Παλιοί ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου περιγράφουν σε συνεντεύξεις τους, στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, το μακρινό 1959, πως πήραν την απόφαση ν’ ασχοληθούν με το επάγγελμα.
Οι περισσότεροι δε βρίσκονται πλέον στη ζωή, ενώ κάποιοι ίσως και να είχαν πεθάνει πριν καν γεννηθούμε εμείς, αλλά τους έχουμε μάθει και αγαπήσει μέσα από τις ταινίες τους. Άλλοι πάλι ζουν, αλλά σπανίως τους βλέπουμε να δίνουν κάποια συνέντευξη.
Πώς αποφάσισαν, όμως, να ασχοληθούν με την τέχνη του ηθοποιού; Πότε πήραν τη μεγάλη απόφαση και πώς αντέδρασαν οι οικογένειες τους, σε μια εποχή που οι ηθοποιοί – οι καλλιτέχνες γενικά – είχαν κακή φήμη;
Οφείλω να ομολογήσω ότι η συνέντευξη που έδωσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ και η οποία δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 07.03.1959, δίνει αρκετές περίεργες πληροφορίες, που έρχονται σε αντίφαση με τα στοιχεία που γνωρίζουμε σήμερα για την “εθνική σταρ”.
Στη συγκεκριμένη συνέντευξη, η Αλίκη δήλωνε ότι γεννήθηκε το 1937, ενώ μετά το θάνατο της έγινε γνωστό ότι στην πραγματικότητα γεννήθηκε 4 χρόνια νωρίτερα.
Επίσης, αναφέρεται στον πατέρα της και στο χαστούκι που έφαγε από εκείνον – το μοναδικό, όπως λέει, χαστούκι που της είχε δώσει ο πατέρας της – όταν σε ηλικία 15 ετών του ανήγγειλε επίσημα ότι θα σπούδαζε ηθοποιός. Ωστόσο, απ’ όσα είναι γνωστά, ο πατέρας της ηθοποιού είχε δολοφονηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Τέλος πάντων και με την επιφύλαξη για την ορθότητα και των υπόλοιπων πληροφοριών, στην ίδια συνέντευξη η Αλίκη ανέφερε ότι γα πρώτη πρώτη φορά είχε εκδηλώσει την επιθυμία να ασχοληθεί με το θέατρο σε ηλικία 4 ετών, όταν κατά τη διάρκεια μιας γιορτής στο σπίτι της οικογένειας Βουγιουκλάκη, κάποιος από τους καλεσμένους τη ρώτησε τι θα ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει κι εκείνη απάντηση “Σεατλίνα!”.
Κατά την παιδική της ηλικία οργάνωνε παραστάσεις μαζί με τα δύο αδέρφια της και τη φίλη της Θάλεια, ενώ διασκεύαζε τις ταινίες που έβλεπε στον κινηματογράφο. Στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου έδωσε εξετάσεις το 1953 – σε αυτή τη χρονολογία συμφωνούν και τα επίσημα γνωστά στοιχεία – μόνο που η Αλίκη δήλωνε στη συνέντευξη ότι τότε ήταν μόλις 16 ετών, δηλαδή ανήλικη, κι ότι γι’ αυτόν το λόγο παρά λίγο να μην την έκαναν δεκτή στη Σχολή, στην οποία πάντως πέρασε πρώτη.
Η σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου με ελάχιστες, πλην όμως χαρακτηριστικές, εμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη, καταγόταν από οικογένεια αυστηρών αρχών, καθώς ο πατέρας ήταν καθηγητής της μεγάλης του Γένους Σχολής.
Όταν η Αρώνη του ανακοίνωσε την πρόθεση της να ασχοληθεί το θέατρο, εισέπραξε “ένα όχι τόσο βροντερό, που ακόμη αντηχεί στ’ αυτιά μου”, όπως δήλωνε η ίδια στη συνέντευξη της.
Προκειμένου να τους μεταπείσει, προσχώρησε σε.. απεργία πείνας διάρκειας επτά ημερών.
