Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών η μεγάλη ηθοποιός Ντίνα Κώνστα, «βυθίζοντας» στη θλίψη τον καλλιτεχνικό χώρο.
Η γνωστή ηθοποιός πριν από τέσσερα χρόνια είχε παραχωρήσει μία συγκλονιστική συνέντευξη στη lifo, όπου είχε μιλήσει για τη ζωή της, για την σχέση της με το θέατρο, αλλά και για τον ρόλο της Ντένης Μαρκορά.
Η Ντίνα Κώνστα μεταξύ άλλων είχε εξομολογηθεί: «Μεγάλωσα σε ένα πολύ μικρό χωριό της Σάμου, τους Σπαθαραίους. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι ήταν πολύ μεγάλο χωριό, αλλά όταν ξαναπήγα, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, διαπίστωσα ότι ήταν πάρα πολύ μικρό. Δεν ήθελα να επιστρέψω, αλλά μου το επέβαλε πραξικοπηματικά η φίλη μου η Έρη Ρίτσου. Εξακολουθούσε, ωστόσο, να είναι πολύ όμορφο.
Βρίσκεται στην πλαγιά ενός βουνού και επειδή η γιαγιά μου ήταν πολύ πλούσια και είχε πολλά κτήματα, το σπίτι μας, κτισμένο το 1813, ήταν γεμάτο κισσούς. Ήταν ένα υπέροχο κομμάτι γης με ρέμα, αλώνια και πολλά δέντρα. Θυμάμαι την εποχή των μεγάλων σεισμών της Κεφαλονιάς, που, παρ’ ότι στην άλλη άκρη της Ελλάδας, κουνιόμασταν κι εμείς κι έτσι κοιμόμασταν στρωματσάδα έξω για έναν ολόκληρο μήνα. Γύρω-γύρω υπήρχαν κυπαρίσσια και απέναντι στο βάθος μπορούσες να διακρίνεις τους Φούρνους της Ικαρίας ‒ ένα όνειρο! Την ομορφιά που είδα μεγαλώνοντας εκεί δεν την ξαναντίκρισα ποτέ. Σ’ αυτά τα μικρά μέρη μαθαίνεις να ξεχωρίζεις όλα τα δέντρα και τα φυτά, έρχεσαι σε επαφή με τον κύκλο της ζωής: γεννήσεις, γάμοι, κηδείες, πανηγύρια, όλα εκεί. Κι αυτό σε κάνει πιο ανθρώπινο».
Η μητέρα της καταγόταν από τον Πόντο και είχε βρει καταφύγιο στην Ελλάδα . Με τον άντρα της γνωρίστηκαν στην Αθήνα.
«Στα μικρά μέρη τα ταξικά ζητήματα είναι φοβερά» ανέφερε η Ντίνα Κώνστα, περιγράφοντας την ιστορία της οικογένειας, και συμπληρώνει: «Είχαμε μια καταπληκτική βιβλιοθήκη στο σπίτι στο χωριό. Από την ιταλική κατοχή θυμάμαι την ημέρα που ένας Ιταλός μού έδωσε μια σοκολάτα και μου είπε “mama, mama”. Οι Ιταλοί ήταν πιο αλέγκροι από τους Γερμανούς, αλλά πεινάσαμε πολύ. Μας έπαιρναν όλη την παραγωγή από τα χωράφια και όλο το λάδι. Η μάνα μου αναγκαζόταν να κρύβει κουνέλια στο υπόγειο μέσα σε μεγάλα κιούπια. Η γιαγιά ήταν πάντα εχθρική, και απέναντι στη μάνα και απέναντι στα παιδιά. Πρόσφυγες μας ανέβαζε, πρόσφυγες μας κατέβαζε».
Η ηθοποιός είχε αναφέρει για την επαφή της με το θέατρο: «Ξεκίνησα να πηγαίνω στο Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό και να βλέπω τις σπουδαίες παραστάσεις που παίζονταν εκεί. Βαριόμουν πολύ. Έβλεπα τις γειτόνισσες να ζουν καθημερινά τα ίδια και τα ίδια, μια ρουτίνα του τύπου γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο, και αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ζω έτσι.
