Τα μωρά και τα νήπια εξαπλώνουν τον COVID-19 πιο εύκολα μέσα στα σπίτια- η λεγόμενη ενδοοικογενειακή μετάδοση – από ό,τι τα μεγαλύτερα παιδιά και οι έφηβοι, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη καναδική επιστημονική μελέτη.
Τουλάχιστον το ένα στα τέσσερα παιδιά έως 18 ετών μεταδίδει τον ιό σε άλλα μέλη της οικογένειας του και μολονότι είναι οι έφηβοι που φέρνουν συχνότερα το ιό απ’ έξω μέσα στις οικογένειες, είναι τελικά τα μικρότερα παιδιά εκείνα που μεταδίδουν περισσότερο τον ιό λόγω της στενότερης επαφής που έχουν οι γονείς μαζί τους, καθώς και της αδυναμίας να απομονωθούν όταν αρρωσταίνουν με COVID-19.
Οι ερευνητές της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας του Οντάριο και του Πανεπιστημίου του Τορόντο, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό παιδιατρικό περιοδικό “JAMA Pediatrics”, σύμφωνα με τους “Τάιμς της Νέας Υόρκης”, ανέλυσαν στοιχεία για 6.280 νοικοκυριά, όπου το πρώτο μέλος που κόλλησε COVID-19 ή διαγνώστηκε θετικό στον κορονοϊό, ήταν κάτω των 18 ετών, ώστε να μελετηθεί το συνέβη στη συνέχεια μέσα στο σπίτι.
Διαπιστώθηκε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η αλυσίδα μετάδοσης σταμάτησε στην αρχική λοίμωξη στο παιδί και δεν επεκτάθηκε σε άλλους. Η μετάδοση σε άλλα μέλη της οικογένειας συνέβη στο 27,3% των περιπτώσεων, δηλαδή σε λίγο πάνω από το ένα τέταρτο των αρχικών κρουσμάτων.
Οι έφηβοι 14 έως 17 ετών αποτελούσαν το 38% των αρχικών περιστατικών COVID-19 στις οικογένειες, ενώ τα παιδιά έως τριών ετών μόνο το 12%, ενώ το 20% ήταν τεσσάρων έως οκτώ ετών και το 30% ήταν εννέα έως 13.
Όμως, το αντίστροφο συνέβαινε όσον αφορά τη δευτερογενή μετάδοση στη συνέχεια: η πιθανότητα εξάπλωσης του ιού σε άλλο μέλος της οικογένειας ήταν 43% μεγαλύτερη αν το παιδί ήταν κάτω των τριών ετών, από ό,τι αν ήταν 14 έως 17 ετών. Το 31% των νοικοκυριών – σχεδόν το ένα στα τρία – με παιδί έως τριών ετών θετικό στον κορονοϊό εμφάνισε μετά δευτερογενές κρούσμα και σε άλλο μέλος.
Η μελέτη δείχνει ότι ακόμη και τα πολύ μικρά παιδιά παίζουν άθελα τους ένα ρόλο στην εξάπλωση της πανδημίας, καθώς όντως υπάρχει μετάδοση του ιού από τα παιδιά στους μεγαλύτερους μέσα στο σπίτι. Τα πολύ μικρά παιδιά έχουν λιγότερες κοινωνικές επαφές εκτός σπιτιού, αλλά στενότερη σωματική επαφή με τους άλλους μέσα στο σπίτι τους.
Επιπλέον, συνεχώς πιάνουν αντικείμενα και τα βάζουν στο στόμα τους, χωρίς να πλένουν τα χέρια τους, πράγμα που ευνοεί την μετάδοση του ιού.
Επίσης, οι επιστήμονες θεωρούν πιθανό ότι τα μικρά παιδιά μπορεί να διαθέτουν υψηλότερο ιικό φορτίο ή μεγαλύτερο ρυθμό αποβολής του κορονοϊού από το σώμα τους, σε σχέση με τους εφήβους.
‘Άλλες μελέτες έχουν βρει ενδείξεις ότι ενώ τα μικρά παιδιά σπάνια αρρωσταίνουν με COVID-19, μπορεί να διαθέτουν τα ίδια ή και υψηλότερα επίπεδα του ιού στον οργανισμό τους σε σχέση με τους ενήλικες. Μολονότι το ιικό φορτίο δεν συνιστά τέλειο προγνωστικό δείκτη της μεταδοτικότητας, τα έως τώρα στοιχεία δείχνουν ότι ένα παιδί μπορεί να μεταδώσει τον κορονοϊό όσο κι ένας μεγάλος.
Παραμένει πάντως ασαφής ο ακριβής ρόλος που τα παιδιά παίζουν στην εξάπλωση της πανδημίας. Αν και τα παιδιά κάτω των 12 ετών δεν έχουν ενταχθεί στα προγράμματα εμβολιασμού, όπως δείχνει η νέα μελέτη, τα υπόλοιπα ενήλικα μέλη μιας οικογένειας με παιδιά, καθώς και οι έφηβοι στο ίδιο σπίτι, έχουν κάθε λόγο να εμβολιαστούν για να περιοριστεί η πιθανότητα ενδοοικογενειακής μετάδοσης.
Επίσης, η νέα έρευνα – που ανέλυσε στοιχεία του 2020 όταν ακόμη η πιο μεταδοτική παραλλαγή Δέλτα δεν είχε κυριαρχήσει- αναδεικνύει και τη σημασία των μέτρων προφύλαξης στα σχολεία.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://jamanetwork.com/journals/jamapediatrics/fullarticle/2783022
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