Ο Γιώργος από την Καστοριά, ο Δημήτρης από τη Θεσσαλονίκη και η Αργυρώ από την Αθήνα παίρνουν τις θέσεις στα τραπέζια τους και περιμένουν τους αντιπάλους τους για μια παρτίδα σκραμπλ. Οι ίδιοι, είναι …μεγάλοι παίκτες, με τη λέξη «μεγάλοι» να έχει κυριολεκτική έννοια, αφού οι κύριοι της παρέας διανύουν την όγδοη δεκαετία της ζωής τους, ενώ η γυναίκα ανάμεσά τους σε λίγο καιρό θα σβήσει τα ενενήντα κεράκια στη γενέθλια τούρτα της.
Οι τρεις τους είναι λάτρεις του σκραμπλ, του επιτραπέζιου παιχνιδιού με τις λέξεις- ο καθένας με διαφορετική αφορμή και για διαφορετικούς λόγους, αλλά όλοι τους είναι μέλη των ομίλων που υπάρχουν στην περιοχή τους.
Η Αργυρώ Νικολοπούλου από την Αθήνα, γεννήθηκε το 1932. Στα παιδικά της χρόνια, το σκραμπλ ήταν είδος πολυτελείας, ένα επιτραπέζιο που, όπως λέει, γνώριζαν μόνο τα «καλά κορίτσια» της εποχής. Στον δικό της δρόμο μπήκε το παιχνίδι, όταν ήταν στην κυριολεξία …στον δρόμο ως επαγγελματίας συνοδός γκρουπ σε ταξίδια του εξωτερικού. Σ’ ένα απ’ αυτά, στα τέλη του ’80, μία αρχιτέκτονας της πρότεινε να παίξουν μία παρτίδα. «Για κάποιο λόγο, ήταν βέβαιη ότι ήξερα να παίζω, ενώ εγώ το είχα απλώς ακουστά. Επειδή όμως πάντα λέω “ναι” σε προκλήσεις, δέχτηκα και σε μία εβδομάδα έμαθα να παίζω», δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, σημειώνοντας ότι «είχε πολύ καλή δασκάλα».
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, η κ. Νικολοπούλου έψαξε να βρει πού παίζεται το ενδιαφέρον παιχνίδι λέξεων και η αναζήτηση εκείνη την οδήγησε σε ένα στέκι στην πλατεία Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο, στο «Μικρό Πολυτεχνείο», όπου γινόταν εκμάθηση διαφόρων δεξιοτήτων. «Αφού εξασκήθηκα καλά εκεί, στις αρχές του 2000 πήγα στην “Άσπρη Λέξη”, ένα βιβλιοπωλείο όπου επίσης έπαιζαν σκραμπλ και εκεί γνώρισα τους συνοδοιπόρους μου μέχρι σήμερα στο παιχνίδι», υπογραμμίζει.
Η κ. Νικολοπούλου, από το 2006 είναι ενεργό μέλος του Ομίλου Σκραμπλ Αθηνών – Πειραιώς (ΟΣΑΠ), στο οποίο διετέλεσε ταμίας στο δ.σ. και για περισσότερο από μία δεκαετία δεν έχασε σχεδόν καμία διασυλλογική διοργάνωση. «Αγάπησα πολύ τη βόρεια Ελλάδα μέσα από τα τουρνουά που γίνονταν σε διάφορες περιοχές, όπου υπάρχουν όμιλοι σκραμπλ. Δεν έχανα ποτέ τις διοργανώσεις της Πτολεμαΐδας, της Καστοριάς, ενώ συμμετείχα επίσης και σε πολλά τουρνουά της Θεσσαλονίκης. Από κάθε περιοχή έχω ξεχωρίσει ανθρώπους, προσωπικότητες που χαίρομαι που γνώρισα και είναι στη ζωή μου», δηλώνει.
