Ο Θέμης Ανδρεάδης γεννήθηκε στην Καλλιθέα στις 31 Δεκεμβρίου 1949. Το 1965 σε ηλικία 15 ετών άρχισε να ασχολείται με την μουσική μαθαίνοντας κλασσική κιθάρα με δάσκαλο το Νότη Μαυρουδή. Ο ίδιος, μάλιστα, του γνώρισε και τα τραγουδιστικά στέκια της εποχής που ήταν οι μπουάτ του Νέου Κύματος.
Της: Έπη Τρίμη
Έκανε ένα πέρασμα από τα μουσικά πράγματα της χώρας, επέβαλε το ύφος του, προκάλεσε αναστάτωση, εξαφανίστηκε. Τα τραγούδια του όμως έμειναν, έστω και ως ατάκες στη μνήμη μας, κι ήταν σα να μην έφυγε ποτέ.
Ο ίδιος έχει πει σχετικά: “Θέλω να μείνω νέος όσον αφορά το θέμα της δημιουργίας. Να μπορώ να δημιουργώ εικόνες και να ζω με αυτές. Όσες φορές δεν το κατάφερα, είναι γιατί έφυγα από τη ρότα μου. Ακόμη και σήμερα στα 64 το επιδιώκω παρά τις αντιξοότητες. Για παράδειγμα, στα 25 μου και στα 62 μου ήρθα τετ-α-τετ με το θάνατο. Αυτό που με κράτησε είναι ότι αγαπώ πολύ τη ζωή. Οι καλλιτέχνες πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι. Αν όμως αντιμετωπίσεις το θάνατο, υπάρχει ένα μεταίχμιο που κρατάει όχι παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο. Αυτό που λέμε τα έχεις δει όλα. Στα 25 το συνάντησα μέσα σε στιγμές μεγάλης χαράς. Μέσα στην επιτυχία, πήγα να τραγουδήσω κάπου και… έφυγα. Παρά τα όσα συνέβησαν πάνω μου, παρέμεινα. Και η δεύτερη ήταν από καρκίνο. Σηκώθηκα να κάνω μετά από πολλά χρόνια ένα δίσκο γιατί ποτέ δεν ήμουν ευχαριστημένος και δεν ένιωθα άνετα να λένε ήρθε η Θέμης να τραγουδήσει και να πει τη Λούλα και είμαι πολύ ωραίος. Στο τέλος βέβαια εκεί θα καταλήξουμε. Αλλά εγώ δεν μπορώ άμα δεν πάω μπροστά”.
Είναι παντρεμένος από τον Σεπτέμβρη του 1977 με την γλύπτρια Άννα Αβράμ. Είναι πατέρας δύο αγοριών και παππούς δύο εγγονιών.
«Ενώ ήθελα από μικρός να γίνω τραγουδιστής, οι συγκυρίες δεν ήταν θετικές. Ξεκίνησα από πολύ μικρός. Δημόσια πρωτοτραγούδησα στα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη, το 1965, στο ραδιόφωνο, τα χαρούμενα ταλέντα, ‘‘μαζί μας κόσμε γλέντα’’ και τέτοια. Με πήγε η αδελφή μου, γιατί βαρέθηκε να με ακούει να τη ζαλίζω και με πήγε να βρω μια διέξοδο. Εκεί είχα θετική ανταπόκριση, ενώ ήταν εκπομπή φτιαγμένη για να ψαρεύει ψάρια, δηλαδή ατάλαντους… Πήγαιναν και πολλά νούμερα, παρατράγουδα. Εγώ ως μαθητής του Νότη Μαυρουδή έπαιζα πολύ καλή κιθάρα και τους είπα ένα δικό μου τραγούδι σε ποίηση του Γεράσιμου Μαρκορά… Όταν μου έβαλε echo, βάθος, κατάλαβα πως του άρεσα. Ο Μίμης Πλέσσας στο πιάνο με ακομπανιάριζε και πήρα πολλά θετικά σχόλια. Με φώναζε κάθε Κυριακή να τραγουδώ. Ο Οικονομίδης είχε πολύ ενδιαφέρον, υπερβολικά εξωστρεφής βέβαια. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από αυτόν, μόνο πως με είχε φωνάξει να κάνω μαθήματα κλασικής κιθάρας στα παιδιά του. Άρεσα. Ήτανε μια ευτυχής συγκυρία», είχε πει στο paron.gr.
Επηρεαζόμενος από αυτό το διαφορετικό της εποχής σε ηλικία 16 ετών το 1966 άρχισε να μελοποιεί ποιήματα από τις ”Ανθολογίες” αλλά και σε στίχους φίλων και δικούς του και να τα τραγουδά στις μπουάτ. Έτσι από το 1966 έως το 1971 τραγουδά στις μπουάτ της εποχής δικά του αλλά και γνωστών συνθετών τραγούδια.
Το 1971 ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος τον επιλέγει και τραγουδά για δύο χρόνια στη ιστορική μπουάτ ”Λήδρα” στην Πλάκα,μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη, συμμετέχοντας παράλληλα σε πολλές εκδηλώσεις και συναυλίες του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Το 1972 μπαίνει και στην δισκογραφία ερμηνεύοντας τα πρώτα τραγούδια του σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου όπως ”Του άντρα του πολλά βαρύ”, ”ο Ταρζάν””όχι δεν πρέπει” σε στίχους του ποιητή Γιώργου Χρονά και ”που πάτε λοιπόν” σε στίχους του θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Σκούρτη.
Το 1973 είναι σημαδιακό όταν γνωρίζεται με τον στιχουργό και γελοιογράφο Γιάννη Λογοθέτη γνωστό και ως ΛοΓο και σε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Κιουρκτσόγλου ξεκινούν ένα είδος τραγουδιού που έμελλε να έχει μεγάλη επιτυχία και να καταγραφεί ως Σατιρικό Τραγούδι.
Είτε με τον Λογοθέτη είτε με άλλους συνθέτες είτε γράφοντας ο ίδιος τις μουσικές ο Ανδρεάδης συνέχισε αυτό το είδος με μεγάλη επιτυχία μέχρι το 1980.
Από το 1980 έκανε μια στροφή στην καριέρα του κάνοντας ανεξάρτητες παραγωγές με πιο έντεχνα ακούσματα γράφοντας ο ίδιος τις μουσικές και συνεργαζόμενος με στιχουργούς όπως τον Μάνο Ελευθερίου, τον Λάζαρο Μπίκα, τον Γιάννη Ευθυμιάδη.
Έχει συνεργαστεί σε μπουάτ, νυχτερινά κέντρα διασκέδασης και συναυλίες με σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής.
Από το 1986 που ήταν και η τελευταία προσωπική του δισκογραφική δουλειά ακολουθεί τον δρόμο της σιωπής έως το 2012 που επανέρχεται με έναν ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών, αποδεικνύοντας πως ο καλλιτέχνης μπορεί παρά τις όποιες δυσκολίες να βγαίνει από τη σιωπή με την δύναμη της δημιουργίας.