Αρκετοί Αλβανοί ήρθαν στη χώρα μας και διέπρεψαν στον χορό, στη μουσική, στην υποκριτική, στη σκηνοθεσία και στη φωτογραφία αποδικνείοντας ότι η τέχνη δεν έχει σύνορα ενώ φυσικά θα πρέπει να ενώνει τους λαούς.
Της: Έπη Τρίμη
Αν έχεις ταλέντο, πείσμα και φυσικά και τις κατάλληλες συνθήκες μπορείς σε όποια χώρα του κόσμου κι΄αν βρεθείς να αποδείξεις τις ικανότητές σου και να αφήσεις το καλλιτεχνικό σου αποτύπωμα.
Γεννήθηκε στα Τίρανα, όπου σπούδασε στην Κρατική Ακαδημία Χορού. Συνέχισε σπουδές με υποτροφία στο Εθνικό Θέατρο Γενεύης (Ελβετία). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Όπερας Αλβανίας, το 2001 έγινε μέλος του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και το 2007 Α΄ Χορευτής. Έχει συνεργαστεί με πολλούς διεθνώς καταξιωμένους χορογράφους
Ο Ντανίλο ήρθε στην Ελλάδα το 1997, όταν « η Αλβανία κατέρρεε με τις “πυραμίδες”,όλοι έχαναν τα λεφτά τους και ο κόσμος είχε πάρει τα όπλα ». Κατέφθασε όμως μέσω επίσημης οδού προσκεκλημένος σε παράσταση σύγχρονου χορού με την ομάδα του γνωστού χορογράφου Χάρη Μανταφούνη. « Ήμουν τυχερός.Είχα μόλις τελειώσει το σχολείο και βρισκόμουν στην Ελβετία όπου διδασκόμουν τη σύγχρονη τεχνική. Η συμφωνία ήταν να μείνω για τρεις μήνες,αλλά δεν ξαναγύρισα πίσω. Σε μαθαίνει ο κόσμος,το ένα φέρνει το άλλο ».
Ο Ντανίλο είναι γιος γνωστού δεξιού πολιτικού της Αλβανίας (« αν και δεν ήταν ποτέ με τον Μπερίσα »), η μητέρα του υπήρξε δασκάλα πιάνου και ο αδελφός του ζει και εργάζεται σήμερα στην Αμερική. Προικισμένος με όλα τα αγαθά. Στη Λυρική Σκηνή έγινε δεκτός το 1997 έπειτα από οντισιόν. Πήρε το σκήπτρο του πρώτου σολίστ το 2001, αν και τον είχαν εμπιστευτεί σε ρόλους σολίστ σε πολλές παραστάσεις πριν από αυτό.
«Παρ΄ ότι ή μουν σε καλό επίπεδο όταν ήρθα από την Αλβανία, έπρεπε να δουλέψω σκληρά και κυρίως να ωριμάσω ώστε να ωριμάσει και η εκφραστική μου.Τότε φτάνεις σε καλύτερο επίπεδο.Δεν αρκεί ποτέ μόνο το ταλέντο.Πρέπει να είσαι συνεργάσιμος με όλους,πολλά πράγματα παίζουν ρόλο.Με πολλή θέληση και ιδρώτα,μπορείς να καταφέρεις πολλά πράγματα.Θέλω να προχωρήσω κι άλλο.Ο χορός είναι η ζωή μου,συνεργάζομαι και με ομάδες σύγχρονου χορού».
Ο Ένρι Τσανάι τον Ιούνιο του 2017 έγινε δόκιμο μέλος του διεθνούς φωτοειδησιογραφικού πρακτορείου Magnum.Ο Ένρι γεννήθηκε το 1980 στην Αλβανία. Μετακόμισε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, σε ηλικία 11 ετών, όταν άνοιξαν τα σύνορα Ελλάδας-Αλβανίας το 1991. Σπούδασε φωτογραφία στην «Ακαδημία Leica». Σήμερα έχει την βάση του στην Αθήνα και καλύπτει θέματα όπως οικονομική κρίση και προσφυγικό.
