Ο Αρτέμης Μάτσας γεννιέται το 1930 στην Πλάκα ως ένα από τα τρία παιδιά του εβραϊκής καταγωγής Πίνχας Μάτσα και μιας σολίστ πιάνου με καταγωγή από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Ο πατέρας, σπουδαγμένος στη Χαϊδελβέργη, πάλευε να κάνει άνετη τη ζωή των τριών παιδιών, μεταξύ αυτών και ο Νέστορας Μάτσας, που θα γινόταν αργότερα σημαντικός δημοσιογράφος και σκηνοθέτης λαογραφικών ντοκιμαντέρ.
Η μητέρα θα πεθάνει σε νεαρή ηλικία 30 ετών, αν και το πράγμα έμελλε να γίνει ακόμα πιο φριχτό για την οικογένεια. Την ημέρα της σύλληψης του πατέρα, τα τρία παιδιά τον περίμεναν να επιστρέψει από τη δουλειά για να φάνε όλοι μαζί, όπως συνήθιζαν.
Έκτοτε δεν τον ξαναείδε ποτέ, ούτε έμαθε για την τύχη του. . Το μόνο που κατάφεραν να μάθουν ήταν το νούμερό του στο κολαστήριο του θανάτου: ήταν το «47712», κι αυτό ήταν όλο. Μαζί με τον αδερφό του, ηθοποιό και συγγραφέα Νέστορα Μάτσα και την αδερφή του πέρασαν δύσκολα παιδικά χρόνια.Ήταν γνωστή η ανθρωπιά και καλοσύνη, η ευαισθησία, η φροντίδα και η βοήθειά του σε παλαίμαχους, ξεχασμένους καλλιτέχνες, που ζούσαν σε άθλιες οικονομικές συνθήκες.
Ο μικρότερος αδελφός του ηθοποιού, Νέστορας Μάτσας, κατέγραψε σε ημερολόγιο τη σκληρή εμπειρία της Κατοχής. και τη σύλληψη του πατέρα τους: «Δεν το περιμέναμε γιατί ξέραμε πως ο πατέρας αργεί να έρθει τα μεσημέρια. Έρχεται πάντα με τα πόδια από τη δουλειά του που είναι μακριά γιατί δεν του αρέσει να μπαίνει στο γκαζόζεν.
Λέει πως καθώς στριμώχνεται με τον άλλο κόσμο μπορεί να κολλήσει ψείρες, γιατί όλος ο κόσμος τότε είχε ψείρες και ο πατέρας τις φοβάται. Και αργεί πολύ και το μεσημέρι και το βράδυ και εμείς δεν ανησυχούμε γιατί ξέρουμε πως αργεί. Εκτός βέβαια που κάποιες φορές αργεί πιο πολύ γιατί πηγαίνει στον Ασύρματο που είναι οι μαυραγορίτες μήπως και βρει καμία λαχανίδα ή κανένα άλλο ζαρζαβατικό. Μας ήρθε ξαφνικό, όταν χτύπησε η πόρτα δυνατά και άνοιξε η αδελφή μας και μπήκε ένα ψηλός κύριος που δεν τον ξέραμε.
Μας είπε καλημέρα, αλλά έδειχνε σα να μη μπορούσε καθόλου να μας πει τι ήθελε». Έτσι ο ηθοποιός και τα δύο του αδέλφια έμειναν μόνοι τους αντιμέτωποι με την πείνα, τη φτώχεια και τον καθημερινό κίνδυνο σύλληψής τους.
Αμέσως μετά τη σύλληψη του πατέρα τους, ο Αρτέμης Μάτσας και τα αδέλφια του εγκατέλειψαν το σπίτι τους για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Είχαν ακούσει ότι οι κατακτητές δεν έκαναν διακρίσεις και αιχμαλώτιζαν ακόμα και μικρά παιδιά. Ο Αρτέμης Μάτσας και τα αδέλφια του τρέφονταν στα συσσίτια κατά την Κατοχή Για λίγο καιρό τα αδέλφια χωρίστηκαν και κρύφτηκαν σε φιλικά σπίτια. Όταν ξαναέσμιξαν, κατάφεραν να νοικιάσουν ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια από μια ιερόδουλη που τους φέρθηκε με αγάπη.
