Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας και πέθανε στις 10 Μαρτίου 2012. Οι γονείς της ήταν μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης.
Της: Έπη Τρίμη
H μητέρα της Δόμνας Σαμίου ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την Ανταλλαγή.
Η Δόμνα Σαμίου έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις απάνθρωπες αλλά παράλληλα πολύ ανθρώπινες και αλληλέγγυες συνθήκες της προσφυγιάς, κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της και την ατόφια συμμετοχικότητά της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.
Σχολείο πήγα στην αρχή σε μια παράγκα -όπως και η εκκλησία ήτανε παράγκα, δεν ήταν αυτό το μεγαθήριο που υπάρχει τώρα-, μετά χτίστηκε το σχολείο του Βενιζέλου επάνω στην Καισαριανή και τα υπόλοιπα χρόνια τα πέρασα εκεί, είχε πει η Δόμνα Σαμίου.
Δεν θυμούμαι, γιατί ήμουν παιδάκι, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω και να ξέρω αν τα παιδιά ήταν κι από άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά προφανώς ήτανε μόνο παιδιά των προσφύγων. Στη γειτονιά είχαμε Αρμεναίους και είχαμε αργότερα, δεν ξέρω πώς και γιατί είχαν έρθει, και μια, την κυρά Στέλλα που τη λέγαμε «η Μυτιληνιά», η οποία ήταν από τη Μυτιλήνη, αλλά επειδή δεν ήτανε Μικρασιάτισσα ήτανε δαχτυλοδειχτούμενη και όταν θέλαμε να πούμε για τα παιδιά της, λέγαμε, «της Στέλλας της Μυτιληνιάς ο γιος, ας πούμε, έκανε αυτό»…
Διάβασμα με τη λάμπα, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι δεν μ’ άρεσαν ποτέ τα γράμματα. Στο σπίτι άλλο από μια Σύνοψη και την εφημερίδα που διάβαζε ο πατέρας μου… Η Σύνοψη, η Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννου, και με βάζανε παιδάκι να τους τα διαβάζω αυτά και δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Η μάνα μου δεν ήξερε γράμματα καθόλου, εγώ της έμαθα να βάζει την υπογραφή της. Ο πατέρας μου είχε βγάλει το δημοτικό σχολείο στο Μπαϊντίρι, διάβαζε την εφημερίδα κανονικά, αλλά βιβλία δεν είχαμε στο σπίτι μας, μόνο του σχολείου τα βιβλία. Την έννοια μορφωμένος την εποχή εκείνη στην Καισαριανή, τη δίνανε στα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο.
Στην τάξη μου ήμαστε καμιά τριανταριά παιδιά, είχαμε δασκάλα την κυρία Σωσώ, ήταν μάλιστα και κουτσή. Υπήρχε και η «Ιματιοθήκη του Μαθητή» που κάθε χρόνο ερχόντουσαν και μας μοίραζαν στα άπορα παιδάκια, έπαιρνα κι εγώ, από μια ποδιά, αυτές τις μπλε που μας κουμπώναν από πίσω και παπούτσια με βακέτα. Αυτό υπήρχε μέχρι που έβγαλα το δημοτικό. Μια εποχή μας είχανε και συσσίτιο, είχαμε μια πετσέτα, το πιάτο μας… Το σχολείο στέγαζε τρία δημοτικά, εγώ ήμουνα στο Τρίτο… Απέναντι ήταν το γήπεδο που παίζανε εκεί τα παιδιά μπάλα, κούνιες, τσουλήθρες. Θυμάμαι μια κυρία που ερχόταν και τη λέγανε «η Αμερικάνα» και μας μοίραζε γάλατα βλάχα ζαχαρούχο στις γυναίκες για τα παιδιά τους, αυτό βέβαια πριν την Κατοχή. Μάζευε τις μανάδες σε κάποια αίθουσα και τους έκανε μαθήματα για τα παιδιά. Πηγαίνανε ένα απόγευμα μες στη βδομάδα οι μανάδες…
Φυσικό είναι, όλοι οι γείτονές μου ήτανε Μικρασιάτες. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν από κει, παρόλο τον καημό που είχανε, παρόλο τον πόνο που χάσανε την πατρίδα τους και τα σπίτια τους και τα έχει τους, βρήκανε δουλειά σιγά σιγά εδώ και το κέφι δεν τους έλειπε, είχε πει η Δόμνα Σαμίου.
