Ο Δημήτρης Καταλειφός γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1954 ενώ η καταγωγή του είναι από τη Σέριφο και τη Σμύρνη και τα τελευταία χρόνια ζει στο Παγκράτι. Σπούδασε Νομικά και στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη από την οποία αποφοίτησε το 1975.
Της: Έπη Τρίμη
Ο Δημήτρης Καταλειφός αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της εταιρίας θεάτρου «Η Σκηνή» και του θεάτρου «Εμπρός» (θεατρικός οργανισμός «Μορφές») στου Ψυρρή. Διαλύθηκαν τη δεκαετία του ’80 και το 2000 αντίστοιχα.
Παράλληλα, σκηνοθετεί στο θέατρο από το 1998 (Ο Δον Ζουάν έρχεται από τον πόλεμο, Θέατρο «Εμπρός») και διδάσκει χρόνια σε σχολές, μεταξύ των οποίων η Δραματική σχολή του «Εμπρός» (του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος), του «Εθνικού Θεάτρου» του «Ωδείο Αθηνών» και του «Πανεπιστήμιο Πατρών». Στον κινηματογράφο, σημαντικές εμφανίσεις του υπήρξαν, μεταξύ άλλων, «Τα Πέτρινα Χρόνια» (1985) του Παντελή Βούλγαρη και ο «Θεόφιλος» (1987) του Λάκη Παπαστάθη -για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο «Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης»-. Στο θέατρο, για τη διετία 2002-2004 («Ο ξεριζωμός», «Τρία βήματα πριν»), τιμήθηκε με το Α΄ έπαθλο Αιμίλιος Βεάκης. Για την ερμηνεία του ως Χιού Ο’Ντόνελ στο έργο «Ο ξεριζωμός» (2003) με το Β΄ βραβείο ανδρικού ρόλου, για τον Πάστορα Μάντερς στους «Βρικόλακες με το Α΄ βραβείο ανδρικού ρόλου, και για τον «Επιστάτη» (2010-11) με το Α΄ βραβείο ανδρικού ρόλου, του περιοδικού «Αθηνόραμα». Σημαντικότερες εμφανίσεις του στην τηλεόραση υπήρξαν το «Μινόρε της αυγής» (1983-4) του Φώτη Μεσθεναίου και το «10» της Πηγής Δημητρακοπούλου, για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου, «Πρόσωπα 2008».
Ο Δημήτρης Καταλειφός έχει πει σχετικά: «Σε μια κλινική στο Κέντρο της Αθήνας, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Από εκεί έφυγα στα 28 μου, όταν πρωτονοίκιασα το δικό μου σπίτι. Η Νέα Σμύρνη είναι τα παιδικά και εφηβικά χρόνια μου, η οικογένειά μου, ο φούρνος που είχε ο παππούς μου, τα σχολεία όπου πήγα, τα καλοκαιρινά σινεμά που ήταν ο παράδεισός μου. O τόπος που ονειρεύομαι να επιστρέψω όταν γεράσω».
«Ο γάμος πάντα με απωθούσε, με την έννοια ότι δεν μπορώ να φανταστώ δύο ανθρώπους να ζουν για πάντα μαζί. Παρόλα αυτά, έχω μεγάλη ανάγκη το ρόλο του πατέρα, ανάγκη η οποία υποκαθίσταται από τη σχέση δασκάλου-μαθητή που έχω με τους μαθητές μου στις σχολές».
Ο Δημήτρης Καταλειφός είχε πει σε συνέντευξή του: “Η υποκριτική εισέβαλε στη ζωή μου από τον κινηματογράφο. Μικρό παιδί, αφού η μητέρα μου εργαζόταν, με πρόσεχε μία κοπέλα απ’την Κρήτη που τη λάτρευα και δεν είναι πια στη ζωή. Ήταν μια Κρητικιά, ιδιόρρυθμη που αγαπούσε το σινεμά. Απ’ την ηλικία των 5 ετών με έπαιρνε κάθε μέρα απ’ τις 4 το απόγευμα και μέχρι τις 12 βλέπαμε 4 φορές την κάθε ταινία. Έτσι τα χρόνια του δημοτικού τα πέρασα στους κινηματογράφους. Διάβαζα το πρωί 7-8:30 μέχρι να φύγω για το σχολείο γιατί τα απογεύματα ήμασταν σινεμά. Ακόμη και τώρα η μεγαλύτερη μου χαρά είναι ο κινηματογράφος. Αργότερα ήρθε η μεγαλύτερη αφορμή, όταν στα 13 μου χρόνια πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου στο θέατρο και είχα τη τύχη να δω τη Λαμπέτη και αργότερα στη Γ’ Γυμνασίου τον Κουν. Έτσι μου δημιουργήθηκε αυτή η επιθυμία. Αν και πιστεύω ότι κάνει κανείς κάτι συνήθως όταν κάτι του λείπει. Αυτά ήταν πιο πολύ αφορμές. Εμένα μου λείπει η προσαρμοστικότητα στην πραγματικότητα. Κάτι στο DNA μου με κινεί προς το αλλού, το άλλοτε και όχι στο εδώ και το τώρα. Αυτό νομίζω με έκανε να στραφώ προς την τέχνη και να παραμελήσω λίγο την πραγματική ζωή. Παράλληλα όμως νομίζω ότι κατανόησα καλύτερα τη ζωή μέσω της τέχνης. Γιατί η τέχνη συμπυκνώνει την πραγματικότητα με έναν σπουδαίο τρόπο.