Ο ίδιος αναφέρει:«Ήρθα στην Ελλάδα το 1991, σε ηλικία 11 ετών. Σπούδασα φωτογραφία και δούλεψα επί δύο χρόνια σε περιοδικά μόδας. Το 2007 έγινα δεκτός στο σεμινάριο “City Streets” που διοργάνωσε το Βρετανικό Συμβούλιο με τη σφραγίδα του Νίκου Οικονομόπουλου. Το project ήταν να φωτογραφίσουμε μετανάστες και, μια και ήμουν ο ίδιος μετανάστης, είχε διπλό ενδιαφέρον για μένα να βρίσκομαι ξαφνικά πίσω από τον φακό, να είμαι ο παρατηρητής και όχι ο παρατηρούμενος.
Από τη συγκεκριμένη δουλειά προέκυψε μια ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχα. Σήμερα δουλεύω για τα περιοδικά “Ταχυδρόμος” και “ΒΗΜΑgazinο” και στον ελεύθερο χρόνο μου επιστρέφω στα πάτρια εδάφη και φωτογραφίζω. Το θέμα του ρατσισμού δεν με αγγίζει όπως με άγγιζε τα πρώτα χρόνια που είχα έρθει. Μεγαλώνοντας αποκτάς αντισώματα.
Αν το καλοσκεφτούμε, έχοντας ζήσει 18 ολόκληρα χρόνια στην Ελλάδα, τα ουσιαστικότερα βιώματά μου είναι εδώ. Το πιο αστείο που μου συνέβη πρόσφατα είναι όταν πήγα στην Αλβανία με Έλληνα φίλο μου και όταν μίλησα σε μια πωλήτρια εκείνη μου είπε: “Μωρέ, μπράβο! Πολύ ωραία τα έχεις μάθει τα αλβανικά!”. Τελικά, στην Αλβανία νιώθω τουρίστας και στην Ελλάδα… Αλβανός τουρίστας!».
Ο Λαέρτης Βασιλείου γεννήθηκε στο Δέλβινο στις 7 Μαρτίου 1974 και είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφραστής.
Γεννήθηκε από Ελληνίδα μητέρα και Αλβανό Ορθόδοξο πατέρα. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές θεατρικές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές συμμετοχές.
Ξεκίνησε να ασχολείται με την υποκριτική στην ηλικία των 16 ετών παίζοντας σε θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζε το σχολείο του. Το 1993, στα 19 του, πέρασε στην Ακαδημία Τεχνών στα Τίρανα και ένα χρόνο αργότερα ήρθε στην Ελλάδα προκειμένου να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από όπου αποφοίτησε το 1997.
Ο ίδιος έχει πει σχετικά: «Για έναν άνθρωπο που έρχεται στην Ελλάδα και προσπαθεί να μπει στο θέατρο είναι πολύ δύσκολο. Εμένα με βοήθησε το γεγονός ότι σπούδασα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Συνάντησα από το πρώτο έτος τον Θόδωρο Τερζόπουλο και δούλεψα μαζί του για τρία χρόνια παράλληλα με τις σπουδές μου. Από εκεί με είδαν και άλλοι σκηνοθέτες όπως ο Δημήτρης Μαυρίκιος, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Αντώνης Αντύπας, η Ρούλα Πατεράκη. Στάθηκα τυχερός γιατί με επέλεξε αυτός ο άνθρωπος, ουσιαστικά από την αρχή βρήκα δουλειά, μόλις 20 ετών. Γνωρίζω όμως και άλλους ανθρώπους, ηθοποιούς από την Αλβανία οι οποίοι είτε δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά στο θέατρο είτε δεν τα κατάφεραν οικονομικά. Οι δυσκολίες στη γλώσσα δεν τους βοήθησαν να αφομοιωθούν.
Στο θέατρο λόγω καταγωγής από το ανατολικό μπλοκ τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Δεν υπήρχε ο ρατσισμός που υπήρχε στον δρόμο, ήταν ένας άλλος κόσμος. Φυσικά, υπήρξαν στιγμές που βίωσα τον ρατσισμό. Κάποιοι φίλοι μου ηθοποιοί μου μετέφεραν πως συνάδελφοι ηθοποιοί τους έλεγαν: “Ποιος είναι αυτός από την Αλβανία που παίρνει πρώτους ρόλους;”. Φυσικά, αυτά δεν ειπώθηκαν ποτέ ενώπιόν μου, μόνο πίσω από την πλάτη μου. Στην αρχή υπήρχε μια παγωμάρα αλλά αυτό το θεωρώ λογικό. Το ξένο ξενίζει και είναι απολύτως φυσικό και κατανοητό. Ακόμη και στο Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας όταν έρχονται ηθοποιοί Αλβανοί από το Κόσσοβο υπάρχει μια δυσκολία.
Τώρα πλέον τα πράγματα είναι πολύ καλά για μένα και νιώθω τυχερός που είμαι στην Ελλάδα.
Υπάρχουν συμμαθητές μου που πήγαν στο Λονδίνο και στην Ισπανία και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. Στην Ελλάδα μας έχουν αγκαλιάσει ακόμη και όταν δεν το αξίζαμε. Κάποιοι σκηνοθέτες μάλλον λόγω αριστερής καταβολής είπαν “θα πάρω το παιδί από την Αλβανία” και δεν πήραν κάποιον Έλληνα που ενδεχομένως να ήταν και καλύτερος από μένα. Είναι εκπληκτικό μάλιστα το γεγονός ότι εκπροσώπησα την Ελλάδα και βραβεύτηκα. Δεν με αγκάλιασαν απλά στην Ελλάδα, με χάιδεψαν».
«Το βιολοντσέλο μπήκε στη ζωή μου από πολύ νωρίς, από τα έξι μου χρόνια. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου στο Μουσικό Λύκειο, έγινα δεκτή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αλβανίας, από όπου αποφοίτησα με άριστα. Μπορεί να υπερισχύει η άποψη ότι όταν πηγαίνεις κάπου ως μετανάστης οι λόγοι που σε παρακινούν είναι οικονομικοί, εγώ όμως ήρθα στη χώρα σας το 1997 για προσωπικούς λόγους. Στην Αλβανία δούλευα σε ωδείο ως καθηγήτρια βιολοντσέλου. Προτού έλθω στην Ελλάδα είχα ήδη φίλους μουσικούς που είχαν γίνει αποδεκτοί σε ορχήστρες της χώρας σας, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου. Ήρθα με αυτοπεποίθηση ότι θα τα κατάφερνα, δεν υπήρχε περίπτωση να συμβιβαστώ με κάποιο επάγγελμα που θα ήταν άσχετο με τη μουσική. Ύστερα από οκτώ μήνες αναζήτησης έγινα δεκτή στην Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, στην οποία βρίσκομαι πλέον εδώ και μία δεκαετία ως πρώτο τσέλο. Ευτυχώς για μένα, ο ρατσισμός βρίσκεται έξω από τον χώρο της δουλειάς μου, μια και έχω να κάνω καθημερινά με ανθρώπους καλλιεργημένους. Η απίστευτη γραφειοκρατία όμως έρχεται να σου θυμίσει ότι είσαι “ξένος”. Στις συμβάσεις εργασίας κρίνεται πάντα ποιος είναι Έλληνας και ποιος Αλβανός. Στη συγκεκριμένη ορχήστρα παίζουν έξι Αλβανοί, περισσότεροι από 15 Βορειοηπειρώτες, έχουμε κορυφαίες θέσεις, και όμως δεν πληρωνόμαστε το ίδιο με τους Έλληνες συναδέλφους μας λόγω υπηκοότητας. Καθώς λοιπόν δεν μπορούμε να ζήσουμε αποκλειστικά από τα χρήματα της ορχήστρας, αναγκαζόμαστε να κάνουμε και άλλες συνεργασίες, προκειμένου να επιβιώσουμε. Χωρίς να φταίει ούτε ο δήμαρχος ούτε ο διευθυντής της ορχήστρας, που βάζουν τα δυνατά τους, είμαι τρεις μήνες απλήρωτη μολονότι είμαι παντρεμένη με Έλληνα και υποτίθεται ότι έπρεπε να είχα κάποιες διευκολύνσεις με το μέρος μου. Ίσως λοιπόν να φταίει το σύστημα, όπως συνηθίζετε να λέτε στην Ελλάδα».
