Η “Κάλπικη λίρα” θεωρείται μία από τις 1000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου και μία από τις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.
O Γάλλος θεωρητικός Ζορζ Σαντούλ την ενέταξε ανάμεσα στις 1000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ τον Απρίλιο του 1985 η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΕΚ) την εξέλεξε ως μια από τις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.
Ο λόγος για την ταινία με τίτλο «Κάλπικη λίρα», η οποία γυρίστηκε το 1955 από τον σπουδαίο Έλληνα σκηνοθέτη Γιώργο Τζαβέλλα και έμελλε να αποτελέσει σημείο-σταθμό στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και της ελληνικής τέχνης.
Για πολλούς θεωρητικούς του κινηματογράφου δε, τόσο Έλληνες όσο και ξένους, θεωρείται η κορυφαία ελληνική ταινία όλων των εποχών. Θα μπορούσε για κάποιους ο χαρακτηρισμός αυτός να ακουστεί υπερφίαλος. Για εκείνους όμως που γνωρίζουν από κινηματογράφο, είναι απόλυτα εύστοχος και αληθινός. Οι διακρίσεις της ταινίας «ζαλίζουν»: Βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ Βενετίας, Μπάρι και Μόσχας, ενώ αποτέλεσε επίσημη ελληνική συμμετοχή τόσο στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών, όσο και του Karlovy Vary.
Προβλήθηκε σε δεκάδες χώρες του εξωτερικού, με τους σινεφίλ να την υποδέχονται με ενθουσιασμό. Στη Ρωσία δε προβλήθηκε ταυτόχρονα σε 1000 αίθουσες, προκαλώντας αίσθηση στην τοπική κοινωνία. Αποτέλεσε την πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, μια πολύ σημαντική καινοτομία για την εποχή, που όπως ήταν φυσικό, είχε αρκετό ρίσκο. Ωστόσο οι Έλληνες την υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, με αποτέλεσμα τη σεζόν 1954-1955 που προβλήθηκε να βρεθεί στην πρώτη θέση από πλευράς εισπράξεων, από όλες τις ταινίες της σεζόν, κόβοντας 208.410 εισιτήρια στην πρώτη προβολή της.
Το σχετικό ρεπορτάζ του περιοδικού της εποχής «Κινηματογραφικός Αστήρ», τα λέει όλα: «Η πρώτη προβολή της εν Αθήναις έκλεισε με 210 χιλ. περίπου εισιτήρια. Εν συνεχεία προεβλήθη στο “Ίρις” και απέδωσεν επί τέσσαρας συνεχείς εβδομάδας 34.000 εισιτήρια με τιμήν 10 δρχ. αντί της συνήθους των 5 δρχ. Εις το “Παλλάς” του Πειραιώς εσημείωσεν 48.836 εισιτήρια. Επίσης με ηυξημένον εισιτήριον προεβλήθη εις τους κιν/φους “Ατθίς” Αθηνών, “Βαλκάνια” Πειραιώς, “Ορφεύς” Κοκκινιάς, πραγματοποιήσασα διπλάσια των συνήθων εισιτήρια.
Καταπληκτική ήτο επίσης η επιτυχία εις Θεσσαλονίκην όπου προεβλήθη δια 4ην εβδομάδα εις τα “Ηλύσια” με υπερτιμημένον εισιτήριον. Εις Καβάλαν, Σέρρας, Ηράκλειον, Λάρισαν, Βόλον και Πάτρας εδημιούργησε ρεκόρ ελληνικών και ξένων ταινιών με ηυξημένον εισιτήριον κατά 25%.Λαμβανομένης υπ’ όψιν αυτής της αυξήσεως της τιμής των εισιτηρίων και του γεγονότος ότι η διάρκεια της προβολής είναι άνω των δύο ωρών, η απόδοσις της κινήσεως πρέπει να θεωρηθή ηυξημένη τουλάχιστον κατά 50% πλέον των πραγματοποιουμένων συνήθως εισιτηρίων».
