πολυπληθή.
Η ταινία δεν τα πήγε άσχημα εμπορικά, αφού προβλήθηκε τη σεζόν 1968-1969, έκοψε 291.450 εισιτήρια και βρέθηκε στην 24η θέση από πλευράς εισπράξεων στις 108 ταινίες που προβλήθηκαν τη σεζόν εκείνη.
Η μουσική ήταν του Κώστα Καπνίση.
Η ταινία προβάλλεται συχνά από τα κανάλια, και βλέπεται ευχάριστα και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά.
Χωρίς να αποτελεί κάποιο κινηματογραφικό αριστούργημα, συνιστά μια ταινία ενδιαφέρουσα, στην οποία ο τηλεθεατής πάντα σταματά όταν «πέσει πάνω της» σε κάποιο ζάπινγκ.
Και είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις που η ταινία δεν στηρίζεται τόσο στην ερμηνεία του Κωνσταντάρα, όσο στους υπόλοιπους, δεύτερους ρόλους.