Το κορίτσι της οικογένειας, ως μεγαλύτερη, ανέλαβε τη φροντίδα των δύο αδελφών της. Τα αδέλφια Μάτσα δεν είχαν κανένα εισόδημα και αναγκάζονταν να πουλάνε καθημερινά τα προσωπικά αντικείμενα της χαμένης μητέρας τους για να εξασφαλίζουν λίγο φαγητό. Όταν τελείωσαν και αυτά, η πείνα άρχισε να τους θερίζει. Τα συσσίτια στα οποία ήταν γραμμένοι δεν κάλυπταν τις ανάγκες τους. Ο Αρτέμης και ο Νέστορας πούλαγαν τσιγάρα με το κασελάκι στους δρόμους της Αθήνας. Όσα λεφτά έβγαζαν, τα έδιναν στην αδελφή τους για να αγοράζει τρόφιμα από τους μαυραγορίτες.
Οι καλύτεροι πελάτες των δύο αγοριών ήταν κάποιες ιερόδουλες οι οποίες δούλευαν σε έναν οίκο ανοχής στην οδό Γαμβέτα. Κάθε φορά που τα δύο αδέλφια επισκέπτονταν το «σπίτι», ξεπουλούσαν και έφευγαν ικανοποιημένοι, αλλά δεν ανέφεραν πουθενά πού πουλούσαν τα τσιγάρα τους, γιατί ντρέπονταν. Και τα τρία παιδιά της οικογένειας ήταν καλλιεργημένα, καθώς ο πατέρας τους πριν από τη σύλληψή του, είχε φροντίσει για τη μόρφωσή τους. Έτσι, τα αγόρια ήξεραν ότι δεν ήταν σωστό να επισκέπτονται έναν οίκο ανοχής, αλλά η πείνα τους έκανε να ξεχνάνε τις απαγορεύσεις.
Ο Αρτέμης ήταν το πιο ευαίσθητο από τα τρία αδέλφια. Από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής αρρώσταινε συχνά, αλλά κατάφερνε πάντα να ξεπερνάει τις ασθένειες. Η δουλειά στον δρόμο όμως, σε συνδυασμό με το κρύο και την πείνα, τον κατέβαλαν πολύ. Ένα βράδυ μετά τη δουλειά κατέρρευσε….
Ο Νέστορας έγραψε στο ημερολόγιό του: «όταν γυρίσαμε το βράδυ από τους δρόμους που πουλούσαμε τσιγάρα, μόλις μπήκαμε στο σπίτι, ο αδελφός μου άρχισε να βήχει ασταμάτητα. Κι άλλες φορές έβηχε, αλλά όχι τόσο πολύ και τόσο δυνατά. Έκαιγε από τον πυρετό και τα μάτια του ήταν πολύ κόκκινα». Τα ορφανά αδέλφια βοήθησε η σπιτονοικοκυρά. Έκανε στον Αρτέμη εντριβή με οινόπνευμα και του έδωσε δύο κινίνα για τον πυρετό. Ο γιατρός του συσσιτίου που τον εξέτασε την επόμενη μέρα, διέγνωσε ότι έπασχε από προχωρημένη αδενοπάθεια και συνέστησε να μείνει στο κρεβάτι. Του έγραψε γάλα σε σκόνη και μουρουνέλαιο, που δικαιούνταν από τον Ερυθρό Σταυρό σαν ασθενής. Ο ηθοποιός κατάφερε σιγά- σιγά να αναρρώσει. Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, φούντωσε η σπίθα του ηθοποιού.
Αν και ήταν καλός μαθητής δεν ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο Πανεπιστήμιο, αλλά ονειρευόταν να κατακτήσει το σανίδι. Η αδελφή του είχε αρχίσει τις σπουδές της σε Δραματική Σχολή πριν από την Κατοχή και ο Αρτέμης ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια της. Η αγάπη του για το θέατρο ήταν τέτοια που παρά την αφόρητη πείνα, έπεισε τον αδελφό του να πουλήσουν μια μέρα το ψωμί που έπαιρναν με το δελτίο για να πάνε να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση. Ο αδελφός του δέχτηκε και τα δύο αγόρια βρέθηκαν να χειροκροτούν μαγεμένα στο τέλος του έργου. Η ευχαρίστηση ήταν τέτοια που ξέχασαν για λίγο την πείνα τους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο κρεβάτι για να αναρρώσει, ο Μάτσας διάβασε βιβλία με θεατρικά κείμενα τα οποία δανειζόταν ο αδελφός του από τη βιβλιοθήκη.
Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους τους Αιμίλιο Βεάκη, Δημήτρη Ροντήρη και Κώστα Μουσούρη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1949, στην αισθηματική κομεντί του Γιώργου Καρύδη «Ερωτικό Ταξίδι». Έπαιξε σε πολλές ελληνικές ταινίες, αλλά και σε ξένες παραγωγές, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα φιλμ «Το νησί των γενναίων», «Ποτέ την Κυριακή» και «Μπουμπουλίνα».