Η ταινία αποτελεί μια εξαιρετική ηθογραφία εποχής, που αναδεικνύει με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο τα ήθη της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας, η οποία προσπαθούσε «με νύχια και με δόντια» να ανασυσταθεί εκ της τέφρας της, με βασικά συστατικά την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τον θεσμό της οικογένειας.
Προσπάθεια που μόνο εύκολη δεν ήταν, σε μια χώρα κατεστραμμένη κοινωνικά και οικονομικά. Σε μια χώρα εξαθλιωμένη, όπου το χρήμα αποτελούσε μέγιστο ζητούμενο για μια πιο ανθρώπινη ζωή. Θα μπορούσε να πει βέβαια κάποιος ότι το χρήμα παραμένει διαχρονικά ζητούμενο στις κοινωνίες των ανθρώπων. Πράγματι έτσι είναι. Με μια μεγάλη διαφορά ωστόσο:
Εκείνη την εποχή το χρήμα ήταν ζητούμενο απλά για μια πιο ανθρώπινη ζωή, σήμερα είναι ζητούμενο για μια άνετη ζωή. Κι αυτό δεν έχει αλλάξει ούτε μέσα στην κρίση των τελευταίων 6 χρόνων (αν κάποιος διαφωνεί, ας ρίξει μια ματιά στις…προπαραγγελίες του νέου iPhone 6 στην Ελλάδα).
Πέρα από όλα τα παραπάνω, η ταινία διαθέτει και μια πλειάδα σπουδαίων και χαρισματικών ηθοποιών που σήμερα πλέον είναι μύθοι: Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλια Λιβυκού, Μίμης Φωτόπουλος, Ορέστης Μακρής, Δημήτρης Χορν, Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Μυράτ, Λαυρέντης Διαννέλος, Σπεράντζα Βρανά, Βαγγέλης Πρωτόπαππας και τόσοι άλλοι.
Η υπόθεση αφορά στην ιστορία μιας κάλπικης λίρας, η οποία περνά από χέρι σε χέρι και αφηγείται την πορεία της, στα τέσσερα αυτόνομα επεισόδια που συνθέτουν την ταινία. Τη λίρα έχει κατασκευάσει ένας έντιμος χρυσοχόος, ο Ανάργυρος (Βασίλης Λογοθετίδης), παρασυρμένος από τη γοητεία της κυρίας Φιφής (Ίλυα Λιβυκού), η οποία μαζί με τον φίλο της Ντίνο (Βαγγέλης Πρωτόπαππας) θέλησαν να εκμεταλλευθούν τον πρώτο και να φτιάξουν πολλές χρυσές λίρες για να γίνουν πλούσιοι.
Ο Ανάργυρος με τις οικονομίες χρόνων που έκανε είχε μαζέψει 100 λίρες, τις οποίες όμως ξόδεψε για να αποκτήσει τον εξοπλισμό που απαιτούνταν για την κατασκευή των κάλπικων λιρών. Μετά από πολύ κόπο, κατασκευάζει την πρώτη λίρα και πριν προχωρήσουν στην αναπαραγωγή της, προσπαθούν να την «τεστάρουν» στην αγορά, για να δουν αν «περνάει». Το τεστ αναλαμβάνει να κάνει ο ίδιος ο Ανάργυρος, ωστόσο αυτό αποτυγχάνει, αφού όλοι αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για κάλπικη λίρα.
Ο ίδιος κινδυνεύει να βρεθεί στη φυλακή, αφού όλοι γνωρίζουν ότι είναι χαράκτης και τον υποψιάζονται. Μεταφέρει τους φόβους του στην Φιφή και στον Ντίνο και αποφασίζουν να σταματήσουν το κόλπο και να εξαφανίσουν όλο τον εξοπλισμό. Έτσι, ο Ανάργυρος μένει δίχως φράγκο, ωστόσο επιστρέφει και πάλι στην δουλειά του, όπου βρίσκει την παλιά του ηρεμία. Όσο για την λίρα, την πετάει στο δρόμο, όπου την βρίσκει ένας ζητιάνος που παριστάνει τον τυφλό, τον οποίο υποδύεται ο Μίμης Φωτόπουλος.
