Η Μιράντα Ζαφειροπούλου, ένα όνομα που στιγμάτισε την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, είναι μια γυναίκα που έχει αφήσει το στίγμα της τόσο στον χώρο της ομορφιάς όσο και στην προσωπική της ζωή.
Στα 21 της χρόνια, το 1968, κέρδισε τον τίτλο της Σταρ Ελλάς, ένας τίτλος που ήρθε μαζί με τη διάκριση του «κοριτσιού με το ωραιότερο μαυρισμένο χρώμα» – ένα ειδικό βραβείο από μια σειρά καλλυντικών.
Εδώ και χρόνια έχει επιλέξει να απέχει από τα φώτα της δημοσιότητας και προτιμά να περνά τον χρόνο της παρέα με καλούς φίλους και συναδέλφους της σε ήσυχα ταβερνάκια.
«Η Μιράντα είναι μια χαρά, κουκλάρα, και δεν αναλώνεται σε κοσμικές εμφανίσεις και ανούσιες συζητήσεις που αφορούν τα προσωπικά, τα δικά της και των άλλων. Όπως πάντα λατρεύει το καλό θέατρο και κάνει επιλεκτικές θεατρικές εξόδους, όπως πέρυσι το καλοκαίρι που πήγε στην Επίδαυρο για να παρακολουθήσει την παράσταση του “Οιδίποδα επί Κολωνώ” σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κόκκου και την εντόπισαν οι φωτογράφοι στο αρχαίο θέατρο, στο πλευρό του Σταμάτη Φασουλή», είχε πει στην Espresso, για την ακριβοθώρητη κυρία του θεάτρου και του κινηματογράφου φίλος της.
Ενδεικτικό του πόσο ακριβοθώρητη είναι η ηθοποιός είναι ότι δεν είχε πάει ούτε να παρακολουθήσει ούτε την παράσταση «Μαριχουάνα Stop», η οποία ήταν βασισμένη στο ομώνυμο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, όπου η ίδια κρατούσε τον ρόλο της Μελίτας Καμβύση, μιας πλούσιας γυναίκας η οποία -σύμφωνα με το σενάριο- ενδιαφερόταν να αγοράσει ένα σπίτι στην Πλάκα για να στεγάσει τον έρωτά της με τον Τόλη Βοσκόπουλο.
«Τον ρόλο που παίζω τον έχει υποδυθεί η υπέροχη Μιράντα Ζαφειροπούλου, που ελπίζουμε να έρθει να μας δει στην παράσταση», είχε πει τότε η Βίκυ Κουλιανού, η οποία κρατούσε τον ρόλο.
Η Μιράντα Ζαφειροπούλου, ήταν και παραμένει φυσικά μια εντυπωσιακή και πανύψηλη γυναίκα με ωραίο βλέμμα. Το 1964 άρχισε τη συνεργασία της με το Εθνικό στην τραγωδία «Ικέτιδες» συμμετέχοντας στον Χορό των Δαναΐδων. Τέσσερα χρόνια μετά συμμετείχε στα καλλιστεία και κέρδισε τον τίτλο της Σταρ Ελλάς ενώ συνεργαζόταν ήδη με το Πειραϊκό Θέατρο και τον Δημήτρη Ροντήρη, γεγονός που της δημιούργησε πρόβλημα στη συμμετοχή αμέσως μετά την εκλογή της στα διεθνή καλλιστεία Μις Υφήλιος, που τότε διοργανώνονταν στο Μαϊάμι των ΗΠΑ.
Από την αρχή ο Ροντήρης, που δεν είχε και την καλύτερη γνώμη για τα καλλιστεία και πίστευε ότι μια ηθοποιός δεν πρέπει να παίρνει μέρος σε τέτοιους διαγωνισμούς, δεν ήταν σύμφωνος με τη συμμετοχή της. Πόσο μάλλον όταν εκείνη κέρδισε τον τίτλο -αλλά και το έπαθλο ενός πολυτελούς διαμερίσματος αξίας 240.000 δραχμών τότε, καθώς και δώρα συνολικής αξίας 300.000 δραχμών!- και ήταν υποχρεωμένη να μεταβεί στο εξωτερικό την ίδια χρονική περίοδο που ήταν προγραμματισμένο να εμφανιστεί σε παράσταση με το Πειραϊκό Θέατρο.
Μάλιστα, ο Ροντήρης έκανε προσφυγή στην Επιτροπή Αδείας Εξασκήσεως του επαγγέλματος του ηθοποιού κατά της Ζαφειροπούλου, αλλά εκείνη πήγε τελικά στα διεθνή καλλιστεία. Δεν κέρδισε τον επίζηλο διεθνή τίτλο, μπήκε όμως στις 15 φιναλίστ και επιστρέφοντας στην Ελλάδα ασχολήθηκε ενεργά με το ποιοτικό θέατρο.
Την ίδια χρονιά που εκλέχτηκε Σταρ Ελλάς συμμετείχε στη δραματική ταινία του Νίκου Φώσκολου «Η λεωφόρος του μίσους» (1968), με πρωταγωνιστή τον Κώστα Καζάκο, και στην ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού «Ο τυχεράκιας» (1968) με τον Κώστα Χατζηχρήστο.
Ακολούθησαν η ταινία «Ο αχαΐρευτος» (1970) του Μάρκου Μαλλιαράκη, με τον Σωτήρη Μουστάκα, και το αγαπημένο μιούζικαλ του Δαλιανίδη, που προαναφέραμε.
Η καλύτερη εμφάνισή της από τηλεοπτικής πλευράς ήταν το 2004 στη ΝΕΤ, στη σειρά του Κώστα Κουτσομύτη «Τα παιδιά της Νιόβης», όπου υποδύθηκε τον ρόλο της Δανάης Ιωαννίδου.
Όσο για το θέατρο, η Μιράντα Ζαφειροπούλου -σε πείσμα όλων εκείνων που θεωρούσαν ότι μια ωραία, και δη εστεμμένη, δεν θα μπορούσε να είναι και καλή ηθοποιός- έχει να επιδείξει ένα πλούσιο βιογραφικό με τη συμμετοχή της σε σπουδαίες παραστάσεις του Εθνικού θεάτρου, όπως είναι πολλές αρχαίες τραγωδίες, έργα των Αντον Τσέχοφ, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Τενεσί Ουίλιαμς, Ευγένιου Ιονέσκο, Αρθουρ Μίλερ και πολλών άλλων σημαντικών ξένων και Ελλήνων συγγραφέων. Η Μιράντα υπηρέτησε ανελλιπώς το Εθνικό από το 1971 ως το 2002.