Ο Κώστας Χατζηχρήστος, με 186 ταινίες στο ενεργητικό του, έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο. Οι ταινίες του εξακολουθούν να προκαλούν γέλιο και να τις αγαπούν μικροί και μεγάλοι!
Κώστας Χατζηχρήστος: Η Ιστορία με τον Λοχαγό
Ο Κώστας Χατζηχρήστος, που είχε παντρευτεί πέντε φορές και είχε πολλές σχέσεις, όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου, «Ο Χατζηχρήστος τα λέει όλα» (1991), είχε μεγάλη αγάπη για τον στρατό. Υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο και είχε γίνει ανθυπολοχαγός.
«Μου άρεσε ο στρατός, ήθελα να γίνω αξιωματικός και τελικά έγινα. Θυμάμαι ότι στη Σύρα έβγαιναν οι ανθυπασπιστές και μετά στην Καβάλα οι ανθυπολοχαγοί. Αυτό έκανα κι εγώ και τελικά έγινα ανθυπολοχαγός. Εκεί με έπιασε και ο πόλεμος».
«Εσύ τι σκατά θες εδώ;»
«Πήγα στην Αλβανία και χιλιοταλαιπωρήθηκα γιατί μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο, έπαθα κρυοπαγήματα, αλλά ευτυχώς ελαφριάς μορφής. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να περπατήσω. Τότε με έστειλαν στα μετόπισθεν, μετά στο Πόγραδετς και μετά στην Κορυτσά. Εκεί στην Κορυτσά ήταν ένας λοχαγός “κέρατο” που μισούσε τους νεαρούς αξιωματικούς λες και του ‘χαν σκοτώσει τη μάνα. Μόλις βλέπει, μου λέει με ειρωνεία: “Ρε συ, τι σκατά θέλεις εδώ; Εσύ με αυτά τα πόδια μέχρι πατινάζ κάνεις. Τι κρυοπαγήματα μας λες; Θα σε στείλω πίσω”».
Το Καφενείο και η Οχράνα
Ο Χατζηχρήστος, ενώ ήταν στο νοσοκομείο, έβλεπε απέναντι ένα καφενείο όπου δούλευε η Οχράνα, μια όμορφη γυναίκα. «Δεν ξεκόλλαγα τα μάτια μου απ’ αυτό το καφενεδάκι κι ο λόγος ήταν η αδελφή του “κεφάλα”, η Οχράνα. Γυναίκα, κουκλί σκέτο. Αμάν λέω αυτή έτσι και τη στείλεις στο μέτωπο αιχμαλωτίζει τρεις μεραρχίες Ιταλών μαζί με τον οπλισμό τους. Κλέβω δέκα μεταξωτές ιταλικές κουβέρτες και τις πάω πεσκέσι στον αδελφό της Οχράνα. Έτσι έγινα κολλητός με την Οχράνα και περνάγαμε ζάχαρη. Έλα όμως που ο ταψοκεφαλάς ο αδελφός της άρχισε να με βυζαίνει κανονικά». Και όχι μόνο, καθώς η Οχράνα του είπε να κλέβει περισσότερες κουβέρτες γιατί έπρεπε να βγάζει κι αυτός λεφτά. 19 χρονών ήταν…».
Στην Αίγυπτο, όπου βρέθηκε με τον θίασο, ανακάλυψε το ουίσκι και τον παράτησε η πρώτη του γυναίκα για έναν γιατρό.
Τα Χαστούκια στον Βέγγο
Μια αξέχαστη σκηνή από την ταινία «Ηλίας του 16ου» ήταν τα χαστούκια στον Θανάση Βέγγο. «Θυμάμαι σε αυτή την ταινία τα βάσανα που πέρασε ο Θανάσης εξαιτίας μιας σκηνής του έργου που έπρεπε να φάει ένα χαστούκι… Νομίζω πως ο Θανάσης είναι ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός με τεράστια επιμονή και υπομονή. Το πρόβλημα άρχισε όταν έπεσε το πρώτο χαστούκι. Τότε ο Βέγγος από τη δύναμη έφυγε από την κινηματογραφική μηχανή. Αρχίσαμε ξανά. Πάλι έφυγε από τη μηχανή. Φαπ. Μανούλα! Και άντε από την αρχή, φαπ. Μανούλα.