Τελικά οι γονείς της υποχώρησαν και η Μαίρη Αρώνη γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ το Πάσχα του 1936 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σανίδι στην παράσταση “Μις Μπα” στο πλευρό της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Η επιθυμία της Τζένης Καρέζη να ασχοληθεί με το θέατρο συνάντησε ψυχρή υποδοχή από την οικογένεια της και ιδιαίτερα από τον γυμνασιάρχη πατέρα της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι γνωστά, εγκατέλειψε τόσο τη σύζυγό του όσο και την Τζένη, όταν εκείνη του ανακοίνωσε την απόφαση της, ενώ πατέρας και κόρη δεν ξαναμίλησαν έκτοτε, παρά την τεράστια θεατρική και κινηματογραφική καριέρα της ηθοποιού.
Πάντως, σε συνέντευξη της στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ το Μάρτιο του 1959, η ίδια δεν αναφέρεται στο συγκεκριμένο γεγονός, αν και σχολιάζει την έντονη αντίδραση του πατέρα της:
“Ήμουν… καλή μαθήτρια και στις εκθέσεις η καλύτερη. Μέσα μου, όμως, το σαράκι της θεατρίνας με έτρωγε. Αλλά οι.. αγριοματιές του πατέρα μου με εμπόδιζαν να εξωτερικεύσω το μεγάλο μου πόθο. Εκείνος, βεβαίως, όλο και κάτι υποψιαζόταν. Κι εγώ, για να τον αποκοιμίσω, του δήλωσα κάποτε “Δε θέλω να γίνω ηθοποιός. Θα γίνω δημοσιογράφος”. Έτσι με άφησε ήσυχη κι έγινα ηθοποιός”.
Η πρώτη φορά που ανέβηκε στη σκηνή ήταν σε ηλικία τεσσεράμισι ετών σε μια παράσταση του Αττίκ στη Θεσσαλονίκη. Φυσικά, η Τζένη, που άκουγε στο όνομα Ευγενία Καρπούζη – το “Καρέζη” ήταν καλλιτεχνικό επίθετο – δεν πρωταγωνιστούσε. Είχε πάει ως θεατής μαζί με την οικογένεια της. Η παράσταση, όμως, την είχε συνεπάρει σε τέτοιο βαθμό, που γλίστρησε από τη θέση της και – πριν το καταλάβει κανείς – πήγε στα παρασκήνια και από κει βγήκε στη σκηνή, όπου άρχισε να χορεύει. Ο Αττίκ την παρουσίασε στο ενθουσιασμένο κοινό σαν μέρος της παράστασης, όμως ο πατέρας της ηθοποιού δεν συμμεριζόταν αυτόν τον ενθουσιασμό, αλλά κατέβασε αμέσως τη μικρή Τζένη από τη σκηνή.
Η πρώτη επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο έγινε πολύ αργότερα, όταν πλέον σπούδασε την τέχνη του ηθοποιού, και ήταν στη σκηνή του θεάτρου Ρεξ και στην παράσταση “Ωραία Ελένη” στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη τη σαιζόν 1954-’55, ενώ η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 1955 στην ταινία “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο”.
Ο Φωτόπουλος γεννήθηκε το 1913 στη Ζάτουνα. Σε ηλικία 2 μηνών βρέθηκε στο Αίγιο, ενώ σε ηλικία 2 ετών βρέθηκε στην Αθήνα. Στο σχολείο δεν ήταν καλός μαθητής, όπως παραδεχόταν και ο ίδιος.
Έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις για να περάσει στη Γεωπονική Σχολή, όμως δεν τα κατάφερε. Έδωσε εκ νέους εξετάσεις, όμως αυτή τη φορά για τη Φιλοσοφική.
Αν και κατάφερε να περάσει στη σχολή, δεν άντεξε πάνω από ένα εξάμηνο. Ήδη, την περίοδο των εισαγωγικών εξετάσεων είχε διαβάσει στις εφημερίδες μια αγγελία, που τον οδήγησε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου. Αφού φοίτησε ένα χρόνο στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ο Φωτόπουλος κόπηκε στις εξετάσεις.
Μαζί μ’ ένα φίλο του αποφάσισαν να φοιτήσουν στη Σχολή του Παπαγεωργίου. Εκεί, ο δάσκαλος έδιωξε το φίλο του και κράτησε το Φωτόπουλο, στον οποίο μάλιστα είπε ότι θα γινόταν κωμικός, καθώς η μούρη του “μοιάζει με τρίφτη”!
Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε τη σαιζόν 1931-1932 στο Εθνικό θέατρο με την παράσταση “Αγαμέμνονας”, όπου κουνούσε…κλαριά στον Αιμίλιο Βεάκη, που υποδυόταν το βασιλιά των Μυκηνών, που μόλις είχε επιστρέψει από την Τροία.
Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, ενώ περιόδευε τη χώρα με τα “μπουλούκια”, μέχρι που το 1948 ήρθε ο πρώτος μεγάλος ρόλος στην επιθεώρηση του θεάτρου Μετροπόλιταν “Άνθρωποι, άνθρωποι”.
Ο γεννημένος στο Παγκράτι, αλλά μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη Κώστας Χατζηχρήστος ήθελε από την παιδική του ηλικία να ασχοληθεί με το θέατρο, όμως δεν τολμούσε να το ανακοινώσει στους γονείς του.
Η πρώτη του επαφή με το σανίδι έγινε σε ηλικία 20 ετών, όταν ως μέλος ενός ερασιτεχνικού θιάσου πρωταγωνίστησε σε μια επιθεώρηση με τίτλο “Μια καινούρια αγάπη”, που έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος.
Δε σπούδασε σε δραματική σχολή, αλλά, όπως έλεγε ο ίδιος “είμαι διπλωματούχος της σχολής των μπουλουκιών”, ομάδες ηθοποιών που γυρνούσαν την επαρχία κι ανέβαζαν διάφορες παραστάσεις.
Το ξεκίνημα του Χατζηχρήστου στα “μπουλούκια” έγινε την περίοδο της Κατοχής, ενώ σε πρόζα έπαιξε για πρώτη φορά το 1948, στο ρόλο ενός γλυκανάλατου τύπου ονόματι “Λελές”.
Σύντομα, όμως, υποδύθηκε έναν από τους πιο διάσημους ρόλους του, που θα τον καθιέρωναν μεταξύ των δημοφιλών κωμικών.
Ο ρόλος του Θύμιου από τη Μακρακώμη, ενός αφελούς επαρχιώτη που κατεβαίνει στην Αθήνα, του προτάθηκε από τον σκηνοθέτη Κώστα Νικολαΐδη. Παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, ο Χατζηχρήστος δέχτηκε την πρόταση ύστερα από την επιμονή του σκηνοθέτη, ο οποίος ήξερε ότι ο Χατζηχρήστος μιμούνταν στις παρέες του με μεγάλη επιτυχία έναν τύπο από τη Μακρακώμη, με τον οποίο είχαν υπηρετήσει μαζί ως φαντάροι.
Ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια και μεγαλωμένος στη Μασσαλία, πολυαγαπημένος μας ηθοποιός Ντίνος (από το Κωνσταντίνος) Ηλιόπουλος έγινε ηθοποιός κατόπιν παροτρύνσεως των φίλων του, οι οποίοι έλεγαν “αυτό το παιδί πρέπει να βγει στο θέατρο”, καθώς ήταν ο κωμικός της παρέας.
Φοίτησε στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη και πρωτοπαρουσιάστηκε στο θεατρικό κοινό της Αθήνας το 1944στο θίασο της κυρίας Κατερίνας.
Ο ίδιος, πάντως, θεωρούσε ότι κατάφερε ν’ ανοίξει τα φτερά του χάρη στη σπουδαία ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη.
Όπως έχει πει ο ίδιος σε συνέντευξη του, “Στην Μαρίκα και στον Σαραντίδη οφείλω τα πάντα. Κι αν έχω την τύχη να με χειροκροτούν, το χειροκρότημα αυτό το αφιερώνω σαν μνημόσυνο στους δύο ανθρώπους που, ενώ λείπουν, είναι πάντα παρόντες”.