Αν και ακόμη -λίγους μήνες πριν κλείσει τα 90 της έτη- δηλώνει υγιής και έχει διαύγεια που θα ζήλευε ακόμη και ο πιο νέος, σε ένα από τα ταξίδια της προς τη Θεσσαλονίκη για ένα τουρνουά, είχε μία περιπέτεια, που έμεινε στην …ιστορία του σκραμπλ ως ένα διασκεδαστικό περιστατικό. «Την ώρα της επιβίβασης στο αεροπλάνο αισθάνθηκα μία αδιαθεσία. Με ανέλαβε το ιατρικό επιτελείο του αεροδρομίου και διαπιστώθηκε ότι η πίεσή μου ήταν αυξημένη. Μου είπαν ότι θα με οδηγήσουν στην αίθουσα αναμονής για να με παραλάβει κάποιος από την οικογένειά μου κι εγώ τους είπα πως κάτι τέτοιο αποκλείεται, διότι πρέπει οπωσδήποτε να ταξιδέψω στη Θεσσαλονίκη. Παρά τις διαφωνίες τους, τους έπεισα ότι πρόκειται για κάτι σημαντικό και με πήγαν την τελευταία στιγμή στο αεροπλάνο, όπου μπήκα αφού με ανέβασε ένα ανυψωτικό μηχάνημα, την ώρα που αυτό τροχιοδρομούσε ήδη, λίγο πριν την απογείωσή του. Για την ταλαιπωρία αυτή με αποζημίωσαν οι διοργανωτές του τουρνουά της Θεσσαλονίκης, χαρίζοντάς μου ένα έργο τέχνης», θυμάται η «βασίλισσα Ελισάβετ» του σκραμπλ, όπως την αποκαλούν οι φίλοι της, καθώς είναι εντυπωσιακή η ομοιότητά της με την αγέραστη μονάρχη του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η κ. Νικολοπούλου σε όλη της τη ζωή θυμάται να έχει «μανία» με τη γλώσσα και τις λέξεις. «Δεν άφηνα ποτέ, καμία λέξη να μείνει άγνωστη, να μην ψάξω τη ρίζα της, από πού προέρχεται και τι θέλει να μας πει. Όταν με ρωτούσαν τι δώρο θέλω, τους ζητούσα εγκυκλοπαίδειες και λεξικά, αυτά ήταν η αγάπη μου», τονίζει. Στο σκραμπλ, εκτός από καλούς φίλους, βρήκε και ένα χόμπι που εξέλιξε τη σχέση της με τη γλώσσα, αν και παραδέχεται το μεγάλο της μειονέκτημα, που, συχνά, της στοιχίζει …καλύτερες επιδόσεις. «Δεν μπόρεσα ποτέ να παίξω στρατηγικά και με την τεχνική του αγωνιστικού σκραμπλ, αφού από μία όμορφη λέξη και μια άλλη με πολλούς πόντους, πάντα διάλεγα την όμορφη…», παραδέχεται.
Σε ηλικία 57 ετών είχε την πρώτη του επαφή με το σκραμπλ και ο 72χρονος σήμερα Δημήτρης Παπαϊωάννου από τη Θεσσαλονίκη. Αν και «μαλωμένος» σε όλη του τη ζωή με τα γράμματα και τις λέξεις, με το παιχνίδι αυτό, όπως λέει, κατάφερε ν’ αγαπήσει αυτό που έως τότε αποτελούσε για τον ίδιο πρόβλημα.
«Κάθε χρόνο στο σχολείο έμενα μετεξεταστέος στα νέα και στα αρχαία ελληνικά και γενικώς οι βαθμοί μου ήταν κοντά στη βάση σε όλα τα μαθήματα που απαιτούσαν διάβασμα. Με τη δε ορθογραφία, το πρόβλημα ήταν ακόμη πιο έντονο και οι εκθέσεις μου είχαν μείνει στην ιστορία του τμήματός μου ως οι πιο …κόκκινες, γιατί αν υποθέσουμε ότι έγραφα τριάντα λέξεις, ήταν και οι τριάντα διορθωμένες με κόκκινο στιλό από την καθηγήτρια», θυμάται ο κ. Παπαϊωάννου.
Αριστούχος ωστόσο στα μαθηματικά, πρωταθλητής Ελλάδος στο μπάσκετ και Βαλκανιονίκης, πέρασε άνευ εξετάσεων στη γυμναστική ακαδημία, αλλά επέλεξε να σπουδάσει μηχανικός και συνέχισε να διατηρεί το τεχνικό γραφείο του πατέρα του μέχρι το 2016, οπότε και βγήκε στη σύνταξη. Τρεις δεκαετίες μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο μάλιστα, σε μία σχολή γονέων, συνειδητοποίησε ότι η αδυναμία του στο διάβασμα και στο γράψιμο, οφείλονταν στο γεγονός ότι είχε δυσλεξία και διάσπαση προσοχής.
