Ο Πολυχρόνης Έξαρχος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1932 στην Ερμούπολη της Σύρου και μεγάλωσε στην Πλάκα.
Σε ηλικία 31 ετών αποφοίτησε από τη σχολή υποκριτικής του Πέλου Κατσέλη.Για να βγάζει τα προς το ζην, ο Εξαρχάκος εργαζόταν ως τεχνικός θεάτρου σε διάφορους θιάσους.
Όταν προσλαμβάνεται ως ηχολήπτης στο σχήμα των Κώστα Ρηγόπουλου-Κάκιας Αναλυτή έρχεται σε επαφή με τον Ρηγόπουλο, ο οποίος αναγνωρίζοντας το πηγαίο ταλέντο και το χιούμορ του τον προτρέπει να ανέβει στο σανίδι, κάνοντας το ντεπούτο του στην παράσταση «Βίλα των οργίων». Αποτέλεσε έναν από τους πυλώνες της κωμωδίας στα «χρυσά χρόνια» του ελληνικού κινηματογράφου, συμμετέχοντας σε 25 ταινίες και σε δεκάδες άλλες θεατρικές παραγωγές.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Το ταλέντο του Χρόνη Εξαρχάκου ήταν το καλύτερο εισιτήριο για να εργαστεί και στον κινηματογράφο, ένα χρόνο μετά την εμφάνισή του στο σανίδι. Παρόλο που δεν ερμήνευε τους πρώτους ρόλους, οι ερμηνείες του πάντα έκλεβαν την παράσταση και οι ατάκες του, πολλές φορές έγιναν φράσεις της καθημερινότητας, καθώς η αδιόρατη ειρωνεία του ήταν ένα πετυχημένο κοινωνικό σχόλιο.
Οι φίλοι του τον περιγράφουν ως έναν ευχάριστο και πλακατζή άνθρωπο ο οποίος όμως, είχε έντονα ξεσπάσματα και εκρήξεις. Ο Κώστας Βουτσάς με τον οποίο ήταν φίλοι, θυμάται τον κυκλοθυμικό του χαρακτήρα, αλλά και το γεγονός ότι ήταν πολύ αγαπητός στις παρέες του. Πολλοί αποδίδουν τις απότομες αλλαγές στη συμπεριφορά του στην καταπίεση που δεχόταν από τη μητέρα του.
Ο ηθοποιός έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του μαζί της, καθώς η μάνα του ήταν άρρωστη και χρειαζόταν ιδιαίτερη φροντίδα. Μάνα και γιος ήταν πολύ δεμένοι, αλλά όπως αναφέρουν φίλοι και συνεργάτες του, ο Εξαρχάκος φοβόταν τη μητέρα του. Λέγεται πως λόγω της μεγάλης αδυναμίας που του είχε, δεν τον ενθάρρυνε να παντρευτεί, ενώ αργότερα δεν ενέκρινε τις επιλογές της προσωπικής του ζωής. Έτσι ο ηθοποιός έζησε το μεγαλύτερο μέρος τη ζωής του μαζί της.
Οι «κακές γλώσσες» του θεάτρου λένε ότι η αδυναμία που του είχε η μητέρα του συχνά γινόταν καταπιεστική. Ζώντας πάντα διακριτικά, χωρίς σκάνδαλα και προκλήσεις, έμενε ισοβίως με τη μητέρα του μετρώντας μια σχέση που σφραγίστηκε από το δίπολο παθολογική αγάπη-καταπίεση. Εκεί αποδίδουν και οι φίλοι του τα ξεσπάσματα και τις εκρήξεις του. Εκεί απέδιδε ο Γιάννης Δαλιανίδης τις παροιμιώδεις κυκλοθυμίες του Εξαρχάκου, περνώντας αυτόματα από το κέφι και το γέλιο σε βαθιά μελαγχολία και εκρήξεις θυμού.
Ο Χρόνης Εξαρχάκος έπαιξε με τον Μάνο Κατράκη, όταν το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» ήταν στις δόξες του, στο έργο του Σέξπιρ «Ιούλιος Καίσαρ» (1964), με την Κατερίνα στα έργα «Χαρτοπαίχτρα», «Αντροτραγανίστρα» και «Ελάτε να γελάσουμε», με τον Κώστα Βουτσά, τη Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου στα έργα «Μην πατάτε τη χλόη» και «Ο Καραγκιόζης στη Βουλή».
Το υποκριτικό του ταλέντο και τα προσόντα του αναδείχτηκαν όταν έπαιξε στο «Γλάρο» του Τσέχωφ με τον Γιάννη Φέρτη και την Ξένια Καλογεροπούλου (1966), ενώ είχε ήδη γίνει ευρύτερα γνωστός με τη συμμετοχή του στο θεατρικό του Αλέκου Σακελλάριου «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», που παρουσιάστηκε από το θίασο Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ, προτού γυριστεί σε ταινία και γνωρίσει μεγαλύτερη επιτυχία. Μαζί τους έπαιξε και στο έργο του Πολ Όσμπορν «Ο κόσμος της Σούζι Βογκ».
Ο Χρόνης Εξαρχάκος συμμετείχε και σε πολλές απ’ τις ταινίες που σφράγισαν τη χρυσή εποχή της Φίνος Φιλμ: «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Γοργόνες και μάγκες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Κάτι κουρασμένα παλικάρια».
Το 1965 συμμετείχε στην ανολοκλήρωτη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Forminx Story». Στην τηλεόραση, πρωταγωνίστησε στη σειρά του Αλέξη Τριανταφύλλου «Ένας απίθανος ντετέκτιβ», που προβλήθηκε το 1973 από την ΥΕΝΕΔ. Ενσάρκωνε τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Τίτο Χαρίτο, που έμπλεκε σε απίθανες καταστάσεις, στην προσπάθειά του να εξιχνιάσει διάφορες υποθέσεις.
Ο Χρόνης Εξαρχάκος έπασχε από καρκίνο των οστών και η χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε στο Λονδίνο δεν κατάφερε να τον απαλλάξει από την ασθένεια. Ωστόσο, ακόμα και όταν αντιμετώπιζε το σοβαρό πρόβλημα με την υγεία του, δεν έχασε το χιούμορ του. Ο Κώστας Βουτσάς θυμάται τον αγαπημένο του φίλο στο νοσοκομείο, όταν η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί, να πειράζει τις νοσοκόμες, να λέει αστεία και να κάνει πλάκες.Το 1982 δίνει την τελευταία του παράσταση στο θέατρο «Ακροπόλ». Ο Χρόνης Εξαρχάκος έφυγε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1984. Η μητέρα του δεν άντεξε το χαμό του. Μαράζωσε και ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, έφυγε και η ίδια από τη ζωή.
Έφυγε μόλις 52 ετών, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1984, , με τους λιγοστούς φίλους του πάντα μοναχικού Χρόνη να διαμαρτύρονται ότι όλοι τον είχαν ξεχάσει ενόσω εκείνος έλιωνε από τον καρκίνο στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας». Η κηδεία του έγινε την επομένη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.