Σήμερα, 26 Ιουλίου, συμπληρώνονται 32 χρόνια από τον θάνατο της αξέχαστης Τζένης Καρέζη, μιας από τις πιο αγαπημένες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Η Τζένη Καρέζη, με την εξαιρετική της ικανότητα να παίζει εξίσου καλά το δράμα και την κωμωδία, κέρδισε την αγάπη του ελληνικού λαού.
Γεννημένη στην Αθήνα, η Τζένη Καρέζη αποφοίτησε με άριστα από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ξεκίνησε τη λαμπρή της καριέρα το 1954 με το θεατρικό έργο «Ωραία Ελένη», δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Την ίδια χρονιά, έπαιξε μαζί με την Κατίνα Παξινού στο έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα».
Η Τζένη Καρέζη ήταν όχι μόνο μια κορυφαία ηθοποιός, αλλά και μια γυναίκα που αγαπήθηκε βαθιά από τον ελληνικό λαό. Εκτός από τον σύζυγό της Κώστα Καζάκο και τον γιο της Κωνσταντίνο, την Καρέζη λάτρεψε όλη η Ελλάδα, όπως εκφράζεται στα λόγια του Κώστα Καρυωτάκη: «Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται».
Το 1955 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στην ταινία ”Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” ενώ στη μέχρι το τέλος της ζωής της πρωταγωνίστησε σε 33 ταινίες με πολλές από αυτές να θεωρούνται διαχρονικές. ”Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος” (1960), ”Τα κόκκινα φανάρια” (1963), ”Λόλα” (1964), ”Δεσποινίς Διευθυντής” (1964), ”Τζένη Τζένη” (1965), ”Μια τρελή τρελή οικογένεια” (1965), κ.ά.
Συνέχισε να εργάζεται στο Εθνικό Θέατρο έως το 1959. Στην πορεία της στο ελεύθερο θέατρο σταθμός παραμένει η παράσταση ”Το μεγάλο μας τσίρκο” του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και σκηνοθεσία του Κώστα Καζάκου με τον οποίον συμπρωταγωνιστούσε. Τα τραγούδια ερμήνευε ο Νίκος Ξυλούρης και έκανε πρεμιέρα το καλοκαίρι του 1973.
Η Τζένη Καρέζη συνέχισε να ανεβάζει πληθώρα σπουδαίων έργων στο θέατρο ”Αθήναιον” μαζί με τον σύζυγό της Κώστα Καζάκο έως τη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο και το θάνατό της το 1992.
Η αγαπημένη ηθοποιός είχε μιλήσει για το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη ”Διαμάντια και μπλουζ” το οποίο ανέβασε τη θεατρική περίοδο 1990-1991 και έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα της.
Η αγαπημένη ηθοποιός μιλά για το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη ”Διαμάντια και μπλουζ” το οποίο ανέβασε τη θεατρική περίοδο 1990-1991 και έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα της. Περιγράφει την σημασία του έργου της σπουδαίας συγγραφέως και κάνει έναν απολογισμό για την πορεία της στο θέατρο θέτοντας ως αφετηρία το ανέβασμα του ”Μεγάλου μας τσίρκου” του Καμπανέλλη. Ακόμη, μιλά για την απόφασή της να πρωταγωνιστήσει σε έργο Έλληνα συγγραφέα έπειτα από 15 χρόνια, μετά το έργο ”Ο εχθρός λαός” (1975) του Καμπανέλλη και αναφέρεται επιγραμματικά στις παραστάσεις κλασσικού ρεπερτορίου τις οποίες επέλεγε τα προηγούμενα χρόνια.
Στην τελευταία της επιστολή προς τον Τύπο, δυόμισι μήνες πριν χάσει τη μάχη με τη ζωή, η Τζένη Καρέζη έγραψε για την μάχη που έδινε με τον καρκίνο:
“Τρία χρόνια τώρα ταλαιπωρούμαι με σοβαρό πρόβλημα στην υγεία μου. Με φωτεινά διαλείμματα βέβαια, και με ενδιάμεσο τον περσινό χειμώνα, και την ευτυχία να παίξω το αριστούργημα της Λούλας Αναγνωστάκη “Διαμάντια και μπλουζ” στο θέατρο “Αθήναιον” και να αγαπηθεί τόσο το έργο, η παράσταση και εγώ προσωπικά από το αθηναϊκό κοινό.
Ο θεός του θεάτρου για άλλη μια φορά στάθηκε καλός και γενναιόδωρος μαζί μου και πίστευα ότι αυτή η ευτυχία θα συνεχιζόταν και φέτος. Ότι θα επαναλαμβάναμε το “Διαμάντια και μπλουζ” στο θέατρό μας και ότι στη συνέχεια θα το παρουσιάζαμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν στάθηκε δυνατόν. Δυστυχώς.
Και πέρασα ένα ολόκληρο χειμώνα ανάμεσα Αθήνα-Λονδίνο δίνοντας μάχη με την αρρώστια μου και έχοντας πάντα μαζί μου τον ακριβό μου σύντροφο Κώστα Καζάκο και τον μονάκριβό γιό μου Κωνσταντίνο. Στις πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής, ο κάθε άνθρωπος λειτουργεί διαφορετικά. Άλλος ξορκίζει το κακό φωνάζοντας, άλλος βγάζοντας προς τα έξω την απελπισία του, άλλος σιωπώντας και μαχόμενος καρτερικά .Αυτή η τελευταία είναι και η δική μου περίπτωση.
