Συζυγοκτόνος: Έχουν περάσει 33 χρόνια από την υπόθεση που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, όπου και 37χρονη μετέβη στην Ασφάλεια Αττικής για να ομολογήσει τη δολοφονία του συζύγου της.
Η τότε 37χρονη, έχοντας συνεπιβάτη τον νεκρό 45χρονο σύζυγό της, κατευθύνθηκε στην Ασφάλεια Αττικής, όπου και λίγο μετά τις 5.00 τα ξημερώματα ομολόγησε το έγκλημα που είχε διαπράξει. «Έπνιξα τον άντρα μου. Τον έχω εδώ στο αυτοκίνητο. Ήρθα να παραδοθώ» φέρεται να δήλωσε σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου» στις αρχές.
Η γυναίκα λίγες ώρες αργότερα άρχισε να αφηγείται τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ. Με τον άντρα της ήταν παντρεμένοι 20 χρόνια και είχαν αποκτήσει τρία παιδιά. Εκείνος δούλευε τα πρωινά σε μία εταιρεία και εκείνη τις νύχτες σε μία χαρτοπαικτική λέσχη ως σερβιτόρα. Προς τα τέλη της χρόνια, η κίνηση στα μαγαζιά αυτά είναι πάντα αυξημένη, έτσι η 37χρονη είχε πολλή δουλειά.
Ωστόσο το βράδυ της 28ης προς 29ης Δεκεμβρίου, ενώ εργαζόταν, είδε το αυτοκίνητο του 45χρονου να σταματά έξω από τη λέσχη. Μπήκε στο μαγαζί έτοιμος για καβγά και απαίτησε από τη γυναίκα του να τον ακολουθήσει. Εκείνη, προκειμένου να αποφύγει τις φασαρίες, τον ακολούθησε. Μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί του και ο 45χρονος άρχισε να οδηγεί με κατεύθυνση τον Ωρωπό. Σε όλη τη διαδρομή την έβριζε και τη χτυπούσε. Όπως κατέθεσε η ίδια επί 22 χρόνια η ζωή μαζί του ήταν ένα μαρτύριο.
Ο άντρας της ήταν βίαιος, άπιστος και την κακοποιούσε, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Ωστόσο, εκείνο το βράδυ έμοιαζε να έχει βγει εκτός εαυτού. Πάρκαρε το αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία και πρόσταξε την γυναίκα να κατέβει. Μόλις εκείνη υπάκουσε, άρχισε να της βγάζει τα ρούχα με τη βία ενώ την απειλούσε: «Απόψε ετοιμάσου να πεθάνεις!».
Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε η 37χρονη, την έδεσε με ένα καλώδιο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και συνέχισε να βιαιοπραγεί. Έπειτα, την ανάγκασε να μπει και πάλι στο αμάξι, έβαλε μπρος τη μηχανή και της είπε: «Θα σε πάω στην Ομόνοια και θα σε σκοτώσω».
Μόλις ο 45χρονος σταμάτησε για λίγο στην άκρη του δρόμου στο ύψος της Μαλακάσας, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία. Τον άρπαξε από τη γραβάτα και τον έσφιξε με όλη της τη δύναμη, μέχρι που τον άφησε αναίσθητο. Στη συνέχεια του έβγαλε τη γραβάτα, την τύλιξε στο λαιμό του σαν θηλιά και συνέχισε να τον σφίγγει. Σταμάτησε μόνο όταν σιγουρεύτηκε πως ήταν νεκρός. Όπως ισχυρίστηκε, δεν σκέφτηκε στιγμή να διαφύγει. Τον μετακίνησε στη θέση του συνοδηγού και πήγε κατευθείαν να παραδοθεί.
Μετά την απολογία της, η 37χρονη συνελήφθη και οδηγήθηκε στις γυναικείες φυλακές. Στις προανακριτικές καταθέσεις παραδέχθηκαν ότι ζούσαν με το φόβο μήπως κάποια μέρα ο πατέρας τους δολοφονούσε τη μάνα τους. Παρομοίως, πολλοί φίλοι και συγγενείς επιβεβαίωσαν ότι ο 45χρονος ήταν βάναυσος και επικίνδυνος.
Το δικαστήριο ξεκίνησε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, αρχές Δεκεμβρίου 1990. Η συμπαράσταση της κοινής γνώμης προς το πρόσωπο της καθ’ ομολογία δολοφόνου ήταν πρωτοφανής. Οι δικαστές είχαν αποφασίσει ομόφωνα την αθώωση της γυναίκας, με το σκεπτικό ότι βρισκόταν σε πλήρως νόμιμη άμυνα.
«Ευχαριστώ τους δικαστές που με πίστεψαν, σκέφτηκαν με συναίσθημα και κατάλαβαν ότι το έγκλημά μου δεν το επιδίωξα. Ήταν ξαφνικό. Θα με σκότωνε αν δεν τον σκότωνα. Ακόμα δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη να το κάνω», δήλωσε στους δημοσιογράφους η γυναίκα όταν η δικαστική της περιπέτεια είχε πια τελειώσει.
Πηγή: mixanitouxronou.gr