Ο Γιώργος Κοινούσης ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από τη δεκαετία του 1960 ως ακορντεονίστας, τόσο ζωντανά, όσο και σε ηχογραφήσεις.
Της: Έπη Τρίμη
Παράλληλα έγραφε στίχους, τους οποίους ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού: η Πόλυ Πάνου, ο Πάνος Γαβαλάς, Μιχάλης Μενιδιάτης, Γιάννης Ντουνιάς, Δημήτρης Μητροπάνος, η Δούκισσα και άλλοι. Αφού έγινε και ο ίδιος ερμηνευτής και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, αποσύρθηκε από την σκηνή. Δημοσίευσε αυτοβιογραφία με τίτλο «Στην ατέλειωτη άσφαλτο, στον απέραντο δρόμο».
Τη δεκαετία του ΄70 ο Γιώργος Κοινούσης μεσουράνησε στη δισκογραφία και στα νυχτερινά μαγαζιά ως λαϊκό είδωλο. Όχι μόνο ως τραγουδιστής, αλλά και ως δημιουργός και μουσικός οργανοπαίχτης. «Άνθρωποι είμαστε», «Να ξαναγινόμαστε πάλι πιτσιρίκοι», «Δεν καταλαβαίνω τίποτα» και πολλά ακόμα σουξέ τον ενέταξαν σε μια ειδική γκάμα ολοκληρωμένων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων. Έγραφε τραγούδια, έπαιζε πέντε διαφορετικά μουσικά όργανα και παράλληλα τραγουδούσε κιόλας.
“Δεν μπορούσα να προσαρμοστώ στον τρόπο που γινόταν η δουλειά του καλλιτέχνη. Ήμουν ένα είδος αντάρτη για τον καλλιτεχνικό χώρο. Δεν δεχόμουν τις υποδείξεις των εταιριών που με έβαζαν σε καλούπια για να πουλήσουν οι δίσκοι τους. Ήθελα να περάσω μηνύματα μέσα από τα τραγούδια μου.Υπήρχαν άνθρωποι άμεμπτοι, που τους ξεχώρισα, όπως ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Αλλά υπάρχουν τόσα σκοτεινά σημεία σε αυτό το επάγγελμα, που δεν μπορώ να μιλήσω δημοσίως. Γι’ αυτό και σηκώθηκα και έφυγα από το τραγούδι. “.
Ο Γιώργος Κοινούσης πέρασε μεγάλη φτώχεια μέχρι να καταφέρει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Τα κατάφερε όμως. “Έγινε φίρμα, γεύτηκε μεγάλες επιτυχίες και ξαφνικά, ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα πάντα. Εδώ και πολλά χρόνια ζει με την οικογένειά του στο κτήμα του, στο Λαγονήσι. O ίδιος είχε πει στην Espresso: “Για μένα αυτά τα δύσκολα χρόνια ήταν σχολείο. Έμαθα πολλά, γιατί έπεσα από νωρίς στον… πόλεμο της ζωής. Με πολλές στερήσεις. Δεν πρόλαβα να πεινάσω, γιατί δεν καταλάβαινα τι είναι να είσαι πεινασμένος και τι χορτασμένος”.
“Μεγάλωσα στη Φίλωνος, στην Τρούμπα. Στο σοκάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, εκεί έπαιζα. Με τον πατέρα μου είχαμε ένα γραμμόφωνο και γυρνούσαμε από σπίτι σε σπίτι να μαζέψουμε κάνα ταλιράκι για να επιβιώσει η οικογένεια. Αργότερα έμαθα κιθάρα και πήγαινα στα ταβερνάκια κι έπαιζα για να συντηρήσω τους δικούς μου. Βλέπετε, ο πατέρας μου είχε μείνει τυφλός στα καράβια που δούλευε κι εγώ ήμουν ο άνδρας του σπιτιού που πήγαινε το ψωμί κάθε μέρα. Όλα αυτά ήταν τα όπλα μου για να επιβιώσω”.
“Ήρθε ο Χριστός στην ζωή μου και γι΄ αυτό αποχώρησα από το τραγούδι. Ακόμα και στο κεντρί που δούλευα μια μέρα, πήγα στην Ραφήνα πήγα στην Τήνο περπάτησα γονυπετής και φαινόταν μόνο το κόκκαλο, είχε φύγει το κρέας, και το βράδυ πήγα και τραγούδησα στο κεντρί.
Τώρα να πηγαίνω στην Παναγιά της Τήνου να έχει έρθει ο Χριστός στην ζωή μου και να ξενυχτάω δεν ταίριαζε όλο αυτό. Δεν σκέφτηκα αν θα χαλάσω την περιουσία που είχα φτιάξει ούτε τι λεφτά θα οικονομήσω ή τι λεφτά θα βάλω στην άκρη. Η δόξα είναι μεγάλη κουβέντα. Λέμε δοξάζουμε τον Θεό ή κάτι διάνοιες σαν τον Φλέμιγκ. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε αβίαστα έτσι εύκολα τέτοιες λέξεις. Όπως έχει γίνει τώρα το αγάπη μου , πως αγαπάς με το πόσα θα σου δώσει πίσω ή αγαπάμε κάτω από την μέση στην εποχή μας πολλές φορές. Η δόξα έχει χάσει την αξία της πια.”
Δεν έλαβα κανένα μέτρο. Η πίστη μου ήταν τόσο δυνατή, που δεν μου επέτρεπε να πηγαίνω στην εκκλησία με τη… μάσκα του Ζορό στο πρόσωπο σαν μασκοφόρος. Μασκοφόροι είναι μόνο οι ληστές. Εγώ δεν φοβήθηκα ούτε στιγμή. Για μένα πρώτη είδηση σε όλο τον κόσμο θα έπρεπε να ήταν το γεγονός ότι οι εκκλησίες γεμίζουν από κόσμο τις Κυριακές, κοινωνούν και κανείς δεν έχει κολλήσει. Εγώ κοινώνησα μέσα στην καραντίνα πέντε συνεχόμενες φορές «λαθραία» και δεν έπαθα τίποτα απολύτως. Ναι, κοινώνησα κεκλεισμένων των θυρών! Είναι δυνατόν να μας απαγορεύσουν να αγκαλιαζόμαστε, να δίνει ο ένας το χέρι στον άλλον;, είχε αποκαλύψει στην Espresso.