Μαζί με την οικογένειά μου θα αγωνιστώ για την υγεία μου, για τη ζωή μου και για την επάνοδό μου στη σκηνή. Ευχαριστώ τον Τύπο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για τη διακριτική τους στάση, ευχαριστώ όλο τον κόσμο, ανώνυμους και επώνυμους για τη συμπαράσταση και την αγάπη τους και ας είναι σίγουροι ότι όλες μου οι προσπάθειες είναι να ξαναβρεθώ κοντά τους μέσω της δουλειάς μου.
Επίσης αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω την εκπληκτική ομάδα των γιατρών του ουρολογικού τμήματος του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου για την ετοιμότητα με την οποία αντιμετώπισαν το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι την καινούρια και μάλλον επικίνδυνη περιπέτεια της υγείας μου. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τους θεράποντες γιατρούς μου καθηγητή Νίκο Δαβίλα και τον γιό του Ηλία Δαβίλα για το επιστημονικό τους κύρος, τη βαθιά ανθρωπιά τους και το θερμό ενδιαφέρον με το οποίο με περιέβαλαν.
Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Ν’ αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω…Φιλικότατα
ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ”.
Συμπληρώνονται 34 ολόκληρα χρόνια από τον χαμό της αξέχαστης Τζένης Καρέζη στις 27 Ιουλίου 1992, μετά από μια ανδρεία μάχη με τον καρκίνο.
Η εξαιρετική ηθοποιός με τα απαράμιλλα μάτια στον κινηματογράφο άφησε τον κόσμο στα 53 της χρόνια, αφήνοντας πίσω της ένα ανεξίτηλο ίχνος στην τέχνη της.
Η Χρυσούλα Μύττη, επίσης ηθοποιός, αποκάλυψε σε μια παλαιότερη συνέντευξη ότι η Τζένη Καρέζη είχε ένα μεγάλο όνειρο που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει πριν από τον θάνατό της…
Τα γεγονότα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1988, όταν η Τζένη Καρέζη ανέλαβε έναν από τους πιο σημαντικούς και απαιτητικούς ρόλους στον παγκόσμιο θεατρικό χώρο, υποδυόμενη τη Λιουμπόβα στο έργο «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ. Παρά τη θερμή υποδοχή του κοινού, το θέατρο έκλεισε τον Μάρτιο του 1989, καθώς η Τζένη Καρέζη ήταν αναγκασμένη να αναχωρήσει επειγόντως για το Λονδίνο, καθώς τα συμπτώματα που είχε εδώ και καιρό δεν είχαν λάβει τη δέουσα προσοχή από τον γυναικολόγο της.
Η τελευταία επιθυμία της Τζένης Καρέζη αναφερόταν στο να επισκεφθεί το αγαπημένο της εξοχικό, τον επίγειο παράδεισο όπως τον αποκαλούσε. Καθημερινά, αντιμετώπιζε τη σκληρή πραγματικότητα της ασθένειάς της, ελπίζοντας ότι η αλλαγή του περιβάλλοντος θα φέρει κάποια ανακούφιση. Η εντυπωσιακή μονοκατοικία στην Τσαγκαράδα Πηλίου, με τα πλατάνια να περιβάλλουν το χώρο και το ρυάκι να διακοσμεί την αυλή με τα βότσαλα που είχε συγκεντρώσει η ίδια από τις ακρογιαλιές, ήταν ο τόπος που της έδινε ηρεμία και απομάκρυνε κάθε έγνοια.
Κατά τη διάρκεια της δύσκολης αυτής μάχης, εύχετο ότι η παρουσία της εκεί θα έφερνε την αναγκαία ανάκαμψη για την υγεία της, στοχεύοντας στο θαύμα που όλοι περίμεναν να γίνει πραγματικότητα.
«Την άνοιξη του ’92, όταν πια οι γιατροί δεν έδιναν καμία ελπίδα, ήθελε να κάνει ένα ταξίδι στο εξοχικό της. Νομίζω ότι πίστευε πως εκεί όλα θ’ αλλάξουν. Ήταν το ορμητήριό της. Έλεγε πως αξιοπρέπεια σημαίνει να αποδέχεσαι ότι δεν είσαι τόσο δυνατός όσο νομίζεις, να αφήνεσαι. Και η Τζένη ήταν τόσο δυνατή ώστε να αφεθεί». Αλλά τελικά, δεν κατάφερε να κάνει αυτό το ταξίδι.
«Δέκα μέρες πριν τον θάνατό της, είχα πάει σπίτι της. Άρρωστη πολύ, μου είχε πει πως ίσως και να ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Καθόταν στην πολυθρόνα της ντυμένη σαν έφηβη, με αθλητικά παπούτσια. Πρώτη φορά την έβλεπα με αυτά τα παπούτσια. Κάπνιζε ασταμάτητα. Με απελπισία, θυμό, για την αδικία, αλλά και με μικρή ελπίδα. Αυτή την εικόνα νομίζω θα κρατήσω μέσα μου. Αυτή περισσότερο από την άλλη, της ηθοποιού που λαμποκοπούσε πάνω στη σκηνή, που θαύμαζε και αγαπούσε ο κόσμος και οι φίλοι της».
Η ηθοποιός έφυγε από τη ζωή χωρίς να καταφέρει να υλοποιήσει την επιθυμία της, παίρνοντας μαζί της αυτό το προσωπικό μυστικό. Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι θα αισθάνεται περήφανη για το γεγονός ότι οι πολιτιστικοί οργανισμοί σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς του Πηλίου συνεχίζουν να διοργανώνουν στο εξοχικό της πολλές παραστάσεις, κρατώντας έτσι ζωντανή τη μνήμη και την προσφορά της στον πολιτιστικό βίο της περιοχής.