Μετά από δύο δεκαετίες κοινής ζωής με τον σύντροφό της, η Δήμητρα βρίσκεται σε ένα σημείο όπου η ανάγκη για επιβεβαίωση της δέσμευσης μέσω του γάμου έχει γίνει πιεστική. Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση να καταλάβει γιατί δεν έχει γίνει ακόμα η μεγάλη κίνηση, η Δήμητρα αναζητά συμβουλές που θα της επιτρέψουν να προσεγγίσει το θέμα με τον σύντροφό της με κατανόηση και ανοιχτό διάλογο. Παρακάτω ακολουθεί η εξομολόγηση της.
“Γνώρισα τον Αναστάση πριν δυο δεκαετίες σε μια παρέα και από τότε είμαστε μαζί και αχώριστοι. Εγώ ήμουν στα 16 και αυτός στα 17. Ήμασταν ακόμη παιδιά.
Πηγαίναμε τότε στο ίδιο σχολείο. Μετά το σχολείο και τα μαθήματα πηγαίναμε μαζί βόλτες με το μηχανάκι του και σχεδόν κάθε βράδυ συναντιόμασταν με τους άλλους φίλους και συμμαθητές μας. Οι γονείς μας το ήξεραν όλα, ότι κάναμε πολύ παρέα, αλλά δεν έφερναν αντίρρηση γι΄ αυτό, εφόσον ήμασταν εντάξει με τις σχολικές υποχρεώσεις μας.
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, τελειώσαμε και οι δυο το πανεπιστήμιο και σαν φοιτητές μείναμε μαζί. Ήμασταν πλέον ζευγάρι και η σχέση μας είχε ωριμάσει. Βασικά εμείς μεγαλώσαμε μαζί και ωριμάσαμε μαζί. Βρήκαμε καλές δουλειές και όλα έδειχναν πως κάποια στιγμή θα παντρευτούμε. Όμως από τότε πέρασαν 20 χρόνια. Άλλαξαν και τα πιστεύω μας. Εγώ έγινα πιο συντηρητική και αυτός πιο ελεύθερος στις ιδέες του. Εγώ ήθελα γάμο και αυτός ήταν κατά του γάμου και αυτού του παλιομοδίτικου θεσμού, όπως έλεγε. “Ποιός λογικός άνθρωπος παντρεύεται σήμερα;” μου έλεγε.
Εγώ τώρα έγινα 36 και αυτός 37. Όμως κάθε φορά που αναφέρομαι στον γάμο, αλλάζει κουβέντα. Όταν κάποια στιγμή τον κάθισα κάτω και του είπα ότι άρχισε να χτυπάει το βιολογικό μου ρολόι και ότι θέλω να γίνω μητέρα μου είπε κάτι που δεν το είχα φανταστεί. Μου είπε ότι αυτό δεν ήταν απαραίτητο να γίνει μετά από έναν γάμο και ότι τώρα οι καιροί άλλαξαν. Αν και δεν ξέρει αν θα είναι καλός πατέρας, θα μπορούσαμε, είπε, να κάνουμε ένα παιδί και να υπογράψουμε ένα σύμφωνο συμβίωσης!
Συχνά μου αράδιαζε ένα σωρό άλλες δικαιολογίες όπως, ότι,τώρα πια η ζωή είναι πολύ ακριβή και ότι δύσκολα μεγαλώνεις ένα παιδί. Εξ’ άλλου δεν θα ήθελε να μην μπορεί να του δώσει όλα τα απαραίτητα εφόδια και σπουδές στο εξωτερικό. Έφτασε στο σημείο να μου πει ότι σε τέτοιους καιρούς που ζούμε, που να φέρουμε παιδί στον κόσμο. Θα υπάρχει κόσμος; ‘Δεν βλέπεις γύρω μας τι γίνεται;’
Εγώ όμως θέλω να ελπίζω στο καλύτερο για το μέλλον. Θέλω να παντρευτώ παραδοσιακά όπως έκαναν και οι παππούδες μου και οι γονείς μου. Να βάλω το λευκό μου νυφικό και να ανέβω τα σκαλιά της εκκλησίας. Θέλω να κάνω πολλά παιδιά και να τα μεγαλώσουμε με αξίες, μαζί σαν καλοί γονείς.
Τώρα όμως μετά από τόσα χρόνια τι να ελπίζω;”