Ο Χρήστος Μάστορας γεννήθηκε στο Βοδίνο Δερόπολης στις 14 Νοεμβρίου 1986 και είναι βασικό μέλος του συγκροτήματος Melisses.
Κατάγεται από το μειονοτικό χωριό Βοδίνο, ένα από τα ελληνόφωνα βορειοηπειρωτικά χωριά της Αλβανίας, ενώ ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς του σε ηλικία 3,5 ετών.
Στην ηλικία των 2 ετών ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο, όταν πέρασε μια πολύ σοβαρή ασθένεια με τα ερυθρά του αιμοσφαίρια, ένα είδος λευχαιμίας, κατά την οποία οι γιατροί τον ήθελαν νεκρό. Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, ζει λόγω της βοήθειας ενός γιατρού της περιοχής της Δερόπολης, ο οποίος του έδωσε ένα φαρμακευτικό σκεύασμα από βότανα που εν τέλει απέβη άκρως λυσιτελές για τον ίδιο, αφού του έσωσε τη ζωή.Το πρώτο τους τραγούδι κυκλοφόρησε το 2008 με τίτλο “Κρυφά”, ένα τραγούδι που παρέμεινε πρώτο στο top 10 του ελληνικού ραδιοφώνου για 3 συνεχόμενους μήνες.Εν συνεχεία κυκλοφόρησαν πολλά τραγούδια τους, με τελευταίο Που ‘ναι η αγάπη (2021).
Η Ελένη Φουρέιρα γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου 1987, στο Φιέρι. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της το 2007 ως μέλος των Mystique, αλλά από τη διάλυση του συγκροτήματος το 2010 ακολουθεί σόλο καριέρα. Έχει κυκλοφορήσει πέντε προσωπικούς δίσκους.
Το 2018 εκπροσώπησε την Κύπρο στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision με το τραγούδι Fuego, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση. Ήταν και παραμένει μέχρι και σήμερα ως η υψηλότερη θέση που κατέλαβε ποτέ η Κύπρος στο διαγωνισμό.
Είναι ένας από τους πιο υποσχόμενους νέους καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν στην ελληνική μουσική σκηνή τα τελευταία χρόνια και έχει ήδη διεθνείς επιτυχίες τόσο ως τραγουδιστής, όσο και ως παραγωγός και τραγουδοποιός. Το τραγούδι του “Mamacita Buena” έγινε το πρώτο ισπανικό ποπ τραγούδι που έλαβε περισσότερες από 27.000.000 προβολές στο YouTube μέσα σε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του.Το είδος της μουσικής του είναι dance-pop, RnB και house.
Από τους πρώτους που τόλμησε να το ξεστομίσει δημόσια. Ο MrMamacitaπου κάθε τραγούδι του προκαλεί εκατομμύρια χτυπήματα στο Youtube μίλησε με ειλικρίνεια για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην Ελλάδα, τον ρατσισμό, αλλά και τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.
