Στις παραλίες το 2020 θα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τους λουόμενους με την ηλιοθεραπεία, την άμμο και τις ξαπλώστρες, καθώς εγκυμονεί ο κίνδυνος να μολυνθούμε από τον κορονοϊό.
Απάντηση σχετικά με την ηλιοθεραπεία, την άμμο, τις ξαπλώστρες, έδωσαν μιλώντας στο «Πρακτορείο 104,9 FM» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Θαλάσσιας Μικροβιολογίας στο Τμήμα Θαλασσίων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου Αδαμαντία Ευστρατίου και η επίκουρη καθηγήτρια με ειδικότητα στη διαχείριση της παράκτιας ζώνης στο Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών του ίδιου πανεπιστημίου Ράνια Τζωράκη, οι οποίες ενημέρωσαν για όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε σχετικά με τις παραλίες.
«Φέτος θα είναι τόσο ασφαλές να ξαπλώσει κανείς στην άμμο όσο ήταν και πέρυσι, πρόπερσι αλλά και πριν από δέκα χρόνια», λέει η κ. Ευστρατίου, απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με την επιβίωση του νέου κορονοϊού στην καυτή καλοκαιρινή άμμο.
«Στην άμμο μπορεί να “έρθει” ο κορονοϊός, αν κάποιος άρρωστος βήξει και κάποια σταγονίδια καθίσουν πάνω στη σύστασή της. Οι συνθήκες όμως στις ελληνικές παραλίες το καλοκαίρι με την ηλιοφάνεια και τις υψηλές θερμοκρασίες είναι τέτοιες, που αυτός δεν μπορεί να επιβιώσει πάνω στα μικρά σωματίδια της άμμου.
Η επιβίωση ενός ιού που μάλιστα έχει επάνω του και λιπίδια -είναι δηλαδή ακόμη πιο εύκολο να καταστραφεί- πάνω σε ένα καυτό σωματίδιο άμμου δεν είναι εφικτή», εξηγεί, επισημαίνοντας πως ο SARS-CoV-2 πάνω στην καλοκαιρινή άμμο «δεν θα επιβιώσει, ακόμη και στις 10 το πρωί».
Σε ό,τι αφορά το μπάνιο στη θάλασσα, αναφέρει πως κάνουμε κανονικά μπάνιο αλλά ισχύει ό,τι ακριβώς και όταν βρίσκεται κανείς σε οποιονδήποτε άλλο χώρο. «Αυτό που υπάρχει είναι το γενικό θέμα, δηλαδή τι θα γίνει αν κάποιος δίπλα μας είναι ασθενής, βήξει και βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη από ενάμιση μέτρο. Αυτό όμως είναι κάτι που θα εξετάσουμε στο πλαίσιο του γενικού ζητήματος μετάδοσης οποιουδήποτε μικροργανισμού μέσω των σταγονιδιών», αναφέρει και προσθέτει: «Από το νερό της θάλασσας δεν θα πάρουμε τον κορονοϊό για να ασθενήσουμε».
Χαρακτηρίζει, δε, υπερβολικές και αποτέλεσμα φόβου «που δεν δικαιολογείται» τις συζητήσεις για χρήση πισινών που εκ του σχεδιασμού τους, λειτουργούν με χλώριο, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι η υπερβολική χλωρίωση στις πισίνες πρέπει να αποφεύγεται, ενώ η διαδικασία πρέπει να γίνεται αργά το βράδυ και πριν κάνουν χρήση του χώρου οι λουόμενοι «ώστε το χλώριο να έχει μέχρι την ώρα κοινής χρήσης εξατμιστεί».
Από την πλευρά της, η κ. Τζωράκη τονίζει ότι «το να κρατάμε τις αποστάσεις είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό και θα πρέπει να τηρηθεί ακόμη και στην παραλία. «Αυτό που έχει παρατηρηθεί μέχρι τώρα, τουλάχιστον στις μεγάλες οργανωμένες παραλίες, είναι πως για κάθε λουόμενο στη χώρα μας, την ώρα αιχμής, μπορεί να αντιστοιχούν ακόμη ενδεχομένως και δύο ή τέσσερα τ.μ. Πρέπει να ξέρουμε πως κάτω από 5 τ.μ ανά άτομο κάθε λουόμενος εκφράζει δυσαρέσκεια. Έχει έτσι παρατηρηθεί πως θα πρέπει να εξασφαλίζονται μίνιμουμ τα 5 τ.μ ανά λουόμενο στις παραλίες με βέλτιστη τιμή τα 8 τ.μ», εξηγεί, επισημαίνοντας πως για το φετινό καλοκαίρι θα είναι απαραίτητο να υπάρξουν αλλαγές.
«Σήμερα και εφόσον λάβουμε υπόψιν μας το ενάμιση μέτρο απόστασης που συστήνεται στις κοινωνικές επαφές, προτείνουμε ότι για κάθε λουόμενο, όταν τοποθετηθούν ομπρέλες π.χ δύο για έναν χώρο στον οποίο βρίσκεται μια τετραμελής οικογένεια, θα πρέπει να εξασφαλιστεί τουλάχιστον μια περιοχή 20 τ.μ. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να τοποθετηθούν πιο προσεκτικά και ίσως σε μικρότερο αριθμό οι ομπρέλες σε κάποιες παραλίες», τονίζει, επισημαίνοντας πως «δεν μπορούμε πια να τοποθετούμε όπως πριν τις ομπρέλες με μεγάλο αριθμό από ξαπλώστρες συνωστισμένο στο μπροστινό τμήμα της παραλίας»
Σε ό,τι αφορά την προοπτική τοποθέτησης ημίκλειστων κατασκευών από υλικά όπως πλεξιγκλάς, η κ. Τζωράκη λέει πως «είναι μια ιδέα που μπορεί να είναι ακόμη και επικίνδυνη καθώς η παραλία είναι χώρος παιχνιδιού π.χ. για τα νεαρά παιδιά που μπορεί έτσι και να χτυπήσουν» και η κ. Ευστρατίου εξηγεί πως δεν υπάρχει θετικό υγειονομικό αποτύπωμα σε μια τέτοια κατασκευή. «Τούτα όλα τα σχέδια για περίεργες κατασκευές στην άμμο είναι υπερβολές και δεν έχουν καμία σχέση με τη δημόσια υγεία», σημειώνει.