Η Ελένη Παπαδάκη ήταν μία ηθοποιός του θεάτρου, η οποία θα μπορούσε να γίνει η καλύτερη Ελληνίδα ηθοποιός, ωστόσο, ο συναδελφικός φθόνος την οδήγησε στην άδικη δολοφονία της.
Η Ελένη Παπαδάκη ήταν μια λατρεμένη ηθοποιός του θεάτρου που για πολλούς στα λίγα χρόνια της καριέρας της στο σανίδι πρόλαβε να δείξει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της, το οποίο κάποια στιγμή θα την έκανε την καλύτερη Ελληνίδα ηθοποιό. Η μοίρα, ωστόσο, είχε άλλα σχέδια.
Η άνοδος της Ελένης Παπαδάκη στην κορυφή φαίνεται πως διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα τραγική εξέλιξη.
Η εξήγηση είναι απλή δεδομένου πως δεν είναι λίγοι αυτοί που, όντας ψύχραιμοι παρατηρητές, μιας πολύπλοκης υπόθεσης, και με την άνεση που τους δίνει πλέον το πέρασμα των χρόνων, ισχυρίζονται πως όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι φθόνου και αντιζηλίας, το οποίο κάποια στιγμή ξέφυγε από κάθε έλεγχο, πέρασε στο πολίτικο επίπεδο και τελικά στο εγκληματικό.
Η Παπαδάκη ήταν στο στόχαστρο πολλών ήδη από την εποχή της κατοχής. Οι κατηγορίες πως διατηρούσε παράνομη ερωτική σχέση με τον δοσίλογο πρωθυπουργό Ράλλη διακινούνταν όχι απλά στους καλλιτεχνικούς κύκλους αλλά σε ολόκληρη την Αθήνα.
Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν ξέρει πραγματικά αν οι δυο είχαν ερωτική σχέση. Ότι ήταν κοντά ο ένας στον άλλο ήταν δεδομένο. Για κάποιους αυτό ήταν αρκετό. Η κατηγορία εκτοξεύτηκε και, όπως γίνεται συνήθως, δεν επιστρέφει.
Αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που φαίνεται ότι οι αντίζηλοι της Παπαδάκη θέλησαν να εκμεταλλευτούν για να την «γκρεμίσουν» από το θρόνο της.
Ο Οκτώβριος του 1944 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το σημείο που το «ρολόι» ξεκινάει να μετράει αντίστροφα για το τέλος. Το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, υπό την ηγεσία του Αιμίλιου Βεάκη, στα τέλη εκείνου του μήνα συντάσσει μια λίστα με ονόματα ηθοποιών οι οποίοι θα πρέπει να διαγραφούν επειδή στην περίοδο της κατοχής με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είχαν διατηρήσει μια (και αυτός είναι ένας εξαιρετικά ήπιος χαρακτηρισμός) φιλογερμανική στάση.
Συγκρατήστε το εξής: Διαγραφή από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών εκείνη την εποχή σήμαινε τέλος στην καριέρα στο Εθνικό Θέατρο. Θεωρητικά, λοιπόν, πολλοί ή πολλές είχαν συμφέρον από το να βρίσκεται η Παπαδάκη σε αυτή τη λίστα.
Εκλεγμένα μέλη (είτε ως συμπολίτευση είτε ως αντιπολίτευση) σε εκείνο το ΔΣ του ΣΕΗ ήταν ιερά τέρατα του καλλιτεχνικού χώρου όπως οι Χόρν, Καλουτά, Ρένα Βλαχοπούλου, Ορέστης Μακρής και Βασίλης Αυλωνίτης (από τη δεξιά παράταξη) και Αιμίλιος Βεάκης, Μάνος Κατράκης, Τίτος Βανδής, Δημήτρης Μυράτ, Χρήστος Τσαγανέας (από την παράταξη που στηριζόταν από το ΕΑΜ).
Στην υποτυπώδη δίκη που προηγήθηκε της δημοσιοποίησης της λίστας, ελάχιστοι ήταν αυτοί (και από τις δυο παρατάξεις) που ψέλλισαν κάποιες λίγες ενστάσεις για την παρουσία της Παπαδάκη σε αυτή τη λίστα.
Στη διάρκεια αυτής της δίκης οι φωνές που ακούστηκαν πιο δυνατά ήταν των αντιπάλων της Παπαδάκη. Μια από αυτές ήταν της Μιράντας Μυράτ, ετεροθαλούς αδελφής του Δημήτρη Μυράτ, η οποία χρησιμοποίησε φράσεις πεζοδρομίου και ένα απίστευτο υβρεολόγιο για την, υποτίθεται, φίλη και γειτόνισσά της. Οι προπολεμικοί ζεν πρεμιέ Γιώργος Παππάς και Νίκος Δενδραμής προσπάθησαν να αρθρώσουν έναν αντίλογο αλλά χωρίς επιτυχία.