Περίμενε κάθε λίγο και λιγάκι μετά από το χαστούκι όλο το συνεργείο και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας Αλέκος Σακελλάριος πότε θα συνέλθει ο Βέγγος από το χαστούκι. Με τη συναίνεση του Βέγγου τα χαστούκια έπρεπε να είναι αληθινά. Στο μεταξύ η ώρα περνούσε και η σκηνή δεν τέλειωνε. Άσε που αρχίσαμε να μακιγιάρουμε τον Θανάση γιατί το μάγουλό του είχε κατακοκκινίσει από τα χαστούκια. Δεν θα το πιστέψετε αλλά έτσι με το χαστούκι φάγαμε ολόκληρη ημέρα. Και επιτέλους ένα από τα χαστούκια ήταν πετυχημένο…». Οι δυο τους δεν ξανά μίλησαν ποτέ!
Η Ταινία που του Άλλαξε τη Ζωή
Ο Χατζηχρήστος δεν έζησε πλουσιοπάροχα και έχασε πολλά χρήματα, κυρίως από την ταινία «Ο ταχυδρόμος προχωράει». «Κάνω μια ταινία με τον τίτλο “Ο ταχυδρόμος προχωράει” και ελαφρώς καταστρέφομαι οικονομικά. Δηλαδή τι ελαφρώς, που μου άλλαξε τα φώτα. Τώρα πώς τα έτρωγα; Μη ρωτάτε. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι δεν τα ‘φαγα τα λεφτά μόνος μου. Πάντα με συνεργάτες, φίλους και γνωστούς. Ποτέ μόνος μου. Αλλά τα πιο χοντρά λεφτά χαθήκανε σε δουλειές θεατρικές και κινηματογραφικές».
Είχε πει μάλιστα κιόλας πως «εγώ δεν παίρνω ούτε μία δραχμή παρόλο που οι ταινίες μου είναι σε συνεχή προβολή. Και έφτασε στο σημείο μέσα σε μία βδομάδα να παιχτούν τρεις ταινίες μου μαζεμένες. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι και κονομάνε, αλλά πάντως είναι άδικο για ‘μένα. Ο κόσμος μπορεί βλέποντας τις ταινίες μου να νομίζει ότι ο Χατζηχρήστος τα κονομάει χοντρά. Λάθος. Άλλοι τα κονομάνε και όχι εγώ. Και γι’ αυτό εκφράζω κάποιο παράπονο γι’ αυτή τη μεταχείριση».
Κώστας Χατζηχρήστος: Η καριέρα που ξεκίνησε από τους Ναζί, οι δόξες, η αδικία, ο ξεπεσμός και το πικρό τέλος
Ο Κώστας Χατζηχρήστος, ήταν Έλληνας ηθοποιός, από τους σημαντικότερους κωμικούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
O Κώστας Χατζηχρήστος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1921. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και μετά τους τουρκικούς διωγμούς εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Καβάλα κι ύστερα στη Θεσσαλονίκη.
Λίγο μετά τη γέννηση του Κώστα, η πολύτεκνη οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Παγκρατίου.
Η καριέρα που ξεκίνησε από τους Ναζί
Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, καθώς ήταν το ενδέκατο παιδί προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, μετά την προτροπή της οικογενείας του, μπήκε στη στρατιωτική σχολή της Σύρου. Εκεί τον βρήκε η εισβολή των Ιταλών το 1940 και θα βρεθεί στο μέτωπο. Συνέχισε να μάχεται και στη γερμανική εισβολή.
Για κάτι που έκανε κατά των ναζί και πλέον δεν υπάρχει περίπτωση να μάθουμε, θα βρεθεί κυνηγημένος από τους Γερμανούς, να κρύβεται σε κάποια θεατρική παράσταση, αλλά όχι ανάμεσα στους θεατές. Το πηγαίο θεόσταλτο ταλέντο του, θα τον βάλει ανάμεσα στους ηθοποιούς, πάνω στη σκηνή, να αυτοσχεδιάζει όσο χρειάζεται μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί. Ο Κώστας Χατζηχρήστος ανακαλύπτει ότι το ταλέντο του, η φύση του δεν είναι για στρατώνες, αλλά για το θεατρικό σανίδι.
