Εφάπαξ οικονομική ενίσχυση σε 100.000 αυτοαπασχολούμενους, της τάξεως των 300-350 ευρώ, θα προχωρήσει η κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδηματικά κριτήρια.
Αναμένεται από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων η κατάθεση διάταξης στη Βουλή, η οποία θα προβλέπει την εφάπαξ καταβολή επιδόματος σε περίπου 100.000 δικηγόρους, μηχανικούς και οικονομολόγους.
Ο προϋπολογισμός για την καταβολή του επιδόματος μπορεί να φτάσει έως και 30 εκατ. ευρώ.
Για τη λήψη του επιδόματος θα τεθούν εισοδηματικά κριτήρια, ώστε να το λάβουν οι οικονομικά ασθενέστεροι, ενώ εξετάζεται και το ενδεχόμενο να δοθεί στους νεοεισερχόμενους στο επάγγελμα, δηλαδή σε όσους μπήκαν στην αγορά εργασίας τα τελευταία 5 έτη.
Με την καταβολή του έκτακτου επιδόματος η κυβέρνηση θα υλοποιήσει την δέσμευσή της για την οικονομική ενίσχυση και των αυτοαπασχολούμενων που έχουν πληγεί λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
Η διάταξη του νομοσχεδίου έχει ήδη συνταχθεί, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνει το ακριβές ύψος του επιδόματος, το οποίο θα οριστεί σε μεταγενέστερο χρόνο με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Το επίδομα αποτελεί συνέχεια της στήριξης των 600 ευρώ που είχε παρασχεθεί στους επιστήμονες τους μήνες Απρίλιο και Μάιο για τις επιπτώσεις από τον κορονοϊό.
Η δαπάνη για την καταβολή της ενίσχυσης θα καλυφθεί από τον κλάδο του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξαρτήτως Απασχολουμένων. Συγκεκριμένα οι πόροι για τους πληττόμενους επαγγελματίες θα προέλθουν από χρήματα που έχουν καταβάλλει οι ίδιοι οι επαγγελματίες μέσα από τις ασφαλιστικές τους κρατήσεις. Δικηγόροι, οικονομολόγοι και μηχανικοί καταβάλλουν κάθε μήνα με την ασφαλιστική τους εισφορά, επιπλέον 10 ευρώ υπέρ του κλάδου της ανεργίας τους. Ο κουμπάρας αυτός δεν έχει αξιοποιηθεί ειδικά για τον κλάδο των επιστημόνων. Σύμφωνα με πληροφορίες, μεταξύ των προϋποθέσεων για τη λήψη επιδόματος ανεργίας εξετάζεται να τεθεί ως όρος να μην ασκούν το επάγγελμα για ένα χρόνο έχοντας κάνει διακοπή και έχοντας καταθέσει και την άδεια άσκησης επαγγέλματός τους.
Η ενίσχυση θα είναι αφορολόγητη, δεν θα έχει καμία κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, όπως επίσης δεν κατάσχεται από πιστωτικά ιδρύματα για οφειλές προς αυτά, ούτε συμψηφίζεται με οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα και δεν προσμετράται στο συνολικό, πραγματικό ή τεκμαρτό οικογενειακό εισόδημα.
Χορηγείται εφάπαξ οικονομική ενίσχυση στους δικηγόρους ασφαλισμένους που υπάγονται στον e-ΕΦΚΑ και για τους οποίους, βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν κατά την 31η.12.2016 προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στο τ.ΕΤΑΑ, σύμφωνα με την παρ.2α του άρθρου 44 του ν.3986/2011(Α΄152) και επλήγησαν σημαντικά λόγω των συνεπειών του κορονοίου- Covid-19 και έχουν ήδη ενταχθεί στους πληττόμενους ΚΑΔ σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπ’ αρ. 1054/21.3.2020 υπουργική απόφαση (Β’ 950).
Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή του παρόντος καταβάλλονται από τον δεύτερο κλάδο του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξαρτήτως Απασχολουμένων της παρ.2 του άρθρου 44 του ν.3986/2011(Α΄152).
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζονται το ύψος, οι δικαιούχοι, οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος χορήγησης της οικονομικής ενίσχυσης, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την απόδειξη των προϋποθέσεων χορήγησης, και εξειδικεύονται τυχόν ειδικότερα θέματα για την εφαρμογή του παρόντος.
Η εφάπαξ οικονομική ενίσχυση απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (Α΄152), δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα των τελευταίων και τα ασφαλιστικά ταμεία, όπως επίσης δεν κατάσχεται από πιστωτικά ιδρύματα για οφειλές προς αυτά, ούτε συμψηφίζεται με οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα και δεν προσμετράται στο συνολικό, πραγματικό ή τεκμαρτό, οικογενειακό εισόδημα.