«Οι μόνοι άνθρωποι που εμπιστεύομαι είναι η οικογένειά μου… στην αρχή όταν τους είπα ότι θα ασχοληθώ με τη μουσική έπαθαν σοκ…ήμουν από μικρός ανήσυχος…οι γονείς μου ήρθαν από την Αλβανία με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, ζω εδώ από τα τέσσερά μου χρόνια και είμαι τυχερός που μεγάλωσα , πήγα σχολείο και η οικογένεια μου φρόντισε να μην μου λείψει τίποτα. Στην Ελλάδα δεν ένιωσα ποτέ ξένος, ούτε ρατσισμό.Μου αρέσει να λέω ποιος είμαι, οι μεγάλες εταιρίες συνήθως δεν αφήνουν τους καλλιτέχνες ελεύθερους να λένε ότι θέλουν μάλλον θεωρούν ότι δεν πρέπει να λένε πολλά για τον εαυτό τους… ο κόσμος όμως αγαπάει αυτό που κάνω και το αισθάνομαι.Κάποιοι κακεντρεχείς γράφουν κακόβουλα σχόλια στο facebook αλλά αυτό δεν με αγγίζει, η αγάπη του κόσμου είναι τεράστια».
Τον γνωρίσαμε μέσα από το FameStory1 όπου σε δημόσιο ξέσπασμα του μπροστά στις κάμερες τότε, δεν δίστασε να πέσει στα γόνατα και να παραδεχτεί δημόσια πως ναι είναι Αλβανός και ζητάει μια θέση στο μουσικό στερέωμα.Μετά και από αυτό ο Διονύσης Τζεράχου, συστήθηκε με το επίθετο Χιώτης, για να είναι πιο σύνηθες ως ελληνικό όνομα στους Έλληνες, αγκαλιάστηκε καλλιτεχνικά από το Λευτέρη Πανταζή που έγινε παραγωγός του, ο Νίκος Καρβέλας του εμπιστεύτηκε τραγούδια του, αλλά τα τελευταία χρόνια, ο Διονύσης έχει επιστρέψει μόνιμα στην πατρίδα του όπου διαπρέπει στο πεντάγραμμο αφού στην Ελλάδα ήταν δύσκολο να τον αποδεχτούν. Το 2012 μάλιστα θα έδινε μια συνέντευξη όπου θα αποκάλυπτε και θα ξεσπούσε για την επίσης Αλβανίδα συνάδελφο του Ελένη Φουρέιρα.
«Είναι λάθος να κρύβεις την καταγωγή σου! Όταν δεν ξέρεις από πού έρχεσαι, δεν ξέρεις που πας. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Όλοι στην Αλβανία λένε ότι η Ελένη Φουρέιρα είναι Αλβανίδα. Είναι ντροπή της να κρύβει την καταγωγή της γιατί δίνει ένα πολύ κακό μήνυμα σε ένα εκατομμύριο Αλβανούς που ζούνε στην Ελλάδα. Αυξάνει το φόβο για την καταγωγή τους σε δεκαπεντάχρονα Αλβανάκια που την ακούν και την θαυμάζουν.»
Ο Ένκε Φεζολλάρι είναι Αλβανός σκηνοθέτης και ηθοποιός.Γεννήθηκε στην Αλβανία το 1981 και είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Από το 2005 ως το 2019 συνεργάστηκε επανειλημμένα ως ηθοποιός με καταξιωμένους σκηνοθέτες στο Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο του Νέου Κόσμου, Χώρα, Από Μηχανής κ.α
Ως σκηνοθέτης δραστηριοποιείται από το 2010. Το 2013 βραβεύτηκε στο WinterFestival του Σαράγιεβο για τη «Λίστα» της Κλαίρης Λιονάκη μαζί με το Μάνο Καρατζογιάννη.