Με τη γνώση αυτή της ιδιαιτερότητας, αποδέχτηκε ευκολότερα την πρόκληση να γραφτεί στον Όμιλο Σκραμπλ Θεσσαλονίκης (ΟΣΘ). «Είδα μία φορά στην τηλεόραση έναν συνεργάτη μου από την Καστοριά, να μιλά γι’ αυτό το παιχνίδι, το οποίο δεν ήξερα ούτε ως όνομα. Στην επόμενη συνάντησή μας τον ρώτησα περί τίνος πρόκειται κι αυτός με παρέπεμψε στον όμιλο που είχε μόλις συσταθεί στην πόλη μου», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Έτσι λοιπόν από το 2006 είμαι μέλος του ΟΣΘ και από την πρώτη στιγμή ένιωθα ότι είναι τιμή που με δέχτηκαν στην παρέα τους άνθρωποι που ήξεραν πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, ήταν σπουδαίο που έπαιζα μαζί τους και με τον καιρό βελτίωσα σημαντικά την ορθογραφία μου», συμπληρώνει.
Εκτός τους κανόνες της ορθογραφίας όμως, γνώρισε και πολλούς νέους φίλους, από επαγγελματικούς κλάδους με τους οποίους έως τότε δεν είχε συναναστραφεί. «Τον κύκλο μου αποτελούσαν πάντα μηχανικοί και αθλητές. Μέσα στον όμιλο γνώρισα δημοσιογράφους, δικηγόρους, εκπαιδευτικούς, που για μένα ήταν καινούργια πρόσωπα με καινούργιες ιδέες», επισημαίνει.
Όπως δηλώνει ο ίδιος με διάθεση αυτοσαρκασμού, στα δεκαπέντε χρόνια που παίζει σκραμπλ είναι πολύ λιγότερα από …δεκαπέντε τα παιχνίδια που έχει κερδίσει. «Μπορεί να χάνω, αλλά αυτό δεν με αποθαρρύνει. Ξέρω ποιος είμαι, ξέρω ποιες είναι οι δυνατότητές μου, μου αρέσει η όλη διαδικασία και μου αρέσει που με βοηθά να βελτιώνομαι», λέει χαρακτηριστικά. Μάλιστα, είχε σταθερή παρουσία σε πολλά διασυλλογικά τουρνουά. «Αφού μπήκα στο …χορό, ήθελα να χορέψω και έδινα το “παρών” κάθε χρόνο σε Αθήνα, Καστοριά, Πτολεμαΐδα, Βέροια και όπου αλλού γινόταν διοργανώσεις», εξηγεί. Από το 2018 ωστόσο ζει το μισό χρόνο στο νησί της συντρόφου του, την Κάλυμνο, ενώ και η πανδημία της Covid-19 τον απομάκρυναν από το αγαπημένο του παιχνίδι, αλλά όχι εντελώς! «Έχω βρει πρόθυμους ανθρώπους, κυρίως εκπαιδευτικούς, για να ιδρύσουμε ομάδα σκραμπλ στην Κάλυμνο, κάτι που καθυστέρησε λόγω κορονοϊού. Επίσης, παραμένω μέλος στον Όμιλο Σκραμπλ Θεσσαλονίκης και σε λίγο καιρό που θα επιστρέψω για το χειμώνα, σίγουρα θα πηγαίνω για να παίζω παιχνίδια», δηλώνει. Έως τότε, παίζει με το σκραμπλ που κουβαλάει πάντα μαζί του απέναντι στη σύντροφό του, που όπως λέει χαριτολογώντας, αν και έχει λιγότερη εμπειρία από τον ίδιο, επίσης καταφέρνει να τον κερδίζει…
Καλοκαίρι του 1994 και στις διακοπές του στην Άφησσο του Βόλου, ο Γιώργος Χασιώτης από την Καστοριά, βλέπει δύο νεαρούς να παίζουν στην παραλία ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με γράμματα. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται κάθε επόμενο απόγευμα. Του κινεί την περιέργεια και πλησιάζει τους παραθεριστές. «Τους ρώτησα τι ακριβώς παίζουν, γιατί αρχικά νόμιζα πως είναι παιχνίδι για μικρά παιδιά. Μου φάνηκε ενδιαφέρον, παρακολουθούσα την εξέλιξή του και την τελευταία μέρα έπαιξα μαζί τους μία παρτίδα», λέει ο κ. Χασιώτης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το αμέσως επόμενο φθινόπωρο, από σύμπτωση βλέπει στο καφέ που διατηρούσαν δύο φίλες του να βρίσκονται στα ράφια τρία ίδια παιχνίδια με αυτό που έπαιξε στην παραλία, διαθέσιμα για τους πελάτες που ήθελαν να παίξουν σκραμπλ. «Το επόμενο διάστημα μαζευόμασταν συστηματικά κάποια άτομα που μας άρεσε το συγκεκριμένο επιτραπέζιο και παίζαμε, σημειώνοντας τις βαθμολογίες μας και κρατώντας στατιστικά», θυμάται. Ο τρόπος που έπαιζαν τότε, στην πρώτη τους επαφή με το σκραμπλ, ήταν όπως ορίζεται από τον κατασκευαστή του παιχνιδιού, με έως και τέσσερα άτομα πάνω από το ίδιο ταμπλό. «Τα διαθέσιμα σκραμπλ ήταν τρία και οι ενδιαφερόμενοι να παίξουν ήταν πολλοί περισσότεροι, με αποτέλεσμα κάποιοι να …περισσεύουν. Έτσι οι ιδιοκτήτριες αναγκάστηκαν να αγοράσουν άλλα τόσα», σημειώνει.
Με τον καιρό, σύμφωνα με τον κ. Χασιώτη και αφού δημιουργήθηκε ένας πυρήνας ανθρώπων που αγάπησαν τη συγκεκριμένη ενασχόληση, ήρθε η ιδέα να γίνει ο πρωτοπόρος όμιλος σκραμπλ στην Ελλάδα, ο Όμιλος Σκραμπλ Καστοριάς (ΟΣΚ). «Συστάθηκε ένα νόμιμο σωματείο με καταστατικό λειτουργίας και πλέον παίζαμε ένας εναντίον ενός, με κανόνες που θεσπίστηκαν και με συγκεκριμένα λεξικά για τις λέξεις που θα ήταν στο εξής αποδεκτές. Έτσι δεν υπήρχαν πια διαφωνίες πάνω στο παιχνίδι», εξηγεί.
Ο ίδιος, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το αυστηρά αγωνιστικό σκέλος του σκραμπλ. Παραμένει έως και σήμερα, στα 70 του χρόνια, ένας ερασιτέχνης, που δεν στοχεύει στη νίκη, αλλά στην απόλαυση του παιχνιδιού και στη ανάπτυξη σχέσης με τον συμπαίκτη του. «Το κέρδος που αποκόμισα και συνεχίζω να αποκομίζω τα σχεδόν τριάντα χρόνια που παίζω σκραμπλ, είναι οι νέοι φίλοι που έχω αποκτήσει, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι επιπλέον πραγματικοί φίλοι», υπογραμμίζει. «Η χαρά του παιχνιδιού και της παρέας, πολλαπλασιάζεται όταν συμμετέχω σε ένα τουρνουά που γίνεται σε άλλη πόλη και βλέπω ανθρώπους που έχουμε καιρό να ανταμώσουμε και περνάμε υπέροχες στιγμές όλοι μαζί», συμπληρώνει.
Ο Γιώργος Χασιώτης επαγγελματικά ασχολήθηκε αρχικά με το ξυλεμπόριο, στη συνέχεια γενικότερα με το εμπόριο και με τα φορτηγά που είχε η οικογένειά του ταξίδεψε σε όλα τα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Σήμερα, αν και θεωρητικά ανήκει στην τρίτη ηλικία, νιώθει πολύ νεότερος και γι’ αυτό συνεχίζει να εργάζεται στη γουνοποιία του γαμπρού του. Όσο για τον ελεύθερο χρόνο του, που είναι πλέον περισσότερος, τον αφιερώνει και πάλι στο σκραμπλ. «Ανυπομονώ να υποδεχτούμε σε λίγες μέρες τη νέα …σκραμπλική χρονιά στον ΟΣΚ και να αρχίσουμε το εσωτερικό μας πρωτάθλημα. Μέχρι τότε, ανοίγω λεξικά, ψάχνω να βρω άγνωστες και μεγάλες λέξεις και τις σημειώνω για να τις μάθω», λέει χαρακτηριστικά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