Διακρίθηκε και τυποποιήθηκε σε ρόλους «κακών». «Δεν μπορώ να κόψω ούτε λουλούδι κι όμως στον κινηματογράφο έχω σκοτώσει περίπου 120 ανθρώπους» έλεγε χαρακτηριστικά ο Αρτέμης Μάτσας, σχολιάζοντας την αντίθεση της προσωπικής του ζωής με την εικόνα που έδινε στη μεγάλη οθόνη μέσα από τους ρόλους του.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε δίπλα στο μεγάλο κωμικό Βασίλη Αργυρόπουλο, στην κωμωδία «Φαταούλας» των Στέφανου Φωτιάδη και Ιάσωνα Βροντάκη. Στο θέατρο έπαιξε τα πάντα, από μπουλβάρ μέχρι Μπρεχτ, αρχαία τραγωδία και Αριστοφάνη. Συνεργάστηκε με σημαντικούς θιάσους και γνωστούς πρωταγωνιστές.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, αρθρογραφώντας σε περιοδικά και εφημερίδες για καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε αρκετά και σημαντικά για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου βιβλία, όπως «Μεγάλες θεατρικές οικογένειες», «Το άλλο πρόσωπο του θεάτρου», «Θεατρικές μνήμες» κ.ά.
«Δεν μπορώ να κόψω ούτε λουλούδι, κι όμως στον κινηματογράφο έχω σκοτώσει περίπου 120 ανθρώπους», εξομολογούνταν χαρακτηριστικά ο Αρτέμης Μάτσας, σχολιάζοντας την αντίθεση της προσωπικής του ζωής με την εικόνα που έδινε στη μεγάλη οθόνη μέσα από τους ρόλους του.
Το 1959 έπαιξε στην ταινία «Το νησί των γενναίων» του Ντίμη Δαδήρα το ρόλο του προδότη, ένα ρόλο που κανένας άλλος δεν τόλμησε να δεχτεί, και αφού πρόδωσε την Τζένη Καρέζη κι έκαψε με τσιγάρο τον ήρωα της αντίστασης Γκίκα Μπινιάρη, άρχισε το δικό του μαρτύριο.
Έφαγε τουλάχιστον δύο φορές ξύλο στο δρόμο από θεατές της ταινίας, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τον ηθοποιό από το ρόλο. Έγραψε, μάλιστα, τότε η «Καθημερινή»: «Ανηλεές κυνηγητό περίμενε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης τον κακό του κινηματογράφου Αρτέμη Μάτσα». Η ρετσινιά του «κακού» έμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω από τη Φωκίωνος Νέγρη -εκεί κοντά μένω- και να μη μου φωνάξουν «προδότηηη», «ρουφιάνεεε», «τσιφούτηηη» έλεγε σε μια συνέντευξή του.
Σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο αξέχαστος ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης, παραγωγός και κριτικός κινηματογράφου Αρτέμης Μάτσας ρωτήθηκε για τη φαινόμενη προτίμησή του σε ρόλους καταδότη και ιδίως συνεργάτη των Γερμανών κατακτητών την περίοδο της Κατοχής.
Η απάντησή του αποκάλυψε όχι μόνο την προσωπική τραγωδία που στιγμάτισε τα παιδικά του χρόνια αλλά και το ιδιαίτερο πλάνο του. Ο πατέρας του είχε πέσει όπως είπαμε θύμα προδοσίας στην Κατοχή, που τον οδήγησε στα χέρια των Γερμανών και τον θάνατο μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες των ναζιστικών κολαστηρίων.
Και γιατί αποφάσισε τότε να ενσαρκώσει τον δοσίλογο, έναν τύπο ανθρώπου που τόσο μισούσε; «Παίζω τόσο καλά τον καταδότη για να κάνω τον κόσμο να μισήσει τους καταδότες»! Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά στο ελληνικό σινεμά που οι ηθοποιοί έπαιξαν κόντρα ρόλους, ερμηνείες έξω από τον χαρακτήρα τους. Το έκανε ο μεγάλος Μάνος Κατράκης διαπρέποντας σε ρόλους σκληρών και αδίστακτων βιομηχάνων. Το έκανε και ο γλυκύτατος Σπύρος Καλογήρου επιδεικνύοντας ανείπωτη απανθρωπιά στη «Μαρία της σιωπής».
Ο αξέχαστος κακός με την τρυφερή καρδιά που βοήθησε τόσους και τόσους παλιούς ηθοποιούς νικήθηκε στο νοσοκομείο «Παμμακάριστος» στις 7 Σεπτεμβρίου 2003 χτυπημένος από εγκεφαλικό.Ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Καισαριανής.