Ο Δημήτρης Καταλειφός είχε πει σχετικά: «Ήμουν απελπισμένος από την εφηβεία και τη ζωή. Αν μπορούσα να επιστρέψω πίσω στη ζωή μου, θα αφαιρούσα τα χρόνια από τα 12 ως τα 18. Όταν είδα στο θέατρο τη Λαμπέτη, στα 13 μου, την ερωτεύτηκα. Και βρήκα σωτηρία στο θέατρο. Σιχαινόμουν το σχολείο παρόλο που ήμουν καλός μαθητής. Το θέατρο ήταν το καταφύγιό μου από την πραγματικότητα. Ο πατέρας μου ήταν πλασιέ κι αυτός ο ρόλος στον “Θάνατο του εμποράκου” είναι ιδιαίτερα συγκινητικός για μένα. Μου θυμίζει τον πατέρα μου. Μεγαλώσαμε στο σπίτι με τη μητέρα μου. Πέρασα και στη Νομική, αλλά για τρία μαθήματα δεν πήρα το πτυχίο μου. Οι γονείς μου δεν με πίεσαν ποτέ να γίνω γνωστός ηθοποιός, δεν με πίεσαν να βγάλω χρήματα και δεν ήθελαν να γίνω υπέροχος στην τέχνη μου. Και στην Ελλάδα είναι δύσκολο να είσαι ηθοποιός. Δεν αντιμετωπίζονται με σεβασμό και εκτίμηση. Φυσικά βρέθηκα άφραγκος στο ξεκίνημα και ακόμη και σήμερα τα βγάζω πέρα με δυσκολία. Είναι ηρωικό να είσαι ηθοποιός».
Ο Δημήτρης Καταλειφός έχει πει σχετικά: «Δεν σνομπάρω την τηλεόραση. Ούτε τον κινηματογράφο. Δυστυχώς δεν έχω ιδιαίτερες προτάσεις. Έχω βγάλει το όνομα του δύσκολου και πληρώνω το τίμημα των επιλογών μου. Θεωρώ πάρα πολύ κανονικό τον εαυτό μου».
Το θέατρο διανύει μια εποχή μεγάλης σύγχυσης. Άλλα έργα αρέσουν στο κοινό και άλλα στους κριτικούς. Υπάρχει μια μεγάλη διάσταση στο τι αρέσει και τι όχι. Τόσα χρόνια που είμαι στο χώρο, δε θυμάμαι ποτέ να κυριαρχεί τόση μεγάλη διάσταση απόψεων. Κριτικοί μπορεί να εξυμνούν κάτι που τελικά στο κοινό δεν αρέσει και το αντίστροφο.Το θέατρο φέτος βίωσε τη πιο μεγάλη κρίση λόγω της πανδημίας. Άλλοι το αποδίδουν στη δυναμική επιστροφή της τηλεόρασης, άλλοι στη μεγάλη πληθώρα των παραστάσεων, άλλοι στην οικονομική μας κατάσταση. Εγώ πιστεύω ότι είναι ένας συγκερασμός όλων αυτών των πραγμάτων. Σε μια πρωτεύουσα σαν την Αθήνα, παίζονται πάνω από 1000 παραστάσεις. Ο κόσμος σκορπίζεται. Παράλληλα ο κόσμος λόγω οικονομικών δυσκολιών δε βγαίνει τις καθημερινές.
Ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί δύο ώρες και να ακούσει τον λόγο. Πόσες και πόσες παραστάσεις “λερώνονται” με χτυπήματα κινητού. Την ώρα που προσπαθείς να κάνεις μία παύση για την οποία έχεις αγωνιστεί με πρόβες, έρχεται ο θεατής και στη διαλύει με ένα χτύπημα του κινητού. Αλλά πέρα απ’όλα αυτά ο σύγχρονος θεατής με αυτό τον κατακλυσμό των εικόνων έχει μάθει πια να λειτουργεί με το γρήγορο που αλλάζει. Όλα είναι εικόνες.
Ο Δημήτρης Καταλειφός έχει πει σχετικά: «Μιλάμε κατά καιρούς στο τηλέφωνο και θέλω πάρα πολύ να παίξει φέτος, όπως σχεδιάζει. Θέλω με όλη την ψυχή μου να γίνει πάλι καλά και να εξακολουθεί να κάνει αυτά τα σπουδαία και δημιουργικά πράγματα που κάνει, γιατί του αξίζει. Δεν παύω ποτέ να του χρωστάω του Λευτέρη, από την εποχή που πρωτοξεκινήσαμε, αυτή την επιρροή του να παθιάζεσαι με το θέατρο. Είναι κάτι για το οποίο θα του είμαι πάντα ευγνώμων παρά τα όσα συνέβησαν μετά στη Σκηνή. Όσα μας χώρισαν είναι μπούρδες».