Ο ζητιάνος αυτός (ιστορική έμεινε η ατάκα του Φωτόπουλου να λέει διαρκώς με τον δικό του μοναδικό τρόπο τη λέξη «αόοοοματος»), καβγαδίζει συνεχώς με μια πόρνη (Σπεράντζα Βρανά), η οποία έχει στέκι το σημείο που κάθεται και ο ίδιος. Το στέκι τους είναι ο ναός του Αγίου Ιωάννη στην Δάφνη (πάνω στην Λεωφόρο Βουλιαγμένης σήμερα). Ο ζητιάνος λοιπόν καταλαβαίνει με τη σειρά του ότι η λίρα είναι τόσο κάλπικη όσο και ο ίδιος.
Προσπαθεί να την εξαργυρώσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Κι εφόσον δεν βρίσκει κανένα κορόιδο να του αλλάξει τη λίρα με γνήσια λεφτά, αποφασίζει να πληρώσει μ’ αυτή την Σπεράντζα Βρανά, μια έξυπνη κοκότα η οποία όμως τελικά και θα ξεγελαστεί και δεν θα χαρεί το κάλπικο νόμισμα, αφού αυτό έχει κυλήσει από μια τρύπια τσέπη του παντελονιού του ζητιάνου. Ο ζητιάνος ανακαλύπτει ότι έχει χάσει τη λίρα το επόμενο πρωί, αφού έχει ήδη κοιμηθεί με την κοκότα. Τότε της αποκαλύπτει πως ούτως ή άλλως, η λίρα ήταν κάλπικη, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας άγριος καυγάς, ο οποίος τους οδήγησε στα κρατητήρια, αφού συνελήφθησαν και οι δύο.
Στην τρίτη ιστορία, τη λίρα βρίσκει τυχαία η Φανίτσα (την υποδύεται η Μαρία Καλαμιώτου), ένα φτωχό και ορφανό κοριτσάκι που πουλάει λουλούδια και παλεύει να βοηθήσει την άρρωστη μητέρα της. Η αφελής και αγνή Φανίτσα πιστεύει ότι με τη λίρα θα μπορέσει να πληρώσει τα νοίκια που χρωστάει στον τσιγκούνη σπιτονοικοκύρη της (Ορέστης Μακρής), κανείς όμως δε φαίνεται να την πιστεύει.
Ο πατέρας της Αναστάσης (Λαυρέντης Διανέλλος) ήταν μπογιατζής και όσο ζούσε είχαν μια ευτυχισμένη οικογένεια, έστω και αν συνεχώς τους ενοχλούσε ο σπιτονοικοκύρης τους, ζητώντας τους τα νοίκια, απειλώντας τους παράλληλα να τους πετάξει στον δρόμο εάν δεν του τα έδιναν. Κάποια μέρα ωστόσο, ο πατέρας της Φανίτσας θα σκοτωθεί στην οικοδομή, οπότε μένει μόνη της με την μητέρα της, η οποία για να ζήσουν πλένει και καθαρίζει σπίτια. Όταν όμως η μητέρα της αρρωσταίνει, δεν έχουν λεφτά ούτε για φαγητό. Έρχονται λοιπόν τα Χριστούγεννα και η φτώχεια τους είναι απερίγραπτη.
Τότε η Φανίτσα βρίσκει την κάλπικη λίρα και προσπαθεί να την δώσει για να πάρει τρόφιμα. Όλοι όμως καταβαίνουν ότι η λίρα είναι κάλπικη και δεν της δίνουν τίποτα. Στο τέλος όμως ο ίδιος ο σκληρός σπιτονοικοκύρης θα δεχτεί να αλλάξει τη λίρα με χρήματα, όχι όμως γιατί ξεγελιέται, αλλά γιατί για μια φορά αποφασίζει να βγάλει προς τα έξω τον, βαθιά θαμμένο μέσα του, αυθεντικό, καλό του εαυτό. Και κάπου εδώ έρχεται μια από τις πλέον «δυνατές» σκηνές της ταινίας, όταν ο σπιτονοικοκύρης πέρνει αγκαλιά τη Φανίτσα και της ζητάει με δάκρυα στα μάτια να τον αφήσει να γίνει αυτός ο πατερούλης της. Στο τέλος, την κάλπικη λίρα την βάζει ο ίδιος ως νόμισμα στην πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα.