Πήγαιναν στις ταβέρνες που δημιουργήθηκαν εκεί γύρω, πίναν το κρασάκι τους, το ουζάκι τους, τραγουδούσανε. Ήτανε πάρα πολύ εγκάρδιοι. Γινόταν, ας πούμε, ένας γάμος. Όλοι μαζί βοηθούσαν στο γάμο, στρώνανε τα τραπέζια στην αυλή, φορούσανε στη μέση τους οι άντρες τραπεζομάντιλα και κάνανε τα γκαρσόνια. Ή αν γεννούσε μια γυναίκα, τρέχανε όλες οι γειτόνισσες να βοηθήσουνε τη λεχώνα να γεννήσει, να της πλύνουν τα ρούχα, να της πλύνουν τα πιάτα, να μαγειρέψουνε. Ή αν γινότανε κηδεία πάλι όλοι τρέχανε να βοηθήσουνε. Δεν είναι αυτό το σημερινό, που μένεις σε μια πολυκατοικία και δεν ξέρεις ποιος κάθεται από πάνω, ποιος κάθεται από κάτω, ποιος κάθεται πλάι. Εκεί γνώριζε ο ένας τον άλλον στη γειτονιά και όλοι συντρέχανε ο ένας τον άλλον, να βοηθήσουνε.
Είχαμε διάφορους τύπους εκεί στο συνοικισμό. Πρώτα πρώτα θυμάμαι τον πεσβάντη. Ο πεσβάντης είναι προφανώς λέξη τούρκικη. Λοιπόν τώρα αυτός ο νυχτοφύλακας φορούσε μια χακί κιλότα, όπως φοράνε οι Κρητικοί και μαύρα στιβάνια που φορούσαν κυρίως οι Βουρλιώτες -γιατί είχαμε στη γειτονιά κι έναν άλλον γείτονα από τα Βουρλά και φορούσε το ίδιο ρούχο. Αυτός λοιπόν γύριζε τις νύχτες τρεις φορές, κατά τις έντεκα, κατά τη μία και κατά τις τρεις. Ούτε μίλαγε ούτε φώναζε, απλώς κρατούσε ένα στρογγυλό ξύλο, μια μπαστούνα στρογγυλή χοντρή και όπου είχε επισημάνει πέτρες κάτω στο χώμα, σήκωνε ψηλά τη μπαστούνα για να κάνει μπάπ δυο τρεις φορές ώστε ο κλέφτης που τον άκουγε να φύγει. Κρατούσε λοιπόν τη μπαστούνα πρώτον για να ειδοποιήσει τον κλέφτη, «φύγε γιατί έρχομαι», και φαντάζομαι την είχε και σαν αμυντικό όπλο ή σαν επιθετικό.Τις Κυριακές τα μεσημέρια γύριζε και του δίναμε από μια δραχμή, αυτή ήταν η αμοιβή του.
Τον μόνο «κλέφτη» που θυμάμαι ήταν ο «Ψαχούλας». Αυτός ο κακομοίρης, τα καλοκαίρια επειδή έκανε πολύ ζέστη μες στην παράγκα, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιμόντουσαν έξω, στρώνανε κάτω ή βγάζανε μικρά ντιβανάκια ή αν είχανε κάνει κάποιο μικρό πεζουλάκι έξω από το σπίτι, στρώνανε εκεί πέρα και κοιμόντουσαν ή αφήνανε τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά. Αυτός ο Ψαχούλας δεν έκλεβε τίποτα, απλώς πήγαινε όπου είχε κυρίες ή κοπέλες και έβαζε το χεράκι του κάτω από τα σεντόνια κι έπιανε κάνα πόδι, κάνα μπούτι και λέγανε, «ο Ψαχούλας παρουσιάστηκε πάλι απόψε».
Ένας άλλος τύπος ήταν ο τελάλης. Αυτό που έχουμε σήμερα και μας τρελαίνουν τ’ αυτιά τηλεόραση και ραδιόφωνο με διαφημίσεις που έχουν γίνει πια επιστήμη, τότε ήταν ένας αόμματος -τον θυμάμαι πολύ καλά- τον κουβαλούσε ένα παιδάκι και με το μπαστούνι του και πήγαινε στις γωνίες των τετραγώνων στις γειτονιές και διαφήμιζε και τον πλήρωνε φαντάζομαι ο διαφημιζόμενος. Είχαμε ένα χασάπικο στην Καισαριανή, πολύ γνωστό, του Στραβαρίδη, και φώναζε ο τελάλης, κυρίως τα Σάββατα, γιατί το Σάββατο πήγαινε ο κόσμος και ψώνιζε: «Σήμερα στου Στραβαρίδη το χασάπικο θα βρείτε βοδινό με τριάντα δραχμές ή αρνί με τόσο» ή «χάθηκε ένα παιδάκι και όποιος το βρει να το φέρει στην αστυνομία».