Ο ίδιος έχει πει σχετικά για τα παιδικά του χρόνια στην Αλβανία: « Θυμάμαι τα χρόνια που έζησα στην Αλβανία με μεγάλη νοσταλγία. Βλέποντας τις εικόνες των παιδιών από την Παλαιστίνη, την Συρία και τις εμπόλεμες ζώνες, καταλαβαίνεις πως έχουν έναν τρόπο να δημιουργούν σύμπαν και να γίνονται μια «Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων», να ακολουθούν ένα λαγό και ένα Τρελοκαπελά. Στην παιδική μου ηλικία βρήκα κι εγώ τους ήρωές μου. Πρόλαβα ένα καθεστώς που στα μάτια ενός παιδιού ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που ίσως βίωναν οι γονείς του. Έχω μέσα μου έντονες τις αναμνήσεις από την πρώτη μέρα στο σχολείο, τις δασκάλες, τα αλβανικά τραγούδια που μιλούσαν για καθαρές ψυχές και άσπρα σπίτια. Ένα παιδί που γεννιέται σε έναν τόπο και ακούει τραγούδια που εξυμνούν την ομορφιά της χώρας και της ανθρώπινης ψυχή, πηγαίνει μόνο του κάθε Κυριακή κουκλοθέατρο, τρώει μπισκότα με ζυμάρι και ζάχαρη, τα βλέπει όλα αυτά ως τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο. Μεγαλώσαμε ολιγαρκής. Μακαρόνια με ζάχαρη τρώγαμε, αλλά αυτό ήταν το πιο ευτυχισμένο γεύμα. Οφείλουμε πολλά στους ανθρώπους που μας μεγάλωσαν. Εγώ οφείλω κυρίως στην μητέρα μου, αλλά πραγματικά κανείς μας δεν ήθελε να φύγει από την χώρα του.
Η φύση τότε ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή μας. Τα καλοκαίρια με τη γιαγιά μου στο Πόγραδετς, στην λίμνη πιάναμε ψαράκια με κονσέρβες και η μητέρα μου μας περίμενε με ντομάτες, λευκό τυρί και πιπεριές, αυτός ήταν ο παράδεισός μας. Δεν θέλαμε πολλά, γιατί δεν ξέραμε κιόλας. Δεν υπήρχε ο υπερκαταναλωτισμός. Αυτός ο τρόπος ζωής ήταν συνδεδεμένος πραγματικά με την φύση. Βέβαια, σε πολιτικό επίπεδο, η αγροτιά και η κοπερατίβα ήταν αυτή που πλήρωσε τον κομμουνισμό.
Το καθεστώς του Χότζα δεν μπόρεσε ποτέ να αφομοιώσει εξ ολοκλήρου τους Ρομά και κάποιες άλλες μειονότητες, έδωσε όμως μεγάλο αγώνα για την θέση της γυναίκας και τον αναλφαβητισμό. Εγώ στα Τίρανα ξεκίνησα και μπαλέτο. Μαζευόμασταν όλοι στην λέσχη των φοιτητών και βλέπαμε τηλεόραση. Όταν έκανα την «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου έβαλα μέσα στην παράσταση αυτή την σκηνή. Αυτό για μένα ήταν η ζωή μου. Υπάρχει σαφώς και μια αγιοποίηση εκείνων των χρόνων και πρέπει να πούμε ότι η πατριαρχία στην Αλβανία δεν μπόρεσε ποτέ να εξαλειφθεί και οι Αλβανοί πατεράδες δεν διακρίνονται για την ευαισθησία τους, οπότε δοξάζω το σύμπαν που είχα αυτή την μητέρα που την έβλεπα γιγάντια, μελαχρινή, όμορφη, να φοράει εκείνα τα κινέζικα φορέματα. Μεγάλωσα με τις ξαδέρφες της και τις θείες μου σε έναν πολύ αλμοδοβαρικό κόσμο.
