Παιχνίδια σε αλάνες: Πολλοί άνθρωποι έχουν μεγαλώσει διαφορετικά σε σύγκριση με τις τελευταίες γενιές. Αυτό, διότι δεν συνήθιζαν να περνούν τη μέρα τους, παίζοντας παιχνίδια στον υπολογιστή ή σε κονσόλες. Συνήθιζαν να πηγαίνουν να παίζουν παιχνίδια στις γειτονιές. Επίσης, εκείνη την εποχή, τα παιχνίδια παίζονταν και στις αλάνες. Αναλυτικότερα:
Από τα πιο αγαπημένα μας παιχνίδια στις πλατείες και τους δρόμους που πέρα από τη διασκέδαση και την ανεμελιά μας έκανε να εξασκηθούμε τα μάλα και στην ισορροπία. Αφού σχεδιάζαμε με μια κιμωλία τα απαιτούμενα τετραγωνάκια, παίρναμε μια πέτρα. Στη συνέχεια, τη ρίχναμε μέσα σε ένα από αυτά. Αν η πέτρα έπεφτε σε τετραγωνάκι που δεν είχε άλλο δίπλα του, τότε πατάγαμε μέσα σε αυτό με το ένα μας πόδι. Δηλαδή, κάνοντας «κουτσό», αν είχε τετραγωνάκι δίπλα του, μπορούσαμε να πατήσουμε στα δύο τετραγωνάκια με το κάθε μας πόδι.
Στο κουτσό έχανες μόνο εάν κατά την επιστροφή σου από το τετραγωνάκι με την πέτρα, δεν άντεχες άλλο ή έχανες την ισορροπία σου και πατούσες κάτω. Μεγάλος νικητής ήταν όποιος κατάφερνε να φτάσει πρώτος στο τέρμα τηρώντας τους κανόνες του παιχνιδιού.
Από τα πιο κλασικά κοριτσίστικα παιχνίδια που οι κοριτσοπαρέες της εποχής ήταν ικανές να παίζουν για ώρες. Πρόκειται φυσικά για δυο διαφορετικά παιχνίδια. Αυτά απαιτούσαν αντοχή, ευλυγισία, δεξιοτεχνία, ετοιμότητα και αυτοσυγκέντρωση. Τίποτα το ιδιαίτερο δηλαδή! Και αν αναρωτιέστε, ναι και στα δυο μπορούσες εύκολα να σκοντάψεις. Μπορούσες άνετα να γκρεμοτσακιστείς.
Στο μεν λάστιχο, αρκούσε στην κυριολεξία ένα λάστιχο από αυτά που βάζουμε στα ρούχα. Αυτό, το στερεώναμε στα πόδια των δυο κοριτσιών που στέκονταν στα δυο άκρα. Αντίθετα, ένα τρίτο παιδί χοροπηδούσε ανάμεσα στο λάστιχο, συλλαβίζοντας ευφάνταστα τραγουδάκια σαν προσευχή. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να μην το πατήσει ή το ακουμπήσει. Το παιχνίδι φυσικά είχε και επίπεδα δυσκολίας. Αυτό, διότι το λάστιχο στένευε ή ανέβαινε ψηλότερα στα πόδια και τον κορμό.
Και επειδή μιλάμε για τουρνουά όχι αστεία, αν ήθελες να είσαι σε φόρμα απαιτούνταν προπόνηση στο σπίτι. Μπορούσες να την κάνεις, με τη βοήθεια δυο καρεκλών. Όσον αφορά το σκοινάκι, ήταν παιχνίδι που λειτουργούσε και ως γυμναστική. Δυο κορίτσια το κρατούσαν από τα άκρα του και ένα ή περισσότερο παιδιά χοροπηδούσαν ακούραστα. Σκοπός ήταν να το αποφύγουν καθώς αυτό διέγραφε την πορεία του πάνω από τα κεφάλια και κάτω από τα πόδια τους.
Μακράν το απόλυτο παιχνίδι αφής! Οι οδηγίες απλές και η καζούρα εγγυημένη. Ένας παίκτης έδενε τα μάτια του με ένα μαντήλι ή φουλάρι. Λέγε με και «τυφλόμυγα». Σκοπός ήταν να μη βλέπει τίποτα. Προσπαθούσε να πιάσει τα παιδιά που έτρεχαν γύρω του. Μόλις τσάκωνε ένα, δια της αφής πάντα, προσπαθούσε να καταλάβει ποιος από τους φίλους του ήταν. Αν η «τυφλόμυγα» μάντευε σωστά το όνομα του παιδιού, τότε κέρδιζε. Έτσι, τη θέση του έπαιρνε το παιδί που έπιασε. Αξίζει να γνωρίζετε ότι το συγκεκριμένο παιδικό παιχνίδι παιζόταν ήδη από την αρχαιότητα. Μάλιστα, τότε ονομαζόταν «χαλκή μύια».