Άρχισε να με γοητεύει το θέατρο, αλλά επειδή ήξερα ότι ήμουν επιπόλαιη, ανέβαλλα συνεχώς την εγγραφή μου σε κάποια σχολή. Φοβόμουν ότι μπορεί να βαριόμουν γρήγορα. Άσε που δεν ήξερα κανέναν από τον κόσμο του θεάτρου και ντρεπόμουν. Πήγαινα μέχρι τα Εξάρχεια, στη σχολή του Κουν, αλλά δεν είχα την αυτοπεποίθηση να μπω μέσα. Τελικά, πήγα στου Κωστή Μιχαηλίδη κι εκεί είχα για βασική δασκάλα τη Μαίρη Αρώνη. Μου έδινε όλο δραματικά έργα. Έμοιαζε σαν να ζούσε σε έναν άλλο κόσμο.
Ο Μιχαηλίδης δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ, αλλά όταν ερχόταν έλεγε ένα πράγμα κι αυτό ήταν! Πολύ καλός σκηνοθέτης, όταν ήθελε. Δούλευα κρυφά σε μια εταιρεία με χρώματα για να πληρώνω τη σχολή. Σταμάτησα την τρίτη χρονιά, που είχα πολύ διάβασμα. Στη μητέρα μου δεν το είπα από την αρχή γιατί δεν ήμουν σίγουρη ότι θα έμενα. Εκείνη πάλι ήξερε ότι αν μου πήγαινε κόντρα, θα έκανα το αντίθετο. Νόμιζε ότι δούλευα όλη μέρα, μέχρι που της το είπα. Στις εξετάσεις αποφοίτησης ήρθε ο πλούσιος θείος μου και είπε “τουλάχιστον, είναι καλή”. Συχνάζαμε τότε στο “Βυζάντιο” γιατί μας άρεσε ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και όλοι όσοι ακούγαμε.
Πίναμε έναν καφέ και μετά δεν είχαμε λεφτά και γυρίζαμε με τα πόδια στο σπίτι ‒ τότε ήταν ήσυχα τα πράγματα, το πολύ-πολύ να σου έλεγε κανένας μάγκας μια κουβέντα. Εκεί γνώρισα τον Μποστ και τον Γιώργο Εμιρζά. Θα ανέβαζαν τη “Φαύστα” και μου λέει ο Μποστ: “Έρχεσαι”; Εμείς ήμασταν τρελοί και παλαβοί μαζί του. Και πήγα κι έκανα τη “Φαύστα”. Θυμάμαι, φορούσα ένα πλούσιο φόρεμα και τους βλέπω στο καμαρίνι όλους μεμιάς: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσαρούχη, Κατράκη! Ήταν και ο Ξαρχάκος, που όμως δεν ήρθε στα καμαρίνια, αλλά αργότερα μου είπε ότι την είδε τελικά τέσσερις φορές, όπως και ο Μυράτ».
Η Ντίνα Κώνστα ήθελε να παίζει πάντα σε καλές δουλειές. Εκτός από τη συνεργασία της με τον Κατράκη, συνεργάστηκε πολύ με τον θίασο Ληναίου – Φωτίου. Λέει για όλη εκείνη την εποχή: «Οι σκηνοθέτες βάζουν ταμπέλες στους ηθοποιούς που δεν μπορούν να τις βγάλουν με τίποτα. Αν κάποιος με επηρέασε πολύ, ήταν ο Τσαρούχης, ο οποίος ερχόταν σε όλες τις παραστάσεις. Θαύμαζα πάρα πολύ και τον Μίνωα Βολανάκη, αν και δεν συνεργαστήκαμε ποτέ. Στην Επίδαυρο είδα όλους τους μεγάλους ηθοποιούς: Παξινού, Μινωτή, Μανωλίδου. Αν και δεν ήταν όλοι τους τόσο σπουδαίοι, υπήρχαν και κάποιοι που ήταν υπερεκτιμημένοι. Ο Μουσούρης έλεγε για την Παπαδάκη ότι χλώμιαζε στη σκηνή και την έβλεπε όλο το θέατρο. Τη σκότωσαν κάτι αλήτες και το πλήρωσε η αριστερά».