Και το ίδιο το έργο σου όμως, επικεντρώνεται στην γυναίκα. Υπάρχει παντού το γυναικείο στοιχείο. Είχα την τύχη να ξεκινήσω με την «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη, να μιλήσω για τον εμφύλιο, για την πατριαρχία. Μιλάω για την θέση της γυναίκας. Τα έντεκα χρόνια που σκηνοθετώ έχω καταπιαστεί με έργα που έχουν επίκεντρο τους ευάλωτους ανθρώπους. Έχω μιλήσει για την βία ενάντια στις γυναίκες. Από την Βάσα του Γκόρκι που μιλούσα για την μητριαρχία, για το πως η επαρχία ευνουχίζει, πως το σύστημα διαλύει τους ανθρώπους. Δεν έχω κομματικά χρώματα αν και σίγουρα τα χρώματά μου είναι αριστερά, έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο. Οι παππούδες μου πολέμησαν τους Ναζί, είναι ήρωες πολέμου. Τα έργα μου που έχουν επίκεντρο την γυναίκα πηγάζουν από την αγάπη που έχω στην μητέρα μου και το γεγονός ότι μεγάλωσα σε έναν πολύ γυναικείο κόσμο. Είχα έναν πολύ κακοποιητή πατέρα, τον οποίο ακόμα και νεκρό νομίζω ότι θα τον δω στον δρόμο και αυτό είναι τρομακτικό. Όλα αυτά συντελούν στο ότι δεν θα μπορούσα να κάνω έργα ελαφρά τη καρδία. Η μαμά μου είναι η ηρωίδα μου. Αυτή μας μεγάλωσε. Καθάριζε σκάλες, χλωρίνες… Μια μέρα, τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, ξυπνάει το πρωί και είναι παραμορφωμένη η μούρη της και τρομάζω. Είχε πάθει αλλεργικό σοκ, αλλά τότε χωρίς χαρτιά, πως να πας στο φαρμακείο; Λέει «Θα μου περάσει», αλλά γαμώτο πως θα σου περάσει; Δεν σου περνάει… Αυτό εμένα με σκότωσε».
Η Σαβίνα Λόις συστήθηκε στο κοινό της Ελλάδας μέσα από το «Fame Story 2. Και αν η συμμετοχή της στο ριάλιτι του ΑΝΤ1 είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και η ίδια είχε πέσει θύμα ρατσιστικών επιθέσεων που εκδηλώνονταν ακόμη και με «βομβαρδισμό» SMS προς την παραγωγή της εκπομπής, η Σαβίνα δεν φαίνεται να πτοήθηκε. Η αγάπη της για το τραγούδι ήταν τόσο μεγάλη που αποφάσισε να αγνοήσει τις όποιες αντιδράσεις και να κάνει καριέρα στη χώρα μας. Η Σαβίνα είχε περάσει παράνομα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κέρκυρα με βάρκα, μαζί με την οικογένειά της, σε ηλικία επτά χρόνων.
«Την έχουν αδικήσει και της έκαναν πόλεμο, επειδή είναι από την Αλβανία. Κάποτε τη ρώτησε ο Μικρούτσικος “είσαι υπερήφανη που είσαι Αλβανίδα;” κι εκείνη του απάντησε “εσείς είστε υπερήφανοι που είστε Έλληνες;” Της απαντάει εκείνος “ναι” κι εκείνη του λέει “κι εγώ ναι”. Αν λοιπόν η κόρη μου είχε απαντήσει “δεν είμαι υπερήφανη που είμαι Αλβανίδα” σήμερα θα είχε φτάσει αλλού» λέει στην «Εspresso» ο Βαγγέλης Λόις. «Πιστεύω ότι επειδή είναι Αλβανίδα δεν της βγάζουν δίσκο, ενώ εκείνη το έχει κυνηγήσει πολύ. Πάντως, αυτοί είναι οι χαμένοι. Και θα το δουν όταν η Σαβίνα βγάλει δίσκο στη χώρα μας όπου της το προτείνουν συνεχώς» προσθέτει πικραμένος. «Είμαι πολύ υπερήφανος για την κόρη μου. Αγωνίστηκα εγώ για εκείνη, γι’ αυτό έφτασε εδώ όπου έφτασε. Δούλευα ολόκληρα 24ωρα, έκανα πέντε μεροκάματα την ημέρα σε οικοδομές» εξηγεί.
Πηγές: Βήμα|Wilkipedia |Athensmagazine|popaganda|albanians.gr