Η δίκη ολοκληρώνεται μέσα από διάφορες καταθέσεις και το προεδρείο (Θεόδωρος Μορίδης, Σπύρος Πατρίκιος, Χρήστος Τσαγανέας, Πάνος Καραβουσάνος), αποφασίζουν πως μέσα στη λίστα πρέπει να υπάρχει και το όνομα της Παπαδάκη.
Από τον Νοέμβρη του 1944 και μετά η χώρα βάδιζε με γοργά βήματα πλέον προς τον Εμφύλιο και τα ματωμένα Δεκεμβριανά. Σε αυτό το κλίμα άνθρωποι όπως η Ελένη Παπαδάκη που βρίσκονταν σε παρόμοιες λίστες ήταν σε δύσκολη θέση.
Φίλοι και άνθρωποι κοντά στην αγαπημένη ηθοποιό της είχαν πει να κρυφτεί για ένα διάστημα μέχρι να περάσει η «μπόρα» γιατί ήταν δεδομένο πως η Ο.Π.Λ.Α. (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) η περιβόητη πολιτοφυλακή του ΚΚΕ θα είχε λάβει γνώση της συγκεκριμένης λίστας και θα την έψαχνε.
Εκείνη, ωστόσο, αρνήθηκε και έτσι το κακό δεν άργησε να συμβεί. Ακολουθεί η συγκλονιστική περιγραφή του Δημήτρη Μυρατ για τη σύλληψη (στις 21 Δεκεμβρίου) της Παπαδάκη:
«Το απόγευμα της σύλληψής της βρισκότανε στο σπίτι μας, λίγο παρακάτω απ’ το δικό της. Έκανε παρέα με τη μάνα μου, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας. Στο διπλανό δωμάτιο έπαιζε χαρτιά ο πατέρας μου με κάτι φίλους. Εγώ χαρτιά δεν παίζω, παρακολουθούσα. Ξάφνου εισορμά ένας έντρομος νέος με προτεταμένο πιστόλι: «Η Παπαδάκη, πού είναι η Παπαδάκη;». Βλέποντας τόσους άνδρες συγκεντρωμένους ο εισβολέας έχασε και το λίγο θάρρος που του είχε απομείνει: «Σας συλλαμβάνω όλους, μπρος, πάμε στην Πολιτοφυλακή».
Ξέχασε την Παπαδάκη και ξεκίνησε να φύγει. Και να η μοιραία στιγμή. Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η Ελένη. «Εδώ είμαι, κύριε, τι θέλετε;». Το καντήλι είχε αρχίσει να σβήνει!
Στην Πολιτοφυλακή ακολουθήσαμε τον πολιτοφύλακα, μαζί με την Ελένη, η Αιμιλία η Καραβία κι εγώ. Κρατήσανε την Ελένη, εμάς μας διώξανε με το άγριο. Σαν ήρθε ο καπετάν Ορέστης, ο αρχηγός της Πολιτοφυλακής Πατησίων άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά του οι κρατούμενοι. Όπως μάθαμε στη δίκη, πέρασε η Ελένη, ο καπετάνιος της πήρε τα δαχτυλίδια και την ξαπόστειλε για την ομηρεία. Όταν πέρασαν καμιά δεκαριά άλλοι τη θυμήθηκε. «Πώς είπε αυτή πως τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδικάσανε στο Σωματείο Ηθοποιών;». Κι έδωσε τη διαταγή του θανάτου».
Το ίδιο βράδυ η Ελένη Παπαδάκη μαζί με άλλους κρατούμενους μεταφέρθηκε σε μια ερημική τοποθεσία στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ στο Γαλάτσι. Εκεί αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια εκτελέστηκε με δύο σφαίρες στον αυχένα από τον εκτελεστή της Ο.Π.Λ.Α. Βλασση Μακαρωνά. Η διαταγή του Ορέστη ήταν να εκτελεστεί με τσεκούρι («για τους εχθρούς του λαού δεν σπαταλάμε σφαίρες»), αλλά ο Μακαρώνας πιθανότατα τη λυπήθηκε και προτίμησε ένα πιο «ανώδυνο» τρόπο.
Για ένα μήνα η Παπαδάκη θεωρούταν αγνοούμενη. Όλοι, όμως, ήξεραν τι είχε συμβεί. Το πτώμα της βρέθηκε ένα μήνα αργότερα. Στις 26 Ιανουαρίου έγινε η κηδεία της όπου ο θρήνος εναλλασσόταν με την οργή. Παρόντες οι συνάδελφοί της Βασίλης Λογοθετίδης, Δημήτρης Χορν, Αννα Καλουτά, Ανδρέας Φιλιππίδης, Μελίνα Μερκούρη, Κώστας Μουσούρης, Μαρίκα Νέζερ, Μαρίκα Κοτοπούλη και άλλοι.