Το διαχρονικό αυτό και πασίγνωστο σε παιδιά κάθε ηλικίας παιχνίδι απαιτούσε αντοχή, ταχύτητα, στρατηγική, κοφτερό μυαλό, γρήγορα αντανακλαστικά, ελιγμούς και φυσικά το στόχο να μη σε πιάσουν ποτέ! Δηλαδή, τρεχάτε ποδαράκια μου. Επειδή, ένας κυνηγάει και όλοι οι άλλοι τρέχουν προς πάσα κατεύθυνση δίχως αύριο!
Όσο πιο πολλοί τόσο πιο έντονο, ατελείωτο και διασκεδαστικό μπορούσε να γίνει το παιχνίδι. Εδώ οι κανόνες άλλαζαν ανάλογα με την όρεξη και τη φαντασία και το παιχνίδι συνεχιζόταν στους δρόμους μέχρι να μείνουμε από ανάσες. Το μεγάλο μυστικό ήταν ο κυνηγός να στοχεύσει στον πιο… αδύναμο κρίκο, δηλαδή το πιο αργό στο τρέξιμο παιδί, ώστε να το πιάσει και να πάρει εκείνο τη θέση του, αλλά μην το πείτε ότι το μάθατε από εμάς…
Δημοφιλές σε μεγαλύτερες ηλικίες και αυτό που δημιουργούσε το μεγαλύτερο χαβαλέ. Το παιχνίδι παιζόταν από δύο ομάδες. Τα μέλη της μίας σχημάτιζαν μια σειρά σκυμμένα, με το ένα να έχει γυρισμένη την πλάτη του στο άλλο. Τα παιδιά της άλλης ομάδας έπαιρναν φόρα και… προσγειώνονταν στην πλάτη των παιδιών της πρώτης ομάδας ή αλλιώς της «γαϊδούρας». Αν κατάφερναν να παραμείνουν στις πλάτες του χωρίς να τους ρίξουν τα σκυμμένα παιδιά και χωρίς να ακουμπήσουν κάτω τα πόδια τους τότε η δεύτερη παρέα ήταν αυτή που κέρδιζε.
Οι άνω των -άντα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές καλό θα ήταν να μην σας μπουν τίποτα ιδέες να αναπολήσετε τα παιδικά ή εφηβικά σας χρόνια παίζοντας «μακριά γαϊδούρα» γιατί το… λουμπάγκο καραδοκεί. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το παιχνίδι ήταν δημοφιλές και στην αρχαιότητα με το όνομα «Μοσκίνδα».
«5-10-15-20-25-30» και το μέτρημα συνεχιζόταν μέχρι το 100 από ένα πιτσιρίκι που «τα φύλαγε» κλείνοντας τα μάτια του ακουμπώντας σε ένα δέντρο, τοίχο ή κολόνα καθώς τα υπόλοιπα μέλη της παρέας έτρεχαν για να κρυφτούν. Ασφαλώς το κρυφτό παραμένει δημοφιλές και αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών μέχρι και σήμερα που το διασκεδάζουν με την ψυχή τους, οπότε οι συστάσεις περιττεύουν.
«Φτου και βγαίνω» λοιπόν μόλις τελειώσει το μέτρημα και το παιδί που «τα φύλαγε» αρχίζει να ψάχνει τους φίλους του σε κάθε γωνιά και δρόμο στην… απάνω και την κάτω γειτονιά! Όποιον κατάφερνε να βρει δε, έτρεχε γρήγορα να τον «φτύσει» στο σημείο που «φύλαγε» με σκοπό να μην τον προλάβει ο αντίπαλος. Αυτόν που θα έβρισκε πρώτο θα ήταν και εκείνος που στον επόμενο γύρο θα έπαιρνε τη θέση του στο μέτρημα αν το τελευταίο παιδί δεν κατάφερνε να κάνει «φτου ξελευθερία για όλους».
Από τα πιο αγαπημένα και διαδεδομένα παιχνίδια που παίζαμε στις αλάνες, τους δρόμους και τις πλατείες. Στην αμπάριζα τα παιδιά χωρίζονταν σε δυο ισάριθμες ομάδες, ενώ όσο πιο μεγάλος ήταν ο αριθμός των συμμετεχόντων τόσο πιο διασκεδαστικό γινόταν το παιχνίδι. Τα παιδιά αφού σχεδίαζαν τις αμπάριζές τους, δηλαδή δυο κύκλους ο ένας εκ των οποίων αποτελούσε τη φυλακή, ο πρώτος παίκτης έκανε την… ηρωική έξοδο φωνάζοντας «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».
Καθώς άρχιζε να τρέχει ο αντίπαλος παίκτης τον έπαιρνε στο κατόπι προσπαθώντας να τον πιάσει και να τον φυλακίσει. Αυτό επαναλαμβανόταν με όλους τους παίκτες, ενώ ο στόχος ήταν η μια ομάδα να φυλακίσει τα παιδιά της άλλης και να κερδίσει. Και αν η αμπάριζα σήμερα έχει μείνει μια μακρινή παιδική ανάμνηση, η γλώσσα μας φροντίζει να την κρατάει ζωντανή με τη γνωστή φράση «παίρνω αμπάριζα» δηλαδή παρασύρω κάτι στο διάβα μου ή αναζητώ επίμονα κάτι.