Όχι μόνο εμείς αλλά όλοι εκεί οι άνθρωποι δεν είχαμε την ευχέρεια την οικονομική να τρώμε το κρέας που τρώνε σήμερα. Παίρναμε λοιπόν μια φορά την εβδομάδα, δηλαδή η Κυριακή ήταν μεγάλη μέρα για μας: την Κυριακή έπρεπε να βάλουμε τα καλά μας ρούχα, την Κυριακή έπρεπε να ξυριστεί ο πατέρας μου για να πάει στην εκκλησία, άλλαζε όλη η ψυχική μας διάθεση.
Eνώ τις καθημερινές τρώγαμε όσπρια, πρασόρυζο, σπανακόρυζο, ρέγγες που τις έκαναν στην εφημερίδα, κάποια σαλάτα, σούπες διάφορες, μπακαλιάρο ξερό, αυτά ήταν τα φαγιά, αυτά θυμάμαι. Βέβαια το καλοκαίρι ήτανε οι μελιτζάνες, οι μπάμιες, όλα αυτά, αλλά όχι όπως τα κάνουν τώρα όλα τουρλού, το τουρλού δεν το ξέραμε, μελιτζάνες χωριστά, μπάμιες χωριστά, δηλαδή ένα τσουκάλι με ένα είδος φαγητού.
Από γλυκά η μάνα μου έκανε του κουταλιού. Ραβανί, μπακλαβάδες και τέτοια δεν έκανε. Το καλοκαίρι έπαιρνε σταφύλι και έκανε σταφύλι γλυκό ή έπαιρνε καρπούζι ή το φλούδι από το νεράντζι και το έκανε ρολό, καρουλάκι το έλεγε. Επίσης η μάνα μου έκανε κάτι άλλο. Το καλοκαίρι έπαιρνε μελιτζάνες μακρουλές, τις έκοβε στη μέση, τις άδειαζε και τις περνούσε με μια βελόνα, αρμαθιές, έπαιρνε μπάμιες τις περνούσε από το κεφαλάκι με τη βελόνα και τα κρεμούσε, τα ξέραινε και τα είχε για το χειμώνα. Τα ζεμάταγε και τα μαγείρευε. Επίσης κάναμε τραχανάδες, κάναμε ντοματοπελτέ, παίρναν ντομάτες οι γυναίκες και το καλοκαίρι όλη η γειτονιά μύριζε ξυνή ντομάτα, γιατί πάνω στις στέγες από τις παράγκες -που έτσι να κάνανε έφταναν τη σκεπή- απλώνανε απάνω εκεί τα ταψιά. Κάνανε λοιπόν τον τραχανά, τον πελτέ και κάνανε και φιδέ, κάνανε ζυμάρι με αλεύρι και είχανε τα καλμπούρια, τα κόσκινα τα λέγαμε καλμπούρια. Επίσης η μάνα μου έκανε και ελιές τσακιστές που τις αγόραζε στη λαϊκή αγορά. Υπήρχε λαϊκή αγορά στο Παγκράτι και πηγαίνανε εκεί οι γυναίκες και κουβαλάγανε πράγματα, μάλιστα η χαρά μου σαν παιδάκι ήταν να με πάρουν στη λαϊκή αγορά, διασκέδαζα πάρα πολύ. Έκανε ακόμη γαύρο, τον έκανε παστό.
Οι γυναίκες πλέκανε, βέβαια, το πιτσίνι το λεγόμενο. Η θεία Ελενίτσα, αυτή συνεχώς με το βελονάκι έκανε ροδέλες και τις ροδέλες τις ένωνε και δεν ξέρω τι άλλο τις έκανε. Η μάνα μου είχε κουρτινάκια στο παράθυρο, στην εταζερίτσα είχε. Κάτω υπήρχανε κουρελούδες, είχε αναφέρει η Δόμνα Σαμίου.
