Οι έλεγχοι της ΑΑΔΕ έβγαλαν λαβράκια από πολλούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Εντοπίστηκαν εκατομμύρια ευρώ… άγνωστο από πού προήλθαν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του απολογισμού της ΑΑΔΕ, από τους ελέγχους προσαύξησης περιουσίας και το άνοιγμα λογαριασμών, στη διάρκεια του 2023, βρέθηκαν ενδεικτικά οι ακόλουθες υποθέσεις:
Οι έλεγχοι έγιναν με τα συστήματα που είχε στη διάθεσή της η ΑΑΔΕ, μέχρι το 2023 και συγκεκριμένα:
Πρόκειται για το «Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας» το οποίο θα αξιοποιεί τα δεδομένα του Αρχείου Χρηματοπιστωτικών Προϊόντων και Αναλυτικών Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών, έναντι του οποίου δεν ισχύει κανένα τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο.
Τα στοιχεία που αντλούνται συσχετίζονται με τα δηλωθέντα εισοδήματα των ελεγχόμενων και αναλόγως των ευρημάτων θα καλούν για εξηγήσεις και θα επιβάλουν πρόστιμα. Το BANCAPP θα αντλεί από τις τράπεζες και τα λοιπά χρηματοοικονομικά ιδρύματα, στοιχεία που αφορούν:
Καταθετικούς λογαριασμούς πρώτης ζήτησης.
Καταθετικούς λογαριασμούς προθεσμιακούς.
Χορηγητικούς λογαριασμούς.
Επενδυτικούς λογαριασμούς που περιλαμβάνουν παντός τύπου χαρτοφυλάκια επενδυτικών προϊόντων και αξιογράφων, όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, τραπεζοασφάλιστρα, παράγωγα, Repos κ.λπ.)
Πιστωτικές κάρτες.
Τραπεζικές Θυρίδες.
Λογαριασμούς Πληρωμών.
Προπληρωμένες κάρτες (prepaid).
Ηλεκτρονικά πορτοφόλια.
Τα ποσά που βρίσκει η Εφορία στους τραπεζικούς λογαριασμούς και τα οποία είναι αδικαιολόγητα καθώς δεν προκύπτουν από τα δηλωθέντα εισοδήματα, φορολογούνται με συντελεστή 33%.
Επιπλέον προστίθενται, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης καθώς και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, που εκτοξεύουν τον τελικό λογαριασμό σε επίπεδα άνω του 55% επί του ποσού που βρέθηκε «ακάλυπτο».
Η ΑΑΔΕ δεν αστειεύεται και φροντίζει να παίρνει τα δικά της μέτρα προκειμένου να μην υπάρχουν άνθρωποι που χρωστούν χρήματα προς το Ελληνικό δημόσιο.
Σύμφωνα, λοιπόν, με πληροφορίες μέσα στο επόμενο διάστημα έρχονται βαριές ποινές, ακόμα και φυλάκιση, για όσους έχουν χρέη προς το ελληνικό δημόσιο και δεν τα έχουν αποπληρώσει.
ΑΑΔΕ: Αντιμέτωποι με φυλάκιση θα βρεθούν πολλοί φορολογούμενοι που δεν έχουν πληρώσει χρέη τους προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Σε αυτά τα χρέη μάλιστα, σύμφωνα με την εφημερίδα Δημοκρατία, εντάσσονται πλέον και οι οφειλές που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών οι οποίες επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια, μαζί με τις προσαυξήσεις από τους τόκους, όπως αναφέρει εγκύκλιος της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με την οποία αποσαφηνίζει τις παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
ΑΑΔΕ: Βαριές ποινές για οφειλέτες
Με αυτόν τον τρόπο διευρύνεται ο αριθμός των οφειλετών με χρέη προς το Δημόσιο.
Συγκεκριμένα:
-Για οφειλές άνω των 100.000 ευρώ έρχονται αντιμέτωποι με ποινές φυλάκισης ενός έτους τουλάχιστον.
-Για οφειλές άνω των 200.000 ευρώ, οι ποινές μπορεί να υπερβούν τα τρία έτη.
Ο οφειλέτης γλιτώνει την ποινή φυλάκισης και μένει ατιμώρητος στην περίπτωση που εξοφλήσει ολοσχερώς το χρέος του μέχρι την εκδίκαση του ποινικού σκέλους της υπόθεσής του, σε οποιονδήποτε βαθμό, ή εφόσον εντάξει το χρέος του σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής.
Οι ποινές φυλάκισης ισχύουν, εκτός από τα χρέη προς την Εφορία, και για τα χρέη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αναφέρει η Δημοκρατία.
ΑΑΔΕ: Οι «καμπάνες» για ξέπλυμα
Την ίδια στιγμή, ο νέος Ποινικός Κώδικας προβλέπει αυστηρότερες κυρώσεις για αδικήματα που έχουν να κάνουν με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Το διοικητικό πρόστιμο των 50.000 ευρώ έως 10.000.000 ευρώ διατηρείται ως έχει, ωστόσο αλλάζουν οι χρηματικές ποινές για τις περιπτώσεις που δεν μπορεί να υπολογιστεί το κέρδος της παράβασης – αυξάνονται στα 4.000.000 ευρώ από 1.000.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα, αν η αξιόποινη πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή κάποιο από τα βασικά αδικήματα τελείται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή οντότητας από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της οντότητας και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτών ή έχει εξουσία εκπροσώπησής τους ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο ή στην οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι εξής κυρώσεις:
–Διοικητικό πρόστιμο από 50.000 ευρώ έως 10.000.000 ευρώ. Το ακριβές ποσό του προστίμου ορίζεται κατ’ ελάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του κέρδους που προήλθε από την παράβαση, εφόσον το κέρδος μπορεί να προσδιοριστεί, ή, εφόσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί, σε 4.000.000 ευρώ.
-Οριστική ή προσωρινή, για χρονικό διάστημα από έναν μήνα έως δύο έτη, ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή λύση του νομικού προσώπου ή της οντότητας και θέση αυτού ή αυτής υπό εκκαθάριση.
-Απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου για το ίδιο χρονικό διάστημα.
-Οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, επιδοτήσεις, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του δημόσιου τομέα.
-Το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται πάντοτε, ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων. Οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και όταν το φυσικό πρόσωπο που έχει κάποια από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο ιδιότητες είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις ίδιες πράξεις.
Αν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος ή από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας της πράξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή του βασικού αδικήματος προς όφελος ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της οντότητας, επιβάλλεται αιτιολογημένα στο νομικό πρόσωπο ή στην οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, διοικητικό πρόστιμο από 10.000 ευρώ έως 5.000.000 ευρώ. Το ακριβές ποσό του προστίμου ορίζεται κατ’ ελάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του κέρδους που προήλθε από την παράβαση, εφόσον το κέρδος μπορεί να προσδιοριστεί, ή, εφόσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί, σε 2.500.000 ευρώ.