Το φλουρί πέφτει σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι, τον Παύλο και την Αλίκη, που υποδύονται ο Δημήτρης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη. Εκείνη είναι κόρη πλουσίας οικογενείας που την αποκήρυξε γιατί παντρεύτηκε κρυφά εκείνον, πτωχό πλην τίμιο καλλιτέχνη. Στην αρχή είναι όλα καλά για τους δυο τους, ωστόσο όσο ο καιρός περνάει, ο Παύλος δεν καταφέρνει να βγάλει χρήματα από τη δουλειά του, με αποτέλεσμα να αρχίσουν τα προβλήματα. Μένουν σε μια παγωμένη σοφίτα, χωρίς πλέον ρεύμα, χωρίς ζεστασιά, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό.
Η Αλίκη αρχίζει να ξανασκέφτεται την σχέση της με τον Παύλο, αποφασίζει ότι αυτή δεν έχει μέλλον και τον εγκαταλείπει. Επιστρέφει σπίτι της και παντρεύεται έναν πλούσιο νέο, κάνει παιδί μαζί του και πλέον ζει πλουσιοπάροχα. Στο μεταξύ ο Παύλος θα προχωρήσει στη ζωή του, θα διοργανώσει και δικές του εκθέσεις ζωγραφικής και μετά από καιρό θα συναντηθεί τυχαία με την Αλίκη στο δρόμο. Και εδώ ακολουθεί άλλη μια εξαιρετική σκηνή με τους δύο πρώην αγαπημένους να προσπαθούν ο ένας να μάθει τα νέα του άλλου, μην μπορώντας όμως να κρύψουν ότι πάντα παραμένουν ερωτευμένοι, έστω κι αν πέρασαν κάποια χρόνια. Η σκηνή αυτή – που είναι η τελευταία φορά που συναντιούνται οι δυο τους – γυρίστηκε στην Ηρώδου Αττικού, έξω από το οίκημα που σήμερα αποτελεί το Προεδρικό Μέγαρο και το Μέγαρο Μαξίμου.
Τη σύνδεση των 4 ιστοριών μεταξύ τους κάνει ο Δημήτρης Μυράτ, ο οποίος στην ταινία έχει το ρόλο του αφηγητή. «Ο παράς είναι πάντα κάλπικος» αναφέρει ο ίδιος στο τέλος κάθε αυτοτελούς επεισοδίου, μήνυμα που αποτελεί το κεντρικό νόημα γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι ζωές των πρωταγωνιστών: ότι δηλαδή η άνευ όρων αναζήτηση του χρήματος μπορεί να μετατρέψει τη ζωή των ανθρώπων από γνήσια, ως προς τα αισθήματα και τις σχέσεις, σε κάλπικη. Αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία αποτελεί ίσως την κορυφαία ηθογραφία του ελληνικού κινηματογράφου.
Άλλοι σημαντικοί ηθοποιοί της ταινίας ήταν οι Νίκος Φέρμας, Λέλα Πατρικού, Ζώρας Τσάπελης, Θάνος Τζενεράλης, Πέρσα Βλάχου, Αθανασία Μουστάκα, Άννα Ρούσσου, Λούλα Ιωαννίδου, Νινέττα, Ράλλης Αγγελίδης, Γιώργος Βλαχόπουλος, Γιάννης Ιωαννίδης, Ταϋγέτη και πολλοί άλλοι. Πέρα από την σκηνοθεσία, ο Γιώργος Τζαβέλλας είχε επιμεληθεί και το σενάριο.
Η υπέροχη μελωδία της ταινίας είναι του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ βοηθός σκηνοθέτη ήταν…ο Ναπολέων Ελευθερίου. Η παραγωγή ήταν της Ανζερβός, ενώ τα δικαιώματά της ανήκουν σήμερα στην εταιρεία Καραγιάννης Καρατζόπουλος.