Ο Παναγιώτης Πασχαλάκης, ο πατέρας του 10χρονου Μιχαήλ που σκοτώθηκε το καλοκαίρι του ’14 στη Μύκονο κάνοντας φουσκωτή μπανάνα, και δημιούργησε στη μνήμη του τον οργανισμό Safe Water Sports έγραψε ένα βιβλίο για τον γιο του.
Συγκεκριμένα στο βιβλίο «Μιχαήλ. Οι άγγελοι έχουν φτερά» που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2019 αφορά μία εκ βαθέων εξομολόγηση του πατέρα, που ξεκίνησε λίγες μέρες μετά τον θάνατο του παιδιού του ύστερα από παραίνεση κάποιας ψυχολόγου. Επί έναν ολόκληρο χρόνο έγραφε ασταμάτητα.
«Με έμαθες περισσότερα από όσα εγώ πρόλαβα να σε διδάξω. Κατάφερες να μας ταρακουνήσεις, να μας βγάλεις από τον λήθαργο που ζούσαμε. Να μας κάνεις να κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας. Να αλλάξουμε προτεραιότητες και αξίες. Να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι, λιγότερο εγωιστές… Τώρα πια δεν με φοβίζει ο θάνατος γιατί γνωρίζω ότι θα είναι η στιγμή εκείνη που θα σε σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου και θα σου ψιθυρίσω ότι όλη μου τη ζωή περίμενα την ώρα που θα σμίξουμε και πάλι. Ο μπαμπάς σου» είναι ορισμένα από τα λόγια του πατέρα.
Ο Παναγιώτης Πασχαλάκης συγκλονίζει περιγράφοντας την στιγμή που έμαθε πως ο γιος του είναι νεκρός: «Θέλω να εξαφανιστώ από τον κόσμο τούτο. Θέλω να βρεθώ εκεί που είναι ο γιος μου αυτήν τη στιγμή. Θέλω να πάω μαζί του… Το αισθάνθηκα από την πρώτη ακριβώς στιγμή που ο αδερφός μου έσκυψε στο αυτί μου, με αγκάλιασε σφιχτά και μου ψιθύρισε τη φράση “Παναγιώτη… Ο Μιχαήλ είναι νεκρός…”. Καθισμένος στην άμμο, ένα ζωντανό ανθρώπινο ερείπιο, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το συντριπτικό χτύπημα της μοίρας που μόλις είχα δεχθεί. Η ανάσα μου ήταν βαριά. Τη μια στιγμή είσαι ζωντανός, την επόμενη ακριβώς ένας ζωντανός νεκρός. Έκλαιγα ασταμάτητα.
“Θέλω να δώσω ένα τέλος σε όλα”, σκεφτόμουν. Δεν έχει κανένα νόημα πια η ζωή. Θέλω να βρω το παιδί μου. Τώρα! Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Φρίκη. Με συγκλόνιζε μία απέραντη φρίκη. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Το παιδί μου, που το πρωί γέλαγε δίπλα μου, που το πρωί με φίλησε και μου είπε “καλημέρα” δεν ήταν πια μαζί μου. Πώς γυρίσαμε στην Αθήνα, πώς πήγα στην κηδεία του παιδιού μου, πώς πέρασαν τα πρώτα εικοσιτετράωρα δεν μπορώ να τα διηγηθώ. Το σοκ από ένα τέτοιο τραυματικό γεγονός σμπαραλιάζει το μυαλό. Το αρνητικό συναισθηματικό φορτίο που συσσωρεύεται έτσι ξαφνικά προκαλεί αμνησία. Τα ηρεμιστικά που έπαιρνα ήταν τόσα πολλά ώστε οι λειτουργίες του εγκεφάλου μου είχαν σχεδόν ανασταλεί».
Σε άλλο σημείο αναφέρεται: «Πόσο θα ήθελα να μπει ο Μιχαήλ, όπως συνήθως την Κυριακή και στις αργίες, και να μου πει: “Μπαμπά, ξύπνα, έλα πάνω. Εγώ έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα και σε περιμένω”. Κάποιες φορές όταν συνέβαινε αυτό δυσανασχετούσα, άλλες του απαντούσα μισοκοιμισμένος: “Αγόρι μου, άσε με λίγο ακόμα, λίγο μόνο να κοιμηθώ και μετά θα ανέβω πάνω μαζί σου. Και το μωρό μου, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκανε αυτό που του ζητούσα. Περίμενε υπομονετικά. Τώρα κοιτάω την πόρτα του υπνοδωματίου και βουρκώνω. Είναι ακίνητη. Στέκει εκεί για να μου υπενθυμίζει ότι αυτό που σκέφτομαι δε θα ξανασυμβεί ποτέ πια. Ο Μιχαήλ δεν ζει. Το λέω στον εαυτό μου για να τον κάνω να συνέλθει».
«Ο δικός μου Μιχαήλ, το παιδί που ήταν η ζωή μου, το φως μου, η ευτυχία μου, το νόημα της ζωής μου… Οταν τον σκέφτομαι εκεί ακίνητο, οι αναμνήσεις τρελαίνονται μέσα μου. Σαν άλογα αφηνιασμένα, επαναφέρουν στη μνήμη μου νωπές εικόνες από τη ζωντάνια του, το μόνιμο τρεχαλητό του, τις κινήσεις του, το αεικίνητο σουλούπι του… Ποτάμι κυλούσαν τα δάκρυα στο πρόσωπό μου. Το σώμα μου έτρεμε, σφιγγόταν, σαν κάποια αόρατη δύναμη να προσπαθούσε να με κουλουριάσει. Αντιδρούσα, μαχόμουν τον πόνο που θέριευε μέσα μου. Με τα δάχτυλά μου πίεζα τα μάτια μου να σταματήσουν το κλάμα, χτυπούσα νευρικά το πόδι μου στο έδαφος. Δεν ήμουν ένα σώμα πια. Κομμάτια ξεχωριστά ο εαυτός μου. Χέρια, πόδια, στομάχι, κόκαλα. Καθένα ζούσε τον πόνο του με τον δικό του τρόπο…».
Ο Παναγιώτης Πασχαλάκης οδήγησε στα δικαστήρια τους ενόχους για τον θάνατο του παιδιού του και απέκτησε ανάσες ζωής μέσα από τη γέννηση δύο παιδιών:
«Η φωνή του γιατρού με έκανε να ανατριχιάσω. “Συγχαρητήρια”, μου είπε. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι η γυναίκα σας είναι έγκυος. Η εξωσωματική προσπάθεια πέτυχε. Συγχαρητήρια και πάλι”. Η είδηση με αιφνιδίασε. Στο άκουσμα του νέου αυτού πάγωσα. Η αμηχανία με κυρίευσε. Προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε μόλις συμβεί. Άλλη μια πρωτόγνωρη κατάσταση ξεπρόβαλε μπροστά μου. Η σκέψη μου έτρεξε αμέσως στη μέρα, δέκα χρόνια περίπου πριν, όταν η ίδια είδηση έκανε το πρόσωπό μου να φωτιστεί… Μπορεί ποτέ το φως να συνυπάρχει με το σκοτάδι; Στη φύση σίγουρα όχι. Στην ψυχή μου όμως ναι. Οδηγώ προς το σπίτι μόνος μου, μία μόλις μέρα μετά τον ερχομό των παιδιών μου στον κόσμο. Η υπερένταση έχει χτυπήσει κόκκινο. Πώς ήταν η ζωή μου πριν από έναν χρόνο, πώς έγινε, πού βρίσκομαι τώρα. Κλαίω και δεν ξέρω το γιατί. Είναι δάκρυα χαράς; Είναι το ξέσπασμα της τεράστιας πίεσης που μήνες ασφυκτιά μην μπορώντας να βρει οδό διαφυγής από μέσα μου; Είναι το ότι ο Μιχαήλ μου λείπει αφόρητα κάθε στιγμή; Είναι όλα αυτά μαζί; Αναρωτιέμαι πώς έφτασα μέχρι εδώ. Ποια αόρατη δύναμη με τράβηξε; Μου φαίνεται απίστευτο να το έκανα εγώ μόνος μου».
«Αγαπημένο μου παιδί… Με τη βοήθεια του Θεού και τη δύναμη που εσύ μας έδωσες, ξαναφτιάξαμε την οικογένειά μας, στήσαμε τη ζωή μας ξανά μέσα από τις στάχτες…»
Έλεγες πάντα ότι το μόνο που σου έλειπε ήταν ένα αδερφάκι. Είχες δίκιο και το ήξερα πολύ καλά. Δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω ότι ο αδερφός σου έφυγε και αυτός από τη ζωή λίγες μέρες αφότου γεννήθηκες. Τώρα είμαι σίγουρος ότι είναι και εκείνος πάλι μαζί σου. Γνωρίζω ότι επιθυμία σου είναι οι μέρες μας να γεμίσουν ξανά παιδικές φωνές, γέλια και χαρές. Ο ερχομός των καινούριων αδερφών σου στο σπίτι μας να γίνει η αφορμή να λάμψει και πάλι η ευτυχία και η γαλήνη στο πρόσωπό μας. Ο πόνος για σένα βέβαια δεν θα φύγει ποτέ από την ψυχή μας. Είσαι αναπόσπαστο μέρος του εαυτού μας όπου και αν βρισκόμαστε… Με έμαθες περισσότερα από όσα εγώ πρόλαβα να σε διδάξω. Κατάφερες να μας ταρακουνήσεις, να μας βγάλεις από τον λήθαργο που ζούσαμε. Να μας κάνεις να κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας. Να αλλάξουμε προτεραιότητες και αξίες. Να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι, λιγότερο εγωιστές… Τώρα πια δεν με φοβίζει ο θάνατος γιατί γνωρίζω ότι θα είναι η στιγμή εκείνη που θα σε σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου και θα σου ψιθυρίσω ότι όλη μου τη ζωή περίμενα την ώρα που θα σμίξουμε και πάλι. Ο μπαμπάς σου».