Το φλερτ της διεθνούς φήμης ηθοποιού ξεκίνησε στην ηλικία των 13 ετών, όταν η Ειρήνη Παππά άρχισε να ντύνεται με τα ρούχα της μητέρας της και να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη με τις ώρες μιμούμενη πρόσωπα υπαρκτά κι ανύπαρκτα.
Οι δυο δάσκαλοι γονείς της δεν ενθουσιάστηκαν από την επιθυμία της να γίνει ηθοποιός, όμως δεν έκαναν κάτι για να τη σταματήσουν.
Τελικά, το 1948 αποφοίτησε από τη σχολή του Δημήτρη Ροντήρη, ενώ το ίδιο καλοκαίρι έκανε την πρώτη της εμφάνιση στην επιθεώρηση “Άνθρωποι, άνθρωποι” του θεάτρου Μετροπόλιταν.
Πρώτη ταινία στην οποία συμμετείχε ήταν η “Νεκρή πόλη”, η οποία προβλήθηκε και στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας το 1952 δίνοντας το έναυσμα για τη διεθνή της καριέρα.
Ο κινηματογραφικός και τηλεοπτικός “κυρ-Γιώργης” γεννήθηκε στο Διακοφτό, όπου έζησε μέχρι τα 15 του χρόνια. Τότε, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στο Γυμνάσιο του Αιγίου, όπου παρακολούθησε για πρώτη φορά στη ζωή του θεατρική παράσταση – “Ο βαρκάρης του Βόλγα”. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που αμέσως αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
“Στο τέλος της παράστασης, ενώ όλος ο κόσμος χειροκροτούσε τους ηθοποιούς, εγώ χειροκροτούσα τον εαυτό μου για τη μεγάλη και ωραία απόφαση που είχα πάρει: θα γινόμουν ηθοποιός!”, δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξη του.
Παρήγγειλε από την Αθήνα βιβλία σχετικά με το θέατρο και άρχισε να μελετά μόνος του. Παράλληλα, άρχισε να διοργανώνει θεατρικές παραστάσεις με την άδεια των γονέων του, στους οποίους έλεγε ότι τα χρήματα των παραστάσεων θα πήγαιναν υπέρ της εκκλησίας.
Όταν, όμως, τελείωσε το Γυμνάσιο, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος επέστρεψε στο χωριό του. Παρά τη μεγάλη επιθυμία του να σπουδάσει τη δραματική τέχνη, δίσταζε να το πει στους γονείς του, οι οποίοι επιθυμούσαν για το γιο τους να γίνει ιερέας. Τελικά, σε ηλικία 24 ετών, σκαρφίσηκε ένα κόλπο.
Έπεισε τους γονείς του να τον στείλουν στην Αθήνα λέγοντας τους ότι θα γινόταν δάσκαλος, όμως φτάνοντας στην πρωτεύουσα γράφτηκε κρυφά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Αποφοίτησε το 1938, ενώ οι γονείς του αγνοούσαν τα πάντα.
Μάλιστα, όταν ο Αιμίλιος Βεάκης έστειλε τηλεγράφημα στο σπίτι του στο Διακοφτό, οι γονείς του, που δεν ήξεραν ποιος ήταν ο Βεάκης, νόμιζαν αρχικά ότι είχε πάρει το δίπλωμα του δασκάλου, μέχρι που διάβασε το τηλεγράφημα μια θεία του Παπαγιαννόπουλου και ξεκαθάρισε τα πράγματα.
Η μητέρα του νόμιζε ότι ο Διονύσης είχε πάρει τον “κακό δρόμο”, ενώ σκεφτόταν ακόμα και να τον αποκληρώσει, όμως μεσολάβησε ο αδερφός του, Γιάννης, ο οποίος ηρέμησε την έκπληκτη μάνα.
Την ίδια χρονιά, 1938, ο Παπαγιαννόπουλος ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι συμμετέχοντας στην παράσταση “Βασιλιάς Ληρ” του Εθνικού Θεάτρου.