Ο Αλέξης Σολωμός κλείνει τον επικήδειό του με τη φράση «Ελένη, συγχώρεσέ μας!». Στα όρια της κατάρρευσης ο Αχιλλέας Μαμάκης λέει: «Είσαι θύμα ενός χυδαίου και απρεπούς καλλιτεχνικού φθόνου… Τους έσβηνες από τη σκηνή και σε σβήσανε από τη ζωή για να μη σ’ έχει το κοινό σου ως μέτρο σύγκρισης και υπεροχής». Ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε ένα επίγραμμα-αφιέρωση:
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι΄ όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνει.
Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κι οι εννιά αδελφές εσκύψαν
να της βάλλουνε των αιώνων το στεφάνι.
Ακόμα και η Μιράντα Μυράτ καιρό αργότερα πήρε πίσω τα όσα είπε για την Παπαδάκη τονίζοντας πως… παρασύρθηκε από τους κομμουνιστές. Πλέον, όμως, ήταν αργά.
Όταν συνελήφθη η Παπαδάκη, συγγενείς και φίλοι ενημερώθηκαν από την Πολιτοφυλακή Πατησίων πως θα ανακριθεί για τις σχέσεις της με τον Ράλλη και θα αφεθεί ελεύθερη. Η μαρτυρία αυτή φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα με τη μαρτυρία του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Βασίλη Μπαρτζιώτα (Φάνης) ο οποίος για εκείνη την ιστορία έγραψε:
«Όταν τμήματα της Λαϊκής Πολιτοφυλακής συνέλαβαν τη γνωστή ηθοποιό Παπαδάκη, ερωμένη του αρχικουίσλιγκ Γιάννη Ράλλη, δώσαμε εντολή να μην πειραχτεί. Είχαμε να μάθουμε πολλά από αυτή».
Και εδώ ακριβώς είναι το σημείο απ’ όπου ένα επικίνδυνο παιχνίδι φθόνου- αντιζηλίας, πέρασε στο πολιτικό επίπεδο και τελικά στο εγκληματικό. Για να φτάσει σε αυτό το τελευταίο στάδιο, ωστόσο, χρειάστηκε η παρέμβαση του καπετάν Ορέστη ο οποίος αποφάσισε να την εκτελέσει και μάλιστα την ίδια νύχτα πριν καν προλάβει να την ανακρίνει κάποιος.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, πως για τη σύλληψη της Παπαδάκη δεν πρόλαβε να ειδοποιηθεί ούτε ο εκπρόσωπος του ΕΑΜ, φοιτητής Ιατρικής Κώστας Μπιλιράκης, ούτε ο παλιός Ακροναυπλιώτης και λοχαγός του Ε.Λ.Α.Σ. Νίκος Ανδρικίδης. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν αυτός που κατ΄ εντολή του ΕΑΜ ξεκίνησε έρευνα για να εντοπιστούν οι εκτελεστές της Παπαδάκη. Ο Ανδρικίδης ολοκλήρωσε την έρευνα του και στην αναφορά του επεσήμανε πως ο Ορέστης είχε από ύποπτη έως εγκληματική συμπεριφορά, σε βάρος του υπήρχαν πολλές καταγγελίες, ενώ και ο ίδιος ομολόγησε πως αυτός ήταν που έδωσε την εντολή για την εκτέλεση της Παπαδάκη. Ο Ανδρικίδης, μάλιστα, τονίζει πως «προχωρώντας η ανάκριση, αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράκτορας της Intelligence Service στις γραμμές μας»!
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι υπαίτιοι δικάστηκαν από Ανταρτοδικείο το οποίο τους καταλόγισε πως έδρασαν κατ εντολή των βρετανών για να δυσφημίσουν το ΕΑΜ, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δημόσια στην Πλατεία Κολιάτσου.
Ο φυσικός αυτουργός της εκτέλεσης της Παπαδάκη, Βλάσης Μακαρωνάς, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1948. Στη διάρκεια της απολογίας του είχε πει: «Μάλιστα εγώ τη σκότωσα, μου δώσανε να τη χτυπήσω με το τσεκούρι. Δεν μπόρεσα και τη σκότωσα με το πιστόλι. Δε θυμάμαι πόσες σφαίρες τις έριξα. Μια ή δυο… Την εκτέλεση αυτή την έκανα γιατί με απείλησε και με εξανάγκασε ο Ορέστης».
Η εγκληματική ενέργεια της δολοφονίας της καταγγέλθηκε αργότερα και από το ΚΚΕ, δια στόματος, μάλιστα, του ίδιου του Νίκου Ζαχαριάδη. Στην 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος αναγνώρισε την εκτέλεση ως «υπερβασία» και την καταδίκασε
Τέλος, αυτό που αξίζει να αναφερθεί, είναι πως ο βιογράφος της αδικοχαμένης ηθοποιού Πολύβιος Μαρσάν, έχει πει πως ο κύριος λόγος της δολοφονίας της Παπαδάκη ήταν ο συναδελφικός φθόνος, ενώ η οικογένεια της ηθοποιού υπέβαλλε μήνυση κατά των συναδέλφων της του ΣΕΗ.