«Μέχρι τότε έπαιζα λαϊκές γυναίκες, δυναμικές και σκληρές. Πήγα κάπου και ντύθηκα καλά κι εκεί ήταν η Μίρκα Παπακωνσταντίνου που φορούσε ένα καπέλο αλά Μάρλεν Ντίτριχ. Μου είπε “φόρεσέ το” και μόλις με είδε ο Μιχάλης Ρέππας μου έδωσε τον ρόλο της Γιολάντας. Ήταν πολύ φίνο το “Δις εξαμαρτείν”, μπορούσες να κάνεις μονόπρακτα με αυτό. Τα γυρίσματα κρατούσαν πολλές ώρες, τα έπαιζαν πολλές φορές ο Μιχάλης και ο Θανάσης. Ο Μιχάλης με μιμείται πολύ καλά. Νομίζω είχαν κάτι άλλο στο μυαλό τους. Η Γιολάντα ήταν μια δαιμόνια γυναίκα. Ήταν σύνθετος ρόλος, είχε μια αντιπαλότητα και ταυτόχρονα μια αγάπη για την κόρη της. Αλλά ήταν κι αυτή που τα έβγαζε όλα πέρα. Οι κωμικοί ρόλοι είναι επικίνδυνοι, μπορεί να γελοιοποιηθείς. Πήγαινα από τα χαράματα για να με ετοιμάσουν. Η Ντένη Μαρκορά απαιτούσε ατέλειωτες ώρες γυρισμάτων που με εξουθένωναν» είχε αποκαλύψει.
Για την προσωπική της ζωή είχε αναφέρει: «Από τη μάνα μου δεν περιοριζόμουν. Έβλεπα τις άλλες κι έλεγα πώς σκλαβώνονται έτσι. Έκανε η αδελφή μου παιδιά και ήταν σαν δικά μου. Όταν αρρώστησα, ήρθε στο νοσοκομείο η ανιψιά μου και με φρόντιζε καλύτερα και από παιδί μου. Εμένα η φυλακή δεν μου πάει».
Όταν έπαιζε στο «Βγάλε τον υπουργό από την πρίζα» η μητέρα της πέθανε. Είχε ζήσει μαζί της όλη της τη ζωή. Τη μέρα που την κήδευαν είχε διπλή παράσταση και προτίμησε να μην πάει. Άλλωστε, η κηδεία γινόταν στην Εύβοια. «Τελικά, είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, που δεν την είδα νεκρή».
Η τελευταία της μεγάλη επιτυχία ήταν η Σωτηρία Μπέλλου. «Θέλω να είναι και το τελευταίο μου. Δεν την βγάζεις καθαρή από τέτοιους ρόλους. Ταυτίστηκα απολύτως. Το κουβαλούσα και το κουβαλάω. ρέπει να σου πω ότι εγώ έγινα ηθοποιός γιατί δεν θα μπορούσα να ζω μια φυσιολογική ζωή. Θέλω να ζω τις ζωές των άλλων, που λένε. Πάντα μας φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες από τη δική μας. Γι’ αυτό σιχαινόμουν τους γάμους, τις συμβάσεις και ήθελα να είμαι ελεύθερη. Και το θέατρο είναι κάτι που σε γοητεύει. Αν δεν γοητεύεται ο ηθοποιός, δεν γοητεύεται ούτε ο θεατής. Έχει τόσο μεγάλη σχέση το κοινό με τον ηθοποιό, που αν δεν λειτουργήσει, είσαι χαμένος».
«Το κέρδος για μένα είναι ότι έκανα αυτό που ήθελα, δεν έπληξα στη ζωή μου με γάμους και παιδιά. Τα έβλεπα όλα αυτά ως εφιάλτη. Τους έβλεπα να παντρεύονται κι έλεγα “πού πάτε;”. Ευτυχώς, τώρα δουλεύουν οι γυναίκες. Παλιά, ήξερα πάρα πολλές γυναίκες που ήθελαν να χωρίσουν, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί ήταν πάμφτωχες και αναγκάζονταν να ζουν δυστυχισμένες ζωές. Τα ήξερα και δεν ήθελα να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Ήθελα να είμαι ελεύθερη και να κάνω αυτά που έκανα. Έζησα πολύ δύσκολες στιγμές αλλά και πολύ σπουδαίες. Τι μετράει; Οι σπουδαίες στιγμές» κατέληξε.
Πηγή: lifo.gr