Η Πίτσα Παπαδοπούλου μιλώντας με τον Τάσο Τρύφωνο, ανέδειξε τις σημαντικές στιγμές της ζωής της. Με συγκινητική ειλικρίνεια, αναφέρθηκε στην τραγική απώλεια του αδελφού της, ενώ μίλησε για τα παιδικά της χρόνια, τη μετακόμισή της στην Αθήνα, αλλά και η αφετηρία της στον τομέα της μουσικής.
Πίτσα Παπαδοπούλου: Η τραγωδία
«Ο γιος μου είναι 39 ετών και του έχω αδυναμία. Τώρα αυτός δεν είναι κοριτσάκι, είναι ολόκληρος άντρας που έχει πιάσει τη ζωή στα χέρια του. Μένει μακριά, στη Χαλκιδική. Με στεναχωρεί αλλά άμα είναι ευτυχισμένος ας είναι και μακριά. Θαυμάζει τη Πίτσα Παπαδοπούλου, αυτό μπορώ να το πω!
Η μαμά μου ήταν καπνεργάτρια, ο μπαμπάς μου αγρότης. Μπορεί να μην είχαμε πολλά αλλά δεν ξέρω να έχω στεναχωρηθεί για αυτό που δεν είχα. Ακόμα και τώρα που είμαι μεγάλη γυναίκα, δεν θυμάμαι να πείνασα. Δεν θυμάμαι να μην είχα…Ίσως δεν ήθελα κάτι παραπάνω, δεν έχω πικρία όπως ακούω πολλούς ανθρώπους. Δεν μπορώ να το πω αυτό το πράγμα. Εγώ γνώρισα τέσσερα αδέλφια. Η μαμά μου έκανε και κάποια άλλα παιδιά τα οποία πέθαναν. Τα γεννούσε αλλά έφευγαν ενός ή δύο ετών. Όταν ήρθαν οι γονείς των γονιών μου το 1922 εγκαταστάθηκαν κοντά στην Πτολεμαΐδα, σε ένα χωριό. Εκεί ήρθαν οι παππούδες και ήταν και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου. Μετά ήρθε η μαμά μου στη Θεσσαλονίκη.
Το ένα από τα αδέλφια μου το είχε πατήσει το τραμ σε ηλικία 7-8 ετών. Είχαμε τρία χρόνια διαφορά με τον αδελφό μου. Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα γιατί είχα την αδελφή μου που ήταν πιο μεγάλη από εμάς. Εκτός του μεγάλου μου αδελφού που ήταν αρραβωνιασμένος και έμενε στης νύφης μου το σπίτι. Η αδελφή μου μας φρόντιζε και μας έπαιρνε και μας πήγαινε για μπάνιο στην Αγία Τριάδα. Ήταν το Miramare και κάναμε μπάνιο. Ανέβηκε το παιδί ενδιάμεσα στα δύο τραμ και ο ελεγκτής του χτύπησε τα χέρια και έπεσε μέσα και το πάτησε το τρένο. Δεν ήξερε και πολύ, ήταν σταματημένο, μια στάση ήταν όλο. Μπήκε ενδιάμεσα στα δύο τρένα, του χτύπησε τα χέρια και το έκανε το άλλο που ερχόταν…το διέλυσε το παιδί. Δεν έγινε κάτι με τον εισπράκτορα, δεν πήγε φυλακή. Ενώ έγινε δικαστήριο, δεν έγινε κάτι. Έχασε η μαμά μου, δεν κέρδισε τίποτα. Να κερδίσει ένα συγγνώμη δηλαδή.
Η μαμά μου ήταν πολύ δυνατή γυναίκα. Μας μεγάλωσε τα παιδιά της όλα μόνη της. Δεν μπορώ να πω πολλά για τότε αλλά μέχρι τώρα που το συζητάμε αισθανόμαστε κάπως. Και η μαμά μου ακόμη τόσα χρόνια που πέρασαν.. Η γυναίκα ήρθε από τη δουλειά της και της είπαν το παιδί σας το πάτησε το τραμ. Και η αδελφή μου κρύφτηκε για να μην τη δει η μαμά και την δείρει. Είχαν ευθύνη εκείνη την εποχή τα μεγαλύτερα παιδιά. Δεν έφταιγε εκείνη βέβαια για κάτι. Του χτύπησε του παιδιού τα χεράκια. Δεν μπορούσε να κατέβει γιατί ήταν το τρένο σε κίνηση. Έπρεπε να σταματήσει για να κατέβει».
Πίτσα Παπαδοπούλου: H καριέρα
«Καμιά φορά δεν πρέπει να λέμε και πολλά πράγματα. Μου έλειπε το πατρικό πρότυπο από το σπίτι. Δεν είχα πολύ καλή σχέση με τον πατέρα μου. Με τη μαμά μου ήμασταν πιο κοντά.
Η μαμά μου ήταν πολύ δραστήριος άνθρωπος και με τον μεγάλο μου αδελφό ήρθαν στην Αθήνα για να κάνουν μια καλύτερη ζωή. Ήρθε η γυναίκα στην Αθήνα, παρόλα αυτά άνοιξε και ένα μαγαζί στην Πατησίων με ένα μανάβικο με τον αδελφό μου. Και εγώ ήρθα να τους δω για δύο μέρες από τη Θεσσαλονίκη και έμεινα όλη μου τη ζωή. Ο αδελφός μου αγαπούσε πολύ το τραγούδι, είχε κι αυτός ωραία φωνή και έκανε βόλτα στα μπουζουκάδικα. Και όταν ήρθε να τους δω για να φύγω, μου είπε “Πάμε να σε ακούει ο δάσκαλος”. Εγώ δεν ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, δεν μου άρεσε ποτέ. Του λέω “Πάμε, αφού το θέλεις!”. Πήγαμε, με άκουσε και πήρε θάρρος ο αδελφός μου να με πάει στο Αιγάλεω.
Το τραγούδι το λάτρευα αλλά η δουλειά δεν μου άρεσε και την κάνω μέχρι τώρα. Πού να μην μου άρεσε κιόλας! Μου είπε “Τώρα δεν πας πουθενά, θα σε πάω στον Ζαμπέτα”. Με ακούει ο Ζαμπέτας, του άρεσα. Ήμουν 16-17 χρονών τότε. Του τραγούδησα “Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια”, τα απωθημένα που έχει κάθε παιδί.
Μόλις με ακούει, μου λέει “Το βράδυ θα έρθεις να τραγουδήσεις στο δικό μου μαγαζί”. Εγώ φοράω εν τω μεταξύ, ήμουν κοριτσάκι, ούτε τακούνια, ούτε τίποτα. Του λέω “Πώς θα έρθω; Φοράω ίσια παπούτσια. Βραδινό φόρεμα δεν έχω”. Πήγα στην ξαδέρφη μου, πήρα ένα φουστάνι, κάτι τακούνια δανεικά για να κάνω την δεσποινίδα εκεί και τραγούδησα το πρώτο βράδυ που έπιασα μικρόφωνο. Σε ένα μαγαζί που λεγόταν Ξημερώματα στην Πατησίων με τον Ζαμπέτα. Και από τότε είμαι στην Αθήνα, δεν έχω φύγει».