Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπήρξε κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, με συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία για περισσότερες από πέντε δεκαετίες.
Διετέλεσε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1 Σεπτεμβρίου 1984 – 3 Νοεμβρίου 1993) καθώς και πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (11 Απριλίου 1990 – 13 Οκτωβρίου 1993).
Γεννήθηκε το 1918 στη συνοικία Χαλέπα των Χανίων, στις 18 Οκτωβρίου. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Κυριάκου Μητσοτάκη, δικηγόρου και βουλευτή, και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη.
Από την πλευρά του πατέρα του ήταν εγγονός του Κωστή Μητσοτάκη (1845–1898), ιδρυτή του Κόμματος των Ξυπολήτων, το οποίο παρέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετονομάζοντάς το σε Κόμμα των Φιλελευθέρων, και της Κατίγκως Βενιζέλου, αδελφής του Ελευθέριου Βενιζέλου, καθώς και ανιψιός του Αριστομένη Μητσοτάκη και του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στα Χανιά, όπου ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές τον Ιούνιο του 1935 από το Πρακτικό Λύκειο της πόλης.
Σπούδασε Νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δυτική Γερμανία.
Το 1941, πολέμησε ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός στη Μακεδονία εναντίον της γερμανικής εισβολής, ενώ την περίοδο της κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών. Για τη δράση του αυτή φυλακίστηκε και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο από τους Γερμανούς.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επανεξέδωσε την ημερήσια εφημερίδα «Κήρυξ Χανίων», ενώ το 1946 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Χανιών με τους «Βενιζελικούς Φιλελεύθερους».
Το 1951 έλαβε το πρώτο του κυβερνητικό αξίωμα αναλαμβάνοντας την θέση του υφυπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Το 1961, εξελέγη βουλευτής με το νεοσύστατο κόμμα της «Ένωσης Κέντρου» που είχε ιδρύσει ο Γεώργιος Παπανδρέου και συμμετείχε στον «ανένδοτο αγώνα» κατά της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Το 1964, αποτέλεσε ορόσημο σε ότι αφορά τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των μετέπειτα αιωνίων πολιτικών αντιπάλων Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Ανδρέα Παπανδρέου. Οι πραγματικές αιτίες και αφορμές είναι βέβαιο πως δεν θα αποκαλυφθούν λεπτομερώς αλλά από τα ιστορικά στοιχεία που έχουν καταγραφεί οι δύο άνδρες από εκείνη τη στιγμή αποφάσισαν να ακολουθήσουν αντίθετους πολιτικούς δρόμους.
Το 1965, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα «Ιουλιανά» που οδήγησαν σε διαφωνία την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου με τα Ανάκτορα. Συνέπεια της πολιτικής αναταραχής και αστάθειας ήταν ο σχηματισμός αλλεπάλληλων κυβερνήσεων από πρώην στελέχη της Ένωσης Κέντρου που αποχώρησαν από το κόμμα.
Στις 21 Απριλίου του 1967 συνελήφθη από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό και το 1968 μετέβη στο Παρίσι και συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα.
To 1977 ίδρυσε το Κόμμα Νεοφιλελεύθερων ενώ το επόμενο έτος προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία.
Την 1 Σεπτεμβρίου του 1984 η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας τον εξέλεξε πρόεδρο του Κόμματος σε διαδοχή του Ευάγγελου Αβέρωφ. Παρέμεινε βουλευτής της ΝΔ μέχρι και το 2004.
Το 2007 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε δώσει συνέντευξη στο δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά υπό το ρητό όρο ότι το περιεχόμενο της θα δημοσιευόταν μετά το θάνατό του.
Όπως είχε αναφέρει στην συνέντευξή του, «Καμία στιγμή δεν υπολόγισα το πολιτικό κόστος. Είχα την πολιτική άνεση γιατί ποτέ δεν υποσχέθηκα τίποτα στον λαό. Το μόνο που είχα πει προεκλογικά ήταν ότι θα βελτιώσω το επίπεδο του ελληνικού λαού, αλλά αυτό θα γίνει με περισσότερη δουλειά. Αυτό ζήτησα.
«Η κυβέρνηση αυτή ήμουνα εγώ», είχε πει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σημειώνοντας πως «οι υπουργοί δεν λειτουργούσαν μόνοι τους. Οι πρωτοβουλίες ήταν 100% δικές μου. Εγώ τουλάχιστον κυβερνούσα διαφορετικά από ό,τι κυβερνάται σήμερα ο τόπος. Το πρωί είχα ήδη μια εικόνα, τη γενική του τόπου και έπαιρνα στο τηλέφωνο όσους χρειαζόταν υπουργούς για να τους πω τι να κάνουν. Διηύθυνα σαν τον μαέστρο της ορχήστρας και τον υπουργό και τον υφυπουργό και πολλές φορές κατέβαινα και παρακάτω σε προέδρους ή σε γενικούς διευθυντές ή συγκαλούσα συσκέψεις ή πήγαινα στα υπουργεία. Η πολιτική ήταν πολιτική κυβερνητική, δεν ήταν πολιτική προσώπου».
«Το γεγονός ότι φτάσαμε στην ολοκλήρωση σχεδόν της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, τον τέταρτο χρόνο, με τον Στέφανο Μάνο οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι ωρίμασαν οι συνθήκες. Είχαμε πάρα πολύ δύσκολες τομές να κάνουμε. Δυσκολότερη τομή από την ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών στην Αθήνα δεν υπήρχε. Έπρεπε να απολύσεις 7.500 ανθρώπους οι οποίοι είχαν συνδικαλιστικά στηρίγματα και οι οποίοι ενθυμίστε τι προβλήματα είχαν δημιουργήσει».
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η σύζυγός του Μαρίκα Γιαννούκου γνωρίστηκαν το 1952, σε μια εκδήλωση για τα καλλιστεία, τα οποία εκείνη την εποχή αποτελούσαν σημαντικό κοσμικό γεγονός. Παντρεύτηκαν ένα χρόνο μετά στις 6 Ιουνίου του 1953 και έμειναν μαζί μέχρι το θάνατο της Μαρίκας, το 2012.
Ο γάμος τους έγινε στα Χανιά το 1953 και τα πρώτα χρόνια, όπως είχε αναφέρει η Μαρίκα Μητσοτάκη, δεν ήταν εύκολα, αφού η καλομαθημένη Αθηναία, αναγκάστηκε να ζήσει στο φτωχικό τότε σπίτι της οικογένειας Μητσοτάκη, που δεν είχε καν θέρμανση.
Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά, την Ντόρα Μπακογιάννη, την Αλεξάνδρα Μητσοτάκη, την Αικατερίνη Μητσοτάκη και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η γυναίκα του, Μαρίκα Γιαννούκου – Μητσοτάκη, υπήρξε στυλοβάτης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για σχεδόν 60 χρόνια. Ανέθρεψε τέσσερα παιδιά, δεκατρία εγγόνια και πέντε δισέγγονα.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απεβίωσε τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου του 2017 σε ηλικία 99 ετών και ετάφη στο χωριό Αργουλιδέ Ακρωτηρίου Χανίων δίπλα στην αγαπημένη του σύζυγο, Μαρίκα.