Το μάτιασμα ή αλλιώς βασκανία ή αλλιώς κακό μάτι, σύμφωνα με την Εκκλησία μας είναι η επέμβαση του πονηρού πνεύματος και τη θεωρεί έργο του διαβόλου. Σχετίζεται κυρίως με το φθόνο και τη ζήλεια.
Βασκανία δεν είναι ένας συνηθισμένος πονοκέφαλος ή μια συνηθισμένη ζάλη, αλλά είναι κάτι το ασυνήθιστο. Κάτι το φοβερό, το ανυπόφορο, το σατανικό.
Γι’ αυτό παλαιότερα, οι αγράμματες γριούλες όταν έβλεπαν κάτι όμορφο, το έφτυναν και έλεγαν: «Να μην αβασκαθεί». Έβγαζαν από μέσα τους τον τυχόν κρυμμένο φθόνο.
Και πάλι, εφόσον η βασκανία είναι χτύπημα του σατανά, απαιτείται ειδική προσευχή, που να χτυπά, εξορκίζει το διάβολο.
Η Εκκλησία μας για την περίπτωση αυτή έχει θεσπίσει την ευχή «εις βασκανίαν», που διαβάζεται από ιερέα. Που σημαίνει, πως όταν σε «πιάσει» το μάτι, θα πρέπει να πας στον ιερέα, και μόνο στον ιερέα.
Σε έπιασε το «μάτι». Αντί, λοιπόν, να πας στον ιερέα, πας στη γειτόνισσά σου, στη κουμπάρα σου, κ.λ.π., και σου κάνουν ξόρκια! Όμως έτσι αμαρτάνεις και συ και αυτές που σε ξεματιάζουν. Εσύ, γιατί περιφρόνησες το λειτουργό του Χριστού (τον ιερέα) και χτύπησες ξένες πόρτες, αυτές γιατί πήραν τη θέση του ιερέα.
Μάθε, λοιπόν, πως ο λαϊκός, επειδή στερείται ιεροσύνης, δεν έχει δικαίωμα να σε «σταυρώνει».
Ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή είναι πρόσωπα ιερά, και επειδή έχουν εξουσία στα παιδιά τους, μπορούν να «σταυρώνουν» τα παιδιά τους και μόνο τα παιδιά τους.(Το ίδιο ισχύει και για τον παππού ή τη γιαγιά σε σχέση με τα εγγονάκια τους). Όμως και πάλι προσοχή!
Σε μία προσπάθεια να καταπολεμηθεί η πηγή της βασκανίας, γίνεται αναφορά σ’ αυτόν που ματιάζει και γιατί κάποιοι έχουν αυτή την αρνητική ικανότητα ή τι του λείπει και μεταδίδει αρνητική ενέργεια «δια της οράσεως»;
Οι πατέρες της Εκκλησίας μας αποδίδουν το μάτι σε «δαιμόνιο». Αυτός που ματιάζει έχει «δαιμόνιο». Ακούγεται βαρύ αλλά έτσι είναι.
Υπάρχουν φθονεροί άνθρωποι πού όταν βλέπουν κάτι το καλό στον άλλο, υποφέρουν… Το ίδιο παθαίνει και ο πανούργος διάβολος. Διάβολος και φθονερός φθονούν το καλό του άλλου.
Έχουν μεταξύ τους το κοινό αυτό σημείο. Κι ο διάβολος το «εκμεταλλεύεται». Περνά μέσα απ’ αυτό την κακία του στους ανθρώπους….
Ο φθόνος του φθονερού ανθρώπου είναι ο αγωγός απ’ όπου διοχετεύεται στις ανθρώπινες ψυχές το δηλητήριο του διαβόλου.
Αυτός που ματιάζει, συνήθως, απέχει από την εκκλησία και τα μυστήρια της. Δυστυχώς, έτσι είναι όσο και αν ακούγεται άσχημα όσο και αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, η αποχή και η απομάκρυνση από τον θείο δρόμο από τον μη εκκλησιασμό, μόνο πόρτες ανοίγει στον διάβολο με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.
Ο καθένας από εμάς, λοιπόν, πρέπει να εξετάσει τον εαυτό του σχετικά με την ειλικρινή συμμετοχή του στα μυστήρια και στον εκκλησιασμό και να ασφαλίσει τον εαυτό του με το μεγαλύτερο όπλο κατά του διαβόλου που είναι ο Σταυρός.
Στο μεταξύ, το “κακό μάτι” όσο και αν μας φαίνεται υπερβολικό, μπορεί να αρρωστήσει ακόμη και να σκοτώσει κάθε άνθρωπο πού βρίσκεται μακριά από τα μυστήρια τής Εκκλησίας…
Εφόσον η βασκανία είναι χτύπημα του σατανά στον άνθρωπο, είναι λογικό να «χτυπιούνται» από τη βασκανία, όσοι δεν είναι εφοδιασμένοι με όπλα, που πολεμούν και συντρίβουν το διάβολο, νηστεία, προσευχή, εξομολόγηση, Θ. Κοινωνία.
Για αυτό τους αγίους, τους ιερείς και τον κάθε χριστιανό, που ζει την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, δεν τους πιάνει «μάτι».
Στις 2.3.1998 ο Πατρινός κ. Ε. ανέφερε κάτι που συνέβη στον ίδιο, πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Από 14 ετών οι δικοί του κάθε τόσο τον πήγαιναν σε μια κυρία για «ξεμάτιασμα». Όμως το συνεχές «ξεμάτιασμα» έδωσε «λαβή» στο διάβολο. Άρχισε τώρα και ο ίδιος να έχει «μάτι», να «αβασκαίνει» και όποιον θαύμαζε, του συνέβαινε κακό.
Το 1983, Μ. Πέμπτη βράδυ, παρακολουθούσε την ακολουθία των αγίων Παθών στον ι. ναό αγίου Σπυρίδωνος Αιγάλεω. Ξαφνικά ένοιωσε ζάλη. Θόλωσε το μυαλό του. Έβλεπε το εκκλησίασμα να χάνεται από μπροστά του. Ταυτόχρονα τον έπιασε κρύος ιδρώτας. Δεν άντεξε. Βγήκε έξω.
Τον ακολούθησε «κατά πόδας» μια γνωστή κυρία. Τον πλησίασε και του είπε: «Τί έπαθες;». Και άρχισε να τον ξεματιάζει, διαβάζοντας κάτι παράξενες ευχές (επικλήσεις δαιμόνων).
Στην «ιερή» (=δαιμονική) αυτή στιγμή, ο κ. Ε. παρατήρησε κάτι που τον συγκλόνισε. Η όψη της κυρίας αλλοιώθηκε! Το βλέμμα της ήταν απαίσιο! Ταυτόχρονα την «έπιασε» ένα παράξενο χασμουρητό! Το στόμα της θύμιζε στόμα άγριου θηρίου! Στο τέλος έβγαλε από την κοιλιά της ένα φυλακτό».
«Πάρτο, φόρεσέ το και δεν θα σε ξαναπιάσει» του είπε. Και με τις σατανικές της επικλήσεις (=βοήθεια του διαβόλου) ο ασθενής έγινε καλά…
Ο κ. Ε., μετά απ’ αυτό, εξομολογήθηκε και ησύχασε. Αλλά και έπαψε να αβασκαίνει».