Σε ηλικία 13 ετών η Δόμνα Σαμίου έχει την πρώτη διδακτική επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας, μαθητεύοντας κοντά στον Σίμωνα Καρά, στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής». Παράλληλα φοιτά στο νυχτερινό Γυμνάσιο.
Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά αρχίζει η σχέση της και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ όπου αργότερα, το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνωρίζει τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης συρρέουν στην Αθήνα απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, και τους οποίους το ΤΕΜ ηχογραφεί για τις εκπομπές του. Έτσι η Δόμνα εξοικειώνεται με όλα τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Παράλληλα κάνει μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες. Το 1963 αρχίζει τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα.
Το 1971 η Δόμνα Σααμίου παραιτείται από την Ραδιοφωνία. Την ίδια χρονιά-σταθμό αποδέχεται την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου και πρωτοεμφανίζεται στο νεανικό και αντιχουντικό Ροντέο (βλ. Η αρχή: Μπουάτ Ροντέο και Κύτταρο), σηματοδοτώντας μια μεγάλη έκτοτε στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική. Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολουθεί η συμμετοχή στο English Bach Festival στο Λονδίνο, οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη. Η λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου έχει ξεκινήσει θριαμβευτικά. «Πέρασε η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι», δηλώνει σε συνέντευξή της η ίδια.
Το 1974 αρχίζει η συνεργασία με την Columbia και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις LP. Το 1976-77 με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο γυρίζουν στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου».
Το 1981 ιδρύεται ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου (διακριτικός τίτλος ΚΣΔΜ Δόμνα Σαμίου) με σκοπό την διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακρυά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιριών.
Το έργο της ξεπερνά πια τα ελληνικά σύνορα. Εκδίδονται δίσκοι της στη Γαλλία και τη Σουηδία. Επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί σειρά συναυλιών από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και αποκαλύπτουν στους ξένους μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», όπως γράφτηκε σε κάποια κριτική συναυλίας της στη Σουηδία.
Στο εσωτερικό της Ελλάδας οι εμφανίσεις της σε συναυλίες κάθε είδους και με κάθε αφορμή είναι αναρίθμητες καθώς και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα, όπως π.χ. η επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια.
Για τις ποικίλες δραστηριότητες της συνεργάζεται με τους πιο καταξιωμένους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους αλλά και διδάσκει, μυεί και αναδεικνύει πρωτόβγαλτους νέους καλλιτέχνες. Από το 1993 ως το 2001 δίνει μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Πάμπολλες είναι επίσης οι πρωτοβουλίες της και έμπρακτη και ανιδιοτελής η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια.
Καταξιωμένη και αγαπητή για την προσφορά και την προσήνειά της είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με αποκορύφωση την απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο το 2000.
Περιστοιχιζόμενη από τους συνεργάτες, φίλους και υποστηρικτές η Δόμνα συνέχισε το έργο της ως το θάνατό της με εκδόσεις υπομνηματισμένων με αναλυτικά κείμενα θεματικών CD, την οργάνωση του ανέκδοτου προσωπικού Αρχείου της και τον εμπλουτισμό του ιστοχώρου που φέρει το όνομά της.
Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στις 3 το μεσημέρι του 2012 με πλήθος κόσμου να έχει κατακλύσει την εκκλησία για να πει το τελευταίο αντίο στην κορυφαία ερμηνεύτρια παραδοσιακής μουσικής. Η Δόμνα Σαμίου τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα με την υγεία της και το Σάββατο «γράφτηκε» ο επίλογος μιας γεμάτης ζωής. Μεταξύ των επωνύμων της σόουμπιζ που αποχαιρέτησαν την ερμηνεύτρια ήταν οι Διονύσης Σαββόπουλος, Αντώνης Καφετζόπουλος, Έλενα Κουντουρά, Νίκος Βερλέκης, Γλυκερία,Στέλιος Φωτιάδης, Κώστας Παναγιωτόπουλος, Μαρίζα Κωχ, Μανώλης Μητσιάς, Λάκης Χαλκιάς, Νίκος Σαραγούδας, Κώστας Πρέκας, Δημήτρης Κοντογιάννης. Ένα από τα στεφάνια ήταν από την ομάδα του Πανιωνίου καθώς είναι η ομάδα της περιοχής που έζησε όλα αυτά τα χρόνια.