Ο Άγιος Παΐσιος μίλησε κάποτε στους πιστούς για το θέμα της γκρίνιας. Ο Άγιος προσπάθησε να τους διδάξει, αναφέροντας παραδείγματα, τα οποία να κάνουν τον πιστό να κατανοήσει αυτά που πρέπει. Δηλαδή, ότι η γκρίνια δεν είναι καλό πράγμα. Μάλιστα, κάποτε ένας άνθρωπος, του έθεσε ένα ερώτημα, σχετικά με αυτή.
Ο Άγιος Παΐσιος απάντησε: «Στην κακομοιριά οφείλεται και με την δοξολογία την κάνει κανείς πέρα. Η γκρίνια γεννά γκρίνια και η δοξολογία γεννά δοξολογία. Όταν δεν γκρινιάζη κανείς για μια δυσκολία που τον βρίσκει, αλλά δοξάζει τον Θεό, τότε σκάζει ο διάβολος και πάει σε άλλον που γκρινιάζει , για να του τα φέρει όλα ανάποδα. Γιατί, όσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει. Μερικές φορές μας κλέβει το ταγκαλάκι και μας κάνει να μη μας ευχαριστεί τίποτε, ενώ μπορεί κανείς όλα να τα γλεντάει πνευματικά με δοξολογία και να έχει την ευλογία του Θεού».
«Να, ξέρω κάποιον εκεί στο Όρος που, αν βρέξη και του πεις ”πάλι βρέχει”, αρχίζει : Να, όλο βρέχει, θα σαπίσουμε από την πολλή υγρασία. Αν μετά από λίγο σταματήσει η βροχή και του πεις ”ε, δεν έβρεξε και πολύ”, λέει: Ναι, βροχή ήταν αυτή; Θα ξεραθεί ο τόπος…;. Και δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι καλά στο μυαλό, αλλά συνήθισε να γκρινιάζει. Να είναι λογικός και να σκέφτεται παράλογα! Η γκρίνια έχει κατάρα. Είναι σαν να καταριέται ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του, οπότε μετά έρχεται η οργή του Θεού.
Στην Ήπειρο γνώριζα δύο γεωργούς. Ο ένας ήταν οικογενειάρχης και είχε ένα-δύο χωραφάκια και εμπιστευόταν τα πάντα στον Θεό. Εργαζόταν όσο μπορούσε, χωρίς άγχος. Θα κάνω ό,τι προλάβω, έλεγε. Μερικές φορές άλλα δεμάτια σάπιζαν από την βροχή, γιατί δεν προλάβαινε να τα μαζέψει, άλλα του τα σκόρπιζε ο αέρας, και όμως για όλα έλεγε ”δόξα Σοι ο Θεός” και όλα του πήγαιναν καλά. Ο άλλος είχε πολλά κτήματα, αγελάδες κ.λ.π. ,δεν είχε και παιδιά. Αν τον ρωτούσες ”πώς τα πας;” , ”άστα, μην τα ρωτάς”, απαντούσε. Ποτέ δεν έλεγε ”δόξα Σοι ο Θεός”, όλο γκρίνια ήταν. Και να δείτε, άλλοτε του ψοφούσε η αγελάδα, άλλοτε του συνέβαινε το ένα, άλλοτε το άλλο. Όλα τα είχε, αλλά προκοπή δεν έκανε.
Για αυτό λέω, η δοξολογία είναι μεγάλη υπόθεση. Από μας εξαρτάται ,αν γευτούμε ή όχι τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός. Πώς όμως να τις γευτούμε, αφού ο Θεός μας δίνει λόγου χάρη μπανάνα και εμείς σκεφτόμαστε τι καλύτερο τρώει ο τάδε εφοπλιστής; Πόσοι άνθρωποι τρώνε μόνον ξερό παξιμάδι, αλλά μέρα-νύχτα δοξολογούν τον Θεό και τρέφονται με ουράνια γλυκύτητα! Αυτοί οι άνθρωποι αποκτούν μια πνευματική ευαισθησία και γνωρίζουν τα χάδια του Θεού. Εμείς δεν τα καταλαβαίνουμε, γιατί η καρδιά μας έχει πιάσει γλίτσα και δεν ικανοποιούμαστε με τίποτε. Δεν καταλαβαίνουμε ότι η ευτυχία είναι στην αιωνιότητα και όχι στην ματαιότητα».