«Αγαλματάκια ακούνητα, μέρα ή νύχτα;». Δεν γίνεται να είσαι ηλικίας 30 και άνω και να μην γνωρίζεις αυτή τη φράση παιχνιδιού. Οι κανόνες απλοί και αν η παρέα είχε όρεξη και χιούμορ, το παιχνίδι μπορούσε να γίνει ιδιαίτερα αστείο και κωμικό. Ένα παιδί με γυρισμένη την πλάτη στην υπόλοιπη παρέα έκρυβε τα μάτια του και ρωτούσε: «Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, μέρα ή νύχτα;».
Καθώς ρωτούσε λοιπόν, τα υπόλοιπα παιδιά προχωρούσαν προς το μέρος του. Αν του απαντούσαν «νύχτα» η διαδικασία επαναλαμβανόταν, αλλά αν του έλεγαν «μέρα», τότε εκείνο γυρνούσε προς αυτά και τα παιδιά έπρεπε να παραμείνουν ακίνητα, αμίλητα και αγέλαστα σαν να έχει παγώσει η στιγμή. Αν κάποιος από την παρέα δεν άντεχε και κουνούσε έστω και βλέφαρο έχανε και έπαιρνε τη θέση του πρώτου παιδιού. Το παιχνίδι που όλοι έχουμε παίξει ως παιδιά με τους φίλους μας έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και συγκεκριμένα στο παιχνίδι «Ακινητίνδα» που παιζόταν τότε με κάποιες διαφορές.
Ίσως ένα από τα πιο συναρπαστικά παιχνίδια που προτιμούσαν να παίζουν ακόμα και τα μεγαλύτερα παιδιά. Με απαραίτητο αξεσουάρ μια μπάλα τα παιδιά χωρίζονταν σε δυο ομάδες. Δυο από αυτά ακροβολίζονταν και ξεκινούσαν να σημαδεύουν τα παιδιά που βρίσκονταν σε απόσταση ανάμεσά τους. Όποιον πετύχαινε η μπάλα τον έβγαζε εκτός παιδιού (ενίοτε με πόνο και όχι καρδιάς φυσικά).
Ωστόσο αν η μπάλα προσγειωνόταν στην αγκαλιά κάποιου παιδιού, το λεγόμενο μήλο δηλαδή, εκείνο είχε τη δυνατότητα να ξαναβάλει μέσα έναν συμπαίκτη του ή να κρατήσει το μήλο ως πλεονέκτημα σε περίπτωση που χτυπηθεί από την μπάλα ώστε να μην βγει εκτός. Ο τελευταίος παίκτης που θα έμενε θα έπρεπε να αποφύγει το χτύπημα της μπάλας 10 φορές και αν τα κατάφερνε τότε όλοι οι συµπαίκτες ξανάμπαιναν μέσα και το παιχνίδι ξεκινούσε από την αρχή.
Ήταν, είναι και θα παραμείνει το πιο αγαπημένο παιχνίδι των -μικρών και μεγάλων- αγοριών όσο υπάρχει ο άνθρωπος πάνω στη Γη. Ένα «πάμε για μπάλα» αρκούσε για να αρχίσει το ματς με τα αυτοσχέδια τέρματα, συνήθως δυο πέτρες, και τις πάσες, τις ντρίμπλες, τα φάουλ, τα κόρνερ, τα μαρκαρίσματα και τα γκολ να δίνουν και να παίρνουν!
Ακόμα και αν δεν υπήρχε μπάλα, επιστρατεύονταν τυλιγμένα πανιά με αυτοκόλλητη ταινία ή ακόμα και κονσερβοκούτια που μια χαρά έκαναν τη δουλειά τους. Μια λάθος πάσα, ένα ακόμα γκολ, ένα σκληρό μαρκάρισμα ακόμα και μια λάθος κουβέντα αρκούσε για να ανάψουν τα αίματα και οι μικροί θερμόαιμοι μπαλαδόροι να μετατρέψουν την αλάνα σε ρινγκ μέχρι να σφυρίξει η λήξη και μετά όλοι μαζί μια παρέα να αρχίσουν και πάλι τα πειράγματα και τα αστεία σαν να μην τρέχει τίποτα.
Το παιχνίδι παιζόταν φυσικά στο χώμα ή το τσιμέντο και αν έπεφτες, απλώς σηκωνόσουν, ξεσκόνιζες τα γόνατά σου και συνέχιζες με τρόπαιο γδαρσίματα και κοψίματα που θα προκαλούσαν μια γερή κατσάδα από τη μαμά προτού σου καθαρίσει το τραύμα με οινόπνευμα και «κόκκινο», το γνωστό ιώδιο.