Μία προσωπική εξομολόγηση για τη στιγμή που ένιωσε κατώτερη επειδή η μητέρα της είναι καθαρίστρια έκανε η παρακάτω γυναίκα.
«Βρέθηκα σε μία συγκέντρωση συναδέλφων ερευνητών, μία έξοδο τύπου business and pleasure. Να πιούμε ένα ποτό, να τα πούμε λίγο, να γνωριστούμε και να χωρίσουμε αρμοδιότητες στο χαλαρό, αφού το αντικείμενό μας, ας μην πούμε τι, έχει και χρονικά περιθώρια και ελευθερία κινήσεων για συνεντεύξεις, συλλογή στοιχείων και τα λοιπά.
Σε κάποια φάση η συζήτηση γύρισε στις οικογένειες μας και την καταγωγή. Προτίμησα να ακούω και σώπαινα ακούγοντας τις ιστορίες τους. Εγώ έχω μεγαλώσει μόνο με τη μαμά μου, η οποία έχει κάνει τα πάντα για εμένα. Για να μη μου λείψει τίποτα, για να μάθω μια δεύτερη ξένη γλώσσα, για να σπουδάσω και να έχω μία ζωή καλύτερη από το φτωχικό μας ισόγειο κάπου στην επαρχία.
Στη μάνα μου χρωστάω τα πάντα, κάθε μου κύτταρο και κάθε μου νίκη και μέχρι να βγει στη σύνταξη, δούλεψα και εγώ και σπούδαζα παράλληλα, χωρίς να με πολυνοιάζει αν θα χάσω έτος, μόνο και μόνο για να είμαστε καλά. Ε, αυτό το πρόδωσα απόψε.
Όταν η κουβέντα γύρισε σε εμένα εγώ δεν είχα μπαμπά καθηγητή ή μαμά εφοριακό ή εισαγγελέα ή γιατρό. Η δική μου μητέρα ήταν καθαρίστρια και με μεγάλωσε μόνη της. Και το είπα. Και όλοι μου χαμογέλασαν και μου άγγιξαν το χέρι, μία κοπέλα με αγκάλιασε κιόλας και τι ωραίο που ήταν αυτό που είπα..!
Μπορεί να είναι το κόμπλεξ μου, αλλά ρε κορίτσια όλο το βράδυ μετά ένιωθα ότι με θεωρούσαν, πώς να το πώ; Λιγότερη. Ενώ φαινομενικά αντέδρασαν ΟΚ, μετά κάπως σα να μην είχα λόγο στη συζήτηση, σα να μη μου απευθύνονταν. Ενώ δεν έκαναν κάτι μπαμ καραμπινάτο, κάπως με έκαναν να ντραπώ που η μαμά μου ήταν καθαρίστρια, αλλά όχι και ακριβώς, δεν μπορώ να το περιγράψω, αλλά έτσι ένιωσα.
Και εκεί αισθάνομαι ότι πρόδωσα τη μαμά μου. Ότι δεν είπα πόσο περήφανη νιώθω και πόσο την αγαπάω. Και κάπου βαθιά μέσα μου εύχομαι να το έλεγε το βλέμμα μου, η γλώσσα του σώματος, κάτι. Κάτι από αυτό που δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν κατάφερα η ίδια να το πω και με έχει ταράξει τόσο πολύ».
ΑΠΟ ΤΗΝ – Λ. Κ. Ν.