Τα πρώτα βήματα και ο… «Θύμιος»
Η οικογένεια είχε μετακομίσει στο Παγκράτι και πλέον μετά το τέλος της κατοχής άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα, αρχικά σε μπουλούκια και πολύ γρήγορα να υπηρετεί το βαριετέ στο θρυλικό θέατρο του Πειραιά «Μισούρι».
Στο «Βερντέν» ο Κώστας Χατζηχρήστος έκανε και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο ρόλο του βλάχου Θύμιου, ένα ρόλο που εμπνεύστηκε ο αδελφός της συζύγου του, ο Κώστας Νικολαΐδης, της συγγραφικής τριάδας Νικολαΐδη – Ελευθερίου – Λυμπερόπουλου.
Ο Χατζηχρήστος που θα υπηρετήσει τον χαρακτήρα του «βλάχου» σχεδόν ως το τέλος της σταδιοδρομίας του, θα απογειωθεί όταν θα συστήσει το δικό του θίασο το 1952 και θα συνεργαστεί με την Καίτη Ντιριντάουα, μετέπειτα σύζυγό του και τον μπριλάντε κωμικό Κούλη Στολίγκα.
Η πρώτη του εμφάνιση ήταν στον «Πύργο των Ιπποτών» το 1952, ενώ το 1955 θα παίξει σε τέσσερις ταινίες, μεταξύ των οποίων στην «Γκόλφω» και στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας».
Η οικονομική καταστροφή του κωμικού
Παρά την τεράστια επιτυχία του και ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Χατζηχρήστος δεν παραμέρισε ποτέ το θέατρο.
Μάλιστα, το 1961 απέκτησε και τη δική του θεατρική στέγη, το περίφημο «Θέατρο Χατζηχρήστου» στο οποίο αποθεώθηκε από πλήθη θαυμαστών, αλλά ταυτόχρονα έμελλε να του δώσει τις μεγαλύτερες στεναχώριες και να τον καταστρέψει οικονομικά.
Αδικημένος
Ο Κώστας Χατζηχρήστος αποτελεί ακόμη παράδειγμα ηθοποιού, ενός απίστευτου ταλέντου, που αδικήθηκε κατάφωρα από το ελληνικό σινεμά. Αν εξαιρέσουμε τις πέντε – δέκα καλές ταινίες που γύρισε κυρίως την χρυσή πενταετία 1958-1963, ο Κώστας Χατζηχρήστος γύρισε πλήθος από κακές ταινίες, πολλές για να ξεπληρώσει τα χρέη του στο θέατρο.
Μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταφορά από το θέατρο αποτελούν: «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957), «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963) και «Της Κακομοίρας» (1963).
Το πικρό τέλος
Ο Κώστας Χατζηχρήστος, μετά από τις στιγμές δόξας και μιας ζωής γλεντιού, κατέρρευσε όταν έχασε την γυναίκα του Ελένη Πανταζή, σε μικρή ηλικία, αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα ήταν όταν έχασε το «Θέατρο Χατζηχρήστου».
«Ο θάνατος της τρίτης γυναίκας μου με έκανε κομμάτια. Άρχισα να πίνω χωρίς κανένα μέτρο. Ζούσα μόνο για να πίνω. Αρρώστησα. Χάθηκα από τη θεατρική ζωή. Έπινα συντροφιά με τον σκύλο μου».
Τελευταία του εμφάνιση εκείνη την περίοδο της απομόνωσής του ήταν στην επιθεώρηση «Ανδρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα».
Άφησε την τελευταία του πνοή το πρωινό της Τετάρτης, στις 3 Οκτωβρίου του 2001, έπειτα από νοσηλεία δυο μηνών σε νοσοκομείο με λοίμωξη του αναπνευστικού, σε ηλικία 80 ετών.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