Ένας 65χρονος που κάποτε κέρδισε εκατομμύρια σε κλήρωση Λόττο, μιλά για τη ζωή του μετά το «χρυσό» δελτίο.
Συγκεκριμένα σήμερα ο 65χρονος μιλά για άγνωστες πτυχές της προσωπικής του ζωής, τα παιδικά του χρόνια μέχρι και τη στιγμή που βρέθηκε με ένα πακτωλό χρημάτων.
«Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος, κέρδιζε πολλά λεφτά, δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζούσαμε μία πολύ καλή ζωή. Ήμασταν δύο αγόρια και δύο κορίτσια στην οικογένεια, έχουν πεθάνει όλοι και έχω μείνει μόνο εγώ. Στο σχολείο πανέξυπνος, αλλά όχι μελετηρός. Δεν άνοιξα ποτέ μου βιβλίο, δεν έγραψα ποτέ μου σε τετράδιο. Όλα με την παράδοση» δήλωσε και πρόσθεσε:
«Πάντα πηγαίναν όλα καλά, μετά ήρθε η κατάρα να κερδίσω από ένα τυχερό παιχνίδι πολλά λεφτά, τα οποία χαθήκανε μέσα σε τρεις μήνες για να βοηθάω άλλους. Όταν έχεις πολλά λεφτά ξαφνικά είναι κατάρα γιατί δεν ξέρεις ποιος είναι ο φίλος σου, ποιος είναι ο γνωστός σου, γιατί έρχεται να σου μιλήσει…».
Ο άνδρας που μένει στη Ρόδο συνέχισε λέγοντας: «Όσο κρυφό και να το κρατήσεις, θα μαθευτεί. Η συγχωρεμένη η μάνα μου έλεγε: ‘’ο βήχας και το χρήμα δεν κρύβονται’’. Κι εγώ χωρίς να κάνω τίποτα, όλα για τους άλλους. Με πήρε η κατηφόρα. Δούλεψα σαν χορευτής, σαν μπάρμαν δεν είχα πρόβλημα να κάνω και άλλες δουλειές και μέχρι σήμερα δεν έχω. Δεν με φοβίζει η δουλειά. Απλά κάποιες συγκυρίες… Τα χρήματα χάθηκαν από την καλή μου την καρδιά. Έδωσα σε συγγενείς σε φίλους… Έδωσα εκατομμύρια για κατασχέσεις που θα τους κάνανε, άλλα για να ανοίξουν μαγαζιά… και στο τέλος άκουσα τα ευχαριστώ! Τα τελευταία 15 χρόνια δεν μπορώ να ορθοποδήσω. Όλοι ζητάνε υπαλλήλους μέχρι 29 χρονών και εμείς που μεγαλώνουμε…».
«Μέχρι το Δήμο έφτασα τρία δίμηνα και ένα τετράμηνο να σκουπίζω δρόμους. Δεν είχα πρόβλημα. Για τόσο μικρό διάστημα δούλεψα τα τελευταία 15 χρόνια. Και έφτασα στο σημείο να ζω με 200 ευρώ που δίνει το κράτος στους άνεργους και άστεγους».
«Χθες πήρα τηλέφωνο για συσσίτιο και μου είπαν ότι δεν φτάνουν οι μερίδες και θα με βάλουν στην αναμονή για μετά από δύο-τρεις μήνες. Και μετά πήρα στο Κοινωνικό Παντοπωλείο που έπαιρνα παλιά, και θα ξανακάνω τα χαρτιά μου για να πάρω τρόφιμα από το Κοινωνικό Παντοπωλείο. Μόνιμη κατοικία δεν έχω πουθενά. Γι αυτό είμαι λίγο εδώ, λίγο σε άλλο χωριό, όπου μπορώ να πάω για να βολευτώ. Όπου βρίσκω φαγητό εκεί πάω, μέχρι να δω τι θα κάνω στο τέλος.
«Όταν ήμουν 17 χρονών είχε σκοτωθεί του Ωνάση ο γιος. Και είπα μέσα μου «κοίτα το παιδάκι τώρα, αν δεν είχε ο πατέρας του λεφτά δεν θα έπαιζε με αεροπλανάκια, να πέσει να σκοτωθεί». Ένα – δύο χρονιά μετά, πεθαίνει ο Έλβις Πρίσλεϊ. Από ναρκωτικά, απ’ ό,τι λένε. Και λέω: Τον δις, τετράκις εκατομμυριούχο δεν τον έσωσαν τα λεφτά, τον πολυεκατομμυριούχο τον Έλβις Πρίσλεϊ δεν τον έσωσαν τα λεφτά, και καπάκι στα 19 μου, ενώ ήμουν φαντάρος, σκοτώνεται ο αδελφός μου. Που κι εμείς ήμασταν μία οικογένεια που οι πολυτέλειες δεν μας έλειπαν. Και λέω «και οι τρεις, δυο μέτρα λάκκο πήρανε». Άρα γιατί ζούμε; Και είπα στον εαυτό μου: από αυτή τη στιγμή θα ζω το κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου. Όχι το κάθε λεπτό ή την επόμενη μέρα, Όνειρα κάνω μέχρι και σήμερα που είμαι 65, αλλά ζω το κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου».