Την Γκιζέλα Ντάλι (Αδαμαντία Μαυροειδή) την αποκαλούσαν Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό λόγω του σεξ απίλ της.Γεννήθηκε το 1937 στην Πλάκα. Ο φακός αποτύπωσε το τέλειο σώμα της σε πολλές αποκαλυπτικές σκηνές που έκοβαν την ανάσα στον ανδρικό πληθυσμό που δεν ήταν συνηθισμένος εκείνη την εποχή να βλέπει γυναίκες να γδύνονται τόσο άνετα.
Της: Έπη Τρίμη
H καταγωγή της ήταν από τα Μέγαρα και γνώρισε πολλά προβλήματα στην οικογένειά της. Στο εκκλησάκι των Μεγάρων είχε κάνει και τάμα για να τεκνοποιήσει, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ.
Παρότι σπούδασε από νωρίς χορό, εικαστικά και υποκριτική στις αντίστοιχες σχολές Ανωμερίτου, Καλών Τεχνών και Εθνικού Ωδείου ήταν τόσο όμορφη, καλοφτιαγμένη και προκλητική που από το 1960 άρχισε να εμφανίζεται σε ταινίες, αισθηματικές κομεντί, κωμωδίες και μελό.
Ένας από τους μεγάλους έρωτες της ζωής της ήταν ο τότε sex symbol ηθοποιός Άλκης Γιαννακάς
Η Γκιζέλα Ντάλι υπήρξε σύντροφος του για μεγάλο διάστημα και όπως είχε δηλώσει: «Ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Ήταν ο ωραιότερος και πιο περιζήτητος άντρας και ήταν δικός μου. Ζήσαμε μια σχέση πάθους». Μαζί πρωταγωνίστησαν στην ταινία «Ο Παρθένος»….
Η επαγγελματική της πορεία
Ντεμπούτο στο κινηματογράφο έκανε με την ταινία «Ραντεβού στη Βενετία» του σκηνοθέτη Ντίμη Δαδήρα, με τον οποίο και παντρεύτηκε. Από τότε έγινε ο μέντοράς της και γύρισαν επτά ταινίες.
Είναι χαρακτηριστικός ο ρόλος της στην ταινία Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης (1963). Εκεί, στο ξεκαρδιστικό σκετς με τον Θανάση Βέγγο επίδοξο φωτογράφο, η Γκιζέλα Ντάλι ήταν η στριπτιζέζ που τον αναστάτωσε ερωτικά, σε σημείο που έπεσε λιπόθυμος όταν πέταξε όλα τα ρούχα της και εμφανίστηκε με μπικίνι.
Δείτε στο παρακάτω προκλητικό διάλογο για το πλαίσιο της εποχής που έγραψε ο Αλέκος Σακελλάριος:
«Προσοχή και κοιτάμε εδώ» της λέει ο Βέγγος, δείχνοντας της τον φακό. ‘
«Να δω το πουλάκι, ε;» τον ρωτάει εκείνη για να λάβει την απάντηση:
«Αμ έτσι όπως πάμε, θα το δεις και το πουλάκι».
Ήταν άλλη η όψη μου και άλλη η κόψη μου
Ο Ντίμης Δαδήρας και οι άλλοι κινηματογραφικοί παραγωγοί εκμεταλλεύτηκαν την όψη μου! Η κόψη μου ήταν η βλάχα από τα Μέγαρα, στουρνάρι στο κεφάλι! Τώρα που βλέπω τις ταινίες μου, μ’ αρέσει αυτή η κοπέλα, η Γκιζέλα, αλλά σήμερα δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση της»….
Παρόλο που κανείς δεν την θεωρούσε ατάλαντη, δεν κατάφερε να καθιερωθεί
Η Γκιζέλα Ντάλι, έπεσε «θύμα» της εξωτερικής της εμφάνισης με αποτέλεσμα να έχει πάντα ρόλους κομπάρσου ή μικρές συμμετοχές σε ταινίες, όπου πάντα υποδυόταν το ωραίο, μοιραίο και σέξι θηλυκό. Από τη δεκαετία του 1970 και με την αρχή της παρακμής για τον εγχώριο μαυρό-ασπρο κινηματογράφο, η Ντάλι εμφανίστηκε αποκλειστικά σε soft πορνό ταινίες, μερικές από τις οποίες θεωρούνται cult: «Η Ελληνίδα και ο έρωτας», «Σκάνδαλα στο νησί του έρωτα», «Διεστραμμένοι», «Ο παρθένος», «Έρωτας δίχως σύνορα» κ.α….
Η απόσυρση στη Νάξο, το διαζύγιο και θάνατος
Εκείνο που όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι η συνέχεια της ζωής της. Αρνήθηκε να εγκλωβιστεί στο παρελθόν της και έζησε εντελώς με άλλο τρόπο μετά τον χωρισμό της με τον Ντίμη Δαδήρα. Το 1976 τα αφήνει όλα πίσω της και πηγαίνει να ζήσει στο χωριό Λυώνας, τόπος της μητέρας της, στη Νάξο. Εκατόν πενήντα σπίτια ο Λυώνας, με ανθρώπινη ζωή μονάχα το καλοκαίρι. Τους χειμώνες ξεχνούσε τη γλώσσα της επικοινωνίας αλλά δεν την ένοιαζε: «Περιμένω το καλοκαίρι να ‘ρθουν οι οικογένειες, να ‘ρθουν και τα παιδιά που είναι σαν εγγόνια μου».
Γερή και ανθεκτική σαν κριάρι, με επουλωμένες πια πληγές, αναμετριέται με το είδωλό της στον καθρέφτη, ετών 58 και ούτε που τρομάζει. Η κυρία που «έσπαγε τα ταμεία», ήταν πλέον κυρία του εαυτού της. «Τίποτα πια δεν φοβάμαι, ούτε τον Θεό, μονάχα τον σέβομαι», έλεγε. Είκοσι τρία χρόνια κρέας δεν έφαγε μονάχα τους καρπούς της γης της, αυγά, γαλακτερά και ψάρια που φέρνει η ίδια από τη θάλασσα. «Ολάκερη η Νάξος με αγκάλιασε και δεν με αρνήθηκε».
Το 2004 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη, παίζοντας ένα χαρακτηριστικό ρόλο στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Τεστοστερόνη».
Είχε όμως δύσκολο τέλος, χτυπήθηκε από καρκίνο. Οι φίλοι και συγγενείς της αφηγούνται ότι πάλεψε παλικαρίσια τη νόσο. Μάλιστα πρώτα χρόνια της αρρώστιας της δεν πήγαινε σε γιατρό. «Θα τον νικήσω μόνη μου τον π… τον καρκίνο» έλεγε. Ήταν τόσο συνειδητοποιημένο άτομο ώστε όταν κάποια στιγμή διαισθάνθηκε πως το τέλος της ζωής πλησιάζει, ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα της.
Όπως έλεγε, δεν ήθελε να της μαζεύουν άλλοι το σπίτι της, μετά τον θάνατό της. Έξω από την πόρτα της είχε αναρτήσει την επιγραφή: «Δεν δέχομαι επισκέψεις λόγω ασθένειας». Η ανιψιά της έχει αφηγηθεί: «Δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι, καθηλωμένη εκεί, χωρίς να κλαίει, χωρίς να μας ενοχλεί καθόλου. Έφυγε σαν πουλί. Άγριο πουλί, όπως ήταν και η ζωή της μέσα στην απομόνωση». Το 2010 έφυγε από την ζωή σε